Saturday, 14 March 2020

ISAIAH BERLIN: THE ROOTS OF ROMANTICISM


Ο Stendhal λέει ότι ο ρομαντισμός είναι το μοντέρνο και το ενδιαφέρον, ενώ ο κλασικισμός το παρωχημένο και το ανιαρό. [...] Ο Stendhal εννοεί ότι ο ρομαντισμός στηρίζεται στη κατανόηση των δυνάμεων που κινούνται μέσα στην ίδια μας τη ζωή, και όχι στη φυγή προς κάτι το απαρχαιωμένο. [...] Ο σύγχρονος του Goethe υποστηρίζει, από την άλλη, ότι ο ρομαντισμός είναι αρρώστια, αδυναμία, ευπάθεια, η πολεμική ιαχή μιας σχολής έξαλλων ποιητών και Καθολικών αντιδραστικών, ενώ ο κλασικισμός είναι δυνατός, φρέσκος, χαρούμενος, υγιής, όπως ο Όμηρος και το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν. Ο Nietzsche λέει ότι δεν είναι αρρώστια, αλλά θεραπεία - ίαση της αρρώστιας. Ο Sismondi, ένας λίαν ευφάνταστος Ελβετός κριτικός, παρότι δεν διαπνέεται από τις πλέον φιλικές διαθέσεις για τον ρομαντισμό, καίτοι φίλος της Madame de Stael, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι μια σύζευξη αγάπης, θρησκείας και ιπποτισμού. Ο Friedrich von Gentz, ωστόσο, που ήταν ο κυριότερος πράκτορας του Metternich εκείνη την περίοδο και έζησε την ίδια ακριβώς εποχή με τον Sismondi, λέει πως ο ρομαντισμός είναι το ένα από τα κεφάλια μιας τρικέφαλης ύδρας, τα άλλα δύο από τα οποία είναι η Μεταρρύθμιση και η Επανάσταση· είναι, στ' αλήθεια, μια απειλή αριστερής απόκλισης, μια απειλή για τη θρησκεία, τη παράδοση και το παρελθόν που πρέπει να αφανιστεί. Οι νεαροί Γάλλοι ρομαντικοί, Les Jeunes-France, απηχούν την άποψη αυτή με τη ρήση "Le romantisme, c' est la Revolution", Revolution ενάντια σε τί, όμως; Προφανώς, ενάντια σε όλα. Ο Heine λέει ότι ο ρομαντισμός είναι το παθανθές που φύτρωσε από το αίμα του Χριστού, το ξύπνημα της ποίησης του υπνοβάμονος Μεσαίωνα, "ονειρικοί οβελίσκοι" που σε κοιτάζουν με τα βαθιά, πονεμένα μάτια χαμογελαστών φαντασμάτων. Οι μαρξιστές έρχονται να προσθέσουν πως ήταν πράγματι μια απόδραση από τα δεινά της Βιομηχανικής Επανάστασης, και ο Ruskin, συμφωνώντας, θα πει πως ήταν η αντίθεση του όμορφου παρελθόντος προς το τρομακτικό και μονότονο παρόν: πρόκειται για τροποποίηση της άποψης του Heine, που, όμως, λέει ότι ο ρομαντισμός εμφανίζεται ως επανάσταση της μπουρζουαζίας ενάντια στην αριστοκρατία από το 1789 και μετά· ο ρομαντισμός είναι η έκφραση της ενέργειας και της ορμής των νέων arrivistes - το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή. Είναι η έκφραση των σφοδρότατων δυνάμεων της νέας μπουρζουαζίας ενάντια στις παλαιές, αξιοσέβαστες, συντηρητικές αξίες της κοινωνίας και της ιστορίας. Δεν αποτελεί έκφραση αδυναμίας ή απόγνωσης, αλλά αδυσώπητου Οπτιμισμού. Ο Friedrich Schlegel, ο μεγαλύτερος προάγγελος, ο μεγαλύτερος κήρυκας και προφήτης του ρομαντισμού που έζησε ποτέ, λέει ότι υπάρχει στη ψυχή του ανθρώπου ένας τρομερός κι ωστόσο ανεκπλήρωτος πόθος να εκτιναχθεί στο άπειρο· μια διακαής επιθυμία να σπάσει τα ασφυκτικά δεσμά της ατομικότητας. Παρόμοια συναισθήματα μπορεί κανείς να αναζητήσει στον Coleridge, όπως επίσης και στον Shelley. Ο Ferdinand Brunetiere, εν τούτοις, γύρω στα τέλη του αιώνα, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι φιλολογικός εγωτισμός, υπερτονισμός της ατομικότητας εις βάρος του ευρύτερου κόσμου, το ακριβώς αντίθετο της αυτοϋπέρβασης: η αυτοπροβολή· ο Βαρόνος Seillere συμφωνεί, προσθέτοντας την εγωμανία και τον πρωτογονισμό· κι ο Irving Babbit έρχεται να ενισχύσει την άποψη αυτή. Ο αδελφός του Friedrich Schlegel, ο August Wilheilm Schlegel και η Madame de Stael ήταν της γνώμης πως ο ρομαντισμός προέρχεται από τις χώρες της Ρομανίας ή, τουλάχιστον, από τις ρομανικές γλώσσες· ότι, κατ' ουσίαν, εκπηγάζει από μια παραλλαγή της ποίησης των τροβαδούρων της Προβηγκίας. Ο Renan όμως λέει πως ο ρομαντισμός είναι κελτικής καταγωγής· και ο Gaston Paris, Βρετονικής. Ο Seilliere λέει ότι προήλθε από ένα μείγμα Πλάτωνα και Ψευδό-Διονύσιου Αεροπαγίτη. Ο Joseph Nadler, ελλόγιμος Γερμανός κριτικός, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι, ουσιαστικά, η νοσταλγία των Γερμανών που ζούσαν μεταξύ Έλβα και Νέμαν - η νοσταλγία τους για την πάλαι ποτέ Κεντρική Γερμανία, όπου και είχαν τις ρίζες τους· πως είναι, δηλαδή, οι ονειροπολήσεις των εξόριστων και των αποίκων. Ο Eichendorff λέει ότι είναι η αποζήτηση της Καθολικής Εκκλησίας από μεριάς των Προτεσταντών. Ο Chateaubriand, όμως, ο οποίος ποτέ δεν έζησε μεταξύ Έλβα και Νέμας και, επομένως, ποτέ δεν ένιωσε τα συγκεκριμένα συναισθήματα, λέει πως ο ρομαντισμός είναι η μυστική και ανέκφραστη απόλαυση της ψυχής που παίζει με τον εαυτό της: "Μιλώ εσαεί για τον Εαυτό μου!". Ο Joseph Aynard λέει ότι είναι η επιθυμία να αγαπήσεις κάτι· μια ορισμένη συμπεριφορά ή ένα ορισμένο συναίσθημα που σχετίζεται με τους άλλους και όχι με τον εαυτό σου, το ακριβώς αντίθετο της επιθυμίας για εξουσία. Ο Middleton Murry λέει πως ο Shakespeare είναι ένας κατ' εξοχήν ρομαντικός συγγραφέας και προσθέτει πως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς μετά τον Rousseau είναι ρομαντικοί. Ο διακεκριμένος όμως μαρξιστής κριτικός Georg Lukacs υποστηρίζει πως κανένας μεγάλος συγγραφέας δεν είναι ρομαντικός, και λιγότερο απ΄ όλους ο Scott, ο Hugo και ο Stendhal.Αν εξετάσουμε με προσοχή τις ρήσεις αυτών των ανθρώπων [...] θα διαπιστώσουμε πως είναι σχετικά δύσκολο να ανακαλύψουμε ποιό είναι το κοινό σημείο όλων αυτών των γενικεύσεων. [...] Όλοι αυτοί οι αλληλοαναιρούμενοι ορισμοί όμως ποτέ, απ' όσο γνωρίζω, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κάποιας διαμαρτυρίας· ποτέ δεν υπέστησαν το έντονο εκείνο κριτικό μένος το οποίο θα είχε εξαπολυθεί εάν κάποιος διατύπωνε γενικεύσεις ή ορισμούς που θα θεωρούνταν απ΄ όλους αβάσιμοι ή άσχετοι.


*Isaiah Berlin, "Οι Ρίζες του Ρομαντισμού", μτφρ. Γιάννης Παπαδημητρίου, εκδ. Scripta, Β' Έκδοση, Αθήνα, 2002, σ.σ. 45-47.