H «κρίση» βρίσκεται de facto στον πυρήνα κάθε γνωσιοθεωρίας και ηθικής φιλοσοφίας για
αυτό και οι λογικολόγοι και φιλόσοφοι ανά τους αιώνες καταπιάστηκαν με τον προσδιορισμό και τα
είδη της καταλήγοντας έτσι σε διαφορετικές Θεωρίες
της Κρίσης. Η Θεωρία της Κρίσης
του Kant - πατέρα της Κριτικής
Φιλοσοφίας – όμως διαφοροποιείται ριζικά από κάθε άλλη, τόσο από τις
παραδοσιακές όσο και από τις σύγχρονες. Τρεις είναι οι παραδοχές που κάνουν την καντιανή Θεωρία της Κρίσης να διαφοροποιείται από όλες
τις υπόλοιπες, σύμφωνα με τον Robert Hanna:
1. Η ικανότητα του κρίνειν είναι για τον Kant η κεντρική ικανότητα του
ανθρώπινου νου με όλες τις υπόλοιπες ικανότητες να υπάγονται, εντέλει, σε
αυτήν. Ο Kant με αυτήν του τη θέση προσεγγίζει τον άνθρωπο
όχι απλά ως «ζῷον λόγον ἔχον» (animal rationale), όπως ο Αριστοτέλης, αλλά ως «ζῷον κρίσιν ἔχον» (judico animale). Αυτή την
θέση ο R. Hanna την αποκαλεί “The Centrality Thesis”.
2. Η δεύτερη θεμελιώδη παραδοχή του Kant αναφορικά με
την «κρίση» έγκειται στην σημασιολογική, λογική, ψυχολογική, επιστημολογική και
πρακτική προτεραιότητα του προτασιακού
περιεχομένου της κρίσης. Αυτή την θέση ο R.
Hanna την αποκαλεί “The priority-of-the-proposition Thesis”.
3. Η παραπάνω θέση του Kant οδηγεί και
στην τρίτη θεμελιώδη παραδοχή του, αυτήν της ταύτισης της Θεωρίας του της Κρίσης
με την μεταφυσική θεώρηση που ο ίδιος αποκάλεσε Τranscendental Ιdealism. Η καντιανή γνωσιοθεωρία της κρίσης εκφράζεται έτσι μέσα στο πλαίσιο της Υπερβατολογικής Λογικής – ενός νέου είδους
Λογικής που διαφοροποιείται ρητά τόσο από την Γενική/Τυπική Λογική (Formal Logic) όσο και από την επιμέρους εμπειρική ή επιστημονική
Λογική. Αυτή την θέση ο R. Hanna την αποκαλεί “The Transcendental Idealism Thesis”.
Η ΚΡΙΣΗ (DAS URTEIL)
Ο Kant προσεγγίζει την «κρίση» με δύο τρόπους: i. με άμεσο τρόπο, δηλαδή μέσω του ορισμού της έννοιας της, και ii. με έμμεσο τρόπο, δηλαδή μέσω του ορισμού του «κρίνειν», ήτοι της λειτουργίας της Κριτικής Δύναμης εν γένει. Στην ΚΚΛ μας παρέχει τρεις ορισμούς της «κρίσης» και έναν ορισμό του «κρίνειν» και στα ΠΜΜ και στην ΚΚΔ άλλους δύο ορισμούς του «κρίνειν». Οι έξι αυτοί ορισμοί, τρεις για την
I. ΚΡΙΣΗ
1. «Άρα κρίση είναι η έμμεση γνώση ενός αντικειμένου, κατά συνέπεια η παράσταση μιας παραστάσεως του [...] σε κάθε κρίση υπάρχει μια έννοια, που ισχύει για πολλές και ανάμεσα στις πολλές αυτές περιλαμβάνει μια δεδομένη παράσταση, η οποία τελικά αναφέρεται άμεσα στο αντικείμενο.»
(KrV Α68/Β93)
2. «[...] όλες οι κρίσεις είναι λειτουργίες της ενότητας ανάμεσα σε όλες τις παραστάσεις μας, αφού αντί για μια άμεση παράσταση χρησιμοποιείται μια [άλλη] ανώτερη, που περιλαμβάνει κι εκείνη και άλλες κάτω απʼ αυτήν και χρησιμεύει για τη γνώση του αντικειμένου, κι έτσι πολλές δυνατές γνώσεις συναιρούνται σε μια και μόνη.»
(KrV Α69/Β94)
3. «[...] μια κρίση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τρόπος με τον οποίο υπάγουμε δεδομένες γνώσεις στην αντικειμενική ενότητα της καταλήψεως [...] σε αυτό αποβλέπει το συνδετικό λεξίδιο είναι σε αυτές, δηλαδή για να διακρίνει την αντικειμενική ενότητα δεδομένων παραστάσεων από την υποκειμενική.»
(KrV Β141)
II. ΚΡΙΝΕΙΝ
(ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ)
1. «[...] η Αναλυτική των Θεμελιωδών Αρχών [...] είναι αποκλειστικά και μόνον ένας κανόνας για την κριτική δύναμη, που θα διδάσκει να εφαρμόζει τα φαινόμενα στις έννοιες της διάνοιας [Κατηγορίες], οι οποίες περιέχουν τους όρους των a priori κανόνων [...] όταν η διάνοια εν γένει χαρακτηρίζεται ως η ικανότητα για κανόνες, τότε η κριτική δύναμη είναι εκείνη η οποία ενεργεί την υπαγωγή σε κανόνες, δηλαδή κρίνει αν κάτι υπάγεται σε ένα δεδομένο κανόνα (casus datae legis) ή δεν υπάγεται.»
(KrV Α171/Β32)
2. «[...] έργο των αισθήσεων είναι να σχηματίζουν εποπτείες· έργο της διάνοιας είναι να σκέπτεται. Σκέφτομαι θα πει: συνενώνω παραστάσεις σε μια συνείδηση. Αυτή η συνένωση γίνεται ή μόνο σχετικά προς το υποκείμενο και τότε είναι τυχαία και υποκειμενική, ή γίνεται απόλυτα και τότε είναι αναγκαία και αντικειμενική [...] η συνένωση των παραστάσεων σε μια συνείδηση είναι η κρίση [...] σκέπτομαι θα πει λοιπόν: κρίνω ή ανάγω παραστάσεις σε κρίσεις [...] για αυτό οι κρίσεις είναι απλώς υποκειμενικές αν οι παραστάσεις σχετίζονται μόνο με μια συνείδηση μέσα σε ένα υποκείμενο και συνενώνονται μέσα του· ή είναι αντικειμενικές αν συνενώνονται σε μια συνείδηση εν γένει, δηλαδή με αναγκαιότητα [...] τα λογικά στοιχεία όλων των κρίσεων είναι πολλοί δυνατοί [μπορετοί] τρόποι συνένωσης των παραστάσεων σε μια συνείδηση.»
(PkM §22)
3. «Κριτική δύναμη εν γένει είναι η ικανότητα να σκεπτόμαστε το ειδικό [μερικό] ως περιεχόμενο στο γενικό [καθολικό] [...] εάν είναι δεδομένο το γενικό (ο κανόνας, η αρχή, ο νόμος), τότε η κριτική δύναμη η οποία υπάγει το ειδικό σε εκείνο (ακόμη και ως υπερβατολογική κριτική δύναμη αναφέρει a priori τους όρους, σύμφωνα με τους οποίους και μόνο μπορεί να γίνει υπαγωγή σε εκείνο το γενικό) είναι καθοριστική [...] εάν όμως είναι δεδομένο μόνο το ειδικό, για το οποίο η κριτική δύναμη πρέπει να βρει το γενικό, τότε είναι απλώς αναστοχαστική [...] η κριτική δύναμη η οποία καθορίζει κάτω από καθολικούς υπερβατολογικούς νόμους που παρέχει η διάνοια, απλώς υπάγει [...]»
(KdU XXVI)
ΠΗΓΕΣ
1. Hanna, Robert (2017), Kant’s Theory of Judgment.
2. Kant, Immanuel (1783), Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik.
3. Kant, Immanuel (1787), Kritik der reinen Vernunft.
4. Kant, Immanuel (1790), Kritik der Urteilskraft.
1. Hanna, Robert (2017), Kant’s Theory of Judgment.
2. Kant, Immanuel (1783), Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik.
3. Kant, Immanuel (1787), Kritik der reinen Vernunft.
4. Kant, Immanuel (1790), Kritik der Urteilskraft.
*By Philippos V Philios.