Sunday, 13 October 2019

THE SEVENTH SEAL (1957) BY INGMAR BERGMAN




«Καὶ ὅτε ο Αμνός ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν ἑβδόμην, ἐγένετο σιγὴ ἐν τῷ οὐρανῷ..»

   Η Έβδομη Σφραγίδα (Det Sjunde Inseglet, 1957) είναι σουηδική ταινία ιστορικής φαντασίας σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ingmar Bergman. Η ταινία βασίζεται στο θεατρικό έργο του Bergman «Ζωγραφιά στο Ξύλο» (Trämålning) και ο τίτλος της αποτελεί αναφορά στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Η ταινία απέσπασε το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του 1957 και καθιέρωσε τον Bergman ως έναν απ’ τους σημαντικότερους δημιουργούς της 7ης Τέχνης. Σήμερα θεωρείται μία απ’ τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και η σεκάνς ανοίγματος της με τον ιππότη να παίζει σκάκι με τον Θάνατο η εμβληματικότερη στην ιστορία του κινηματογράφου.

ΥΠΟΘΕΣΗ

ΧIV αιώνας.
   Ο ιππότης Antonius Block (Max von Sydow) επιστρέφει, μαζί με τον ιπποκόμο του Jöns (Gunnar Björnstrand), έπειτα από εννέα χρόνια πολέμου στους Αγίους Τόπους, στον Πύργο του στην Σουηδία. Στο δρόμο συναντούν τον Θάνατο (Bengt Ekerot) μεταμφιεσμένο σε μαυροντυμένο άντρα, ο οποίος θα ζητήσει από τον ιππότη να τον ακολουθήσει διότι έφτασε η ώρα του. Ο ιππότης με τη σειρά του θα τον προκαλέσει να παίξουν μία παρτίδα σκάκι με στοίχημα την ίδια του τη ζωή: αν κερδίσει ο ιππότης, ο Θάνατος θα τον αφήσει να ζήσει ενώ αν χάσει θα του παραδοθεί. Δεν προλαβαίνουν όμως να τελειώσουν τη παρτίδα και ο ιπποκόμος ξυπνάει. Ο ιππότης και ο συνοδός του συνεχίζουν τον δρόμο τους, ενώ η παρτίδα με τον Θάνατο που θα συνεχιστεί καθʼ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής τους θα διακόπτεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθώς ο Θάνατος θα αποσύρεται για να οδηγήσει και άλλα θύματα της πανούκλας που ερημώνει την ενδοχώρα στον άλλον κόσμο. Όσο θα παίζουν τη παρτίδα ο ιππότης θα πιέζει τον Θάνατο για απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα που τον βασανίζουν καθώς το μόνο που επιθυμεί πριν το τέλος του είναι η γνώση. Όσο οι πρωταγωνιστές προχωρούν προς την ενδοχώρα, αντικρίζουν ένα μέταποκαλυπτικό τοπίο με χωριά να μαστίζονται από την πανούκλα, πτώματα καμένα και τους ανθρώπους έντρομους να διαδίδουν ότι η «Ημέρα της Κρίσης» έφτασε. Στη πορεία τους συναντούν μία αυτοσχέδια ομάδα κωμικών ηθοποιών που αποτελείται από τον Jof, έναν σαλτιμπάγκο που βλέπει οράματα της Παναγίας, τη γυναίκα του Mia με την οποία έχουν και ένα μωρό και τον Jonas Skat, έναν γυναικά που αποπλανεί τη γυναίκα ενός σιδερά και τη παίρνει μαζί του καθώς ο σύζυγός της παρακολουθεί την παράσταση των υπολοίπων μελών του θιάσου. Συναντούν, ακόμα, μία γυναίκα που κατηγορείται για μαγγανεία και καίγεται στην πυρά, ενώ ο ιππότης τη βοηθάει δίνοντας της κρυφά βότανα για τον πόνο. Ιππότης και ιπποκόμος θα μπουν σε μία εκκλησία και θα βρουν έναν ζωγράφο της εποχής να φιλοτεχνεί μία τοιχογραφία. Στη τοιχογραφία απεικονίζεται ο «Χορός του Θανάτου». Συναντούν επίσης τον ιερωμένο που έπεισε τον ιππότη να λάβει μέρος στις Σταυροφορίες, ο οποίος έχει γίνει πια άθεος. Στην προσπάθεια του να βρει απαντήσεις, ο ιππότης θα εξομολογηθεί στον ιερέα και θα του αποκαλύψει τη στρατηγική που έχει σχεδιάσει ώστε να νικήσει τον Θάνατο στο σκάκι. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι ο ιερέας είναι ο ίδιος ο Θάνατος. Ο Ιππότης χάνει, εντέλει, την παρτίδα, προτού, όμως, ο αντίπαλος του προλάβει να του πάρει την βασίλισσα κλωτσάει το σκάκι και μέχρι να βρει ο Θάνατος τα πιόνια το ζευγάρι των ηθοποιών με τα συμβολικά ονόματα προλαβαίνει να του διαφύγει. Ο Ιππότης και ο ιπποκόμος του καταλήγουν στον Πύργο του πρώτου όπου και τον περιμένει η γυναίκα του εννέα ολόκληρα χρόνια. Ο Θάνατος μπαίνει στον Πύργο την ώρα που ο ιππότης προσεύχεται στον Θεό για έλεος και η γυναίκα του διαβάζει αποσπάσματα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η ταινία κλείνει με τον διάσημο μεσαιωνικό «Χορό του Θανάτου» (Danse Macabre): ο Jof, που με την γυναίκα του Mia και τον γιο τους Mikahel γλίτωσαν χάρη στον ιππότη από τον Θάνατο, βλέπει στην κορυφή ενός λόφου τον Θάνατο να σέρνει σ’ έναν χορό προς το άγνωστο όλους τους ήρωες αυτού του συμβολικού δράματος.

ΑΝΑΛΥΣΗ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ

   Ο τριανταεννιάχρονος Bergman αποφάσισε να θέσει όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα που δεν σταμάτησαν να τον ταλανίζουν καθʼ όλη την διάρκεια της ζωής του σε μία ταινία που εκτυλίσσεται κατά την μεσαιωνική ιστορική περίοδο, την κατʼ εξοχήν σκοταδιστική περίοδο της ανθρωπότητας. Μέσα απʼ την φοβισμένη, θεοσεβούμενη, αμόρφωτη και θρησκόληπτη κοινωνία του Μεσαίωνα και στο μέταποκαλυπτικό τοπίο της Σουηδίας που θερίζεται απ' τη πανούκλα, τοποθετούνται οι συμβολικοί ήρωες του αλληγορικού του δράματος ιστορικής φαντασίας «Η Έβδομη Σφραγίδα». Εικόνες βγαλμένες από πίνακες του Hieronymus Bosch και του Pieter Bruegel μας μεταφέρουν σε έναν κόσμο όπου ο Θεός και το νόημα της ύπαρξης, τα οποία αναζητά εναγωνίως ο Block και έχει οριστικά απαρνηθεί ο σκεπτικιστής ιπποκόμος του Jöns, απουσιάζουν πλήρως. Ο ιππότης (μοναδικά ερμηνευμένος από τη δωρική και σχεδόν αποστεωμένη μορφή του Max von Sydow) βασανίζεται από τον παραλογισμό της σιωπής και της μη επέμβασης του Θεoύ, που καθιστά την ανθρώπινη ύπαρξη μία μοναχική πορεία δίχως νόημα μέσα σε ένα κόσμο όπου θριαμβεύει ο πόνος, η δυστυχία, ο θάνατος και το σκοτάδι. Έχει ιδανικά, ως ιδεαλιστής ασκητής σταυροφόρος, και για αυτό τον ταλαιπωρούν αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα. Η αναστολή που ζητά από τον Θάνατο δεν είναι από αγάπη για τη ζωή, αλλά από βούληση για γνώση και κατανόηση. Αντίθετα, ο ιπποκόμος του, συνειδητά άθεος, κυνικός, ηδονιστής και σκεπτικιστής, θεωρεί ότι ο φόβος είναι το μοναδικό θεμέλιο της θρησκείας. Έχει χάσει ακόμα και την περιέργεια των ερωτημάτων, αφού έπειτα από 9 χρόνια πολέμου σε ξένο τόπο έχει αποδεχτεί τις αρνητικές απαντήσεις και το γεγονός ότι ο Θεός δεν είναι παρά ένα ψευδαισθητικό είδωλο που ο άνθρωπος δημιούργησε υπό την πίεση της άγνοιας και του φόβου του θανάτου. Ο Θάνατος (που τον παίζει συγκλονιστικά ο Bengt Ekerot με το πάλλευκο δέρμα του να προκαλεί αντίθεση με την κατάμαυρη ενδυμασία του) μη έχοντας ούτε ο ίδιος απαντήσεις να δώσει στα ερωτήματα που του θέτει ο ιππότης, το μόνο που κάνει είναι να διοχετεύει τον φόβο, το σκοτάδι και τον θάνατο όπου εμφανίζεται. Δίπλα σε αυτά τα πρόσωπα εμφανίζονται διάφοροι χαρακτήρες που αργά ή γρήγορα καταλήγουν στο δρεπάνι του Θανάτου. Μοναδική εξαίρεση ο Jof (υποκοριστικό του Ιωσήφ), η Mia (υποκοριστικό του Μαρία) και ο γιος τους (Mikahel), μια χαρούμενη και αγαπημένη οικογένεια σαλτιμπάγκων. Οι Jof και Mia έχουν αποκλείσει κάθε ερωματοθεσία και διερεύνηση υπαρξιακών και μεταφυσικών ζητημάτων όχι από αφέλεια, αλλά απ’ την ανάγκη της ίδιας της ζωής. Ζουν άμεσα την ζωή τους και χαίρονται τον έρωτα τους, τον γιο τους και τις φρέσκιες φράουλες της εξοχής.
   Η «Έβδομη Σφαγίδα» ανήκει στη μέση κινηματογραφική περίοδο του Bergman και αντικατοπτρίζει την εσωτερική του πάλη που γεννήθηκε μέσα απ’ τη σύγκρουση της παιδικής του κατήχησης σε ένα αυστηρά λουθηριανό οικογενειακό περιβάλλον με τον ώριμο σκεπτικισμό του. Το έργο πραγματεύεται την εναγώνια υπαρξιακή και μεταφυσική αναζήτηση του ανθρώπου να βρει ένα «νόημα-θεό» (τον Μεγάλο Άλλο, κατά τον Lacan) στην ζωή του, αλλά δεν αφορά την «πίστη», δεν απασχολεί η πίστη τον Bergman, ο οποίος επηρεάστηκε βαθιά από τον θεολογικό υπαρξισμό του Søren Kierkegaard, αλλά την αμφισβήτηση, την αμφιβολία και το υπαρξιακό άγχος που αυτές προκαλούν στον άνθρωπο. «Η αγωνία μου δεν είναι ίδια μ’ εκείνη των θρήσκων παρ’ όλο που εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο», λέει ο Bergman σε μια αποκαλυπτική του συνέντευξη. Τον Bergman τον απασχολεί η κιρκεγκωριανή υπαρξιακή αγωνία (βλ. Begrebet Angest), υπό την έννοια της διαρκούς μεταφυσικής αναζήτησης νοηματοδότησης της ζωής και η έλλειψη ικανοποίησης από όλα τα προταθέντα, και συνεχώς προτεινόμενα, ιδεολογικά και θεολογικά συστήματα, που αποσκοπούν σε αυτήν ακριβώς την υπαρξιακή νοηματοδότηση. Στην «Έβδομη Σφραγίδα» ο εν λόγω κιρκεγκωριανός υπαρξισμός και η προβληματική περί της μεταφυσικής νοηματοδότησης της ζωής αποκτούν μια μοναδική διαύγεια, με τα σύμβολα της αλληγορικής αυτής ιστορίας να είναι τέλεια αποκαθαρμένα, σε σημείο που να μην αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Η συνεχής παρουσία του θανάτου όχι μόνο σαν αίσθημα αλλά και σαν απτό σύμβολο, ο αυτοσαρκασμός για την ανθρώπινη ανικανότητα επίλυσης του προβλήματος του σκοπού της ζωής και του θανάτου, η ισοπέδωση κάθε σωτηριολογικής κοσμοθεωρίας, η βασανιστική παραδοχή ενός απλού βιολογικού γεγονότος όπως ο θάνατος, η ειρωνεία των αφελών αλλά και επικίνδυνων δογματικών και των εμπόρων της μεταφυσικής ικανοποίησης της ανθρώπινης υπαρξιακής αγωνίας οι οποίοι προσπαθούν να «σώσουν» τους άλλους όταν δεν μπορούν να σώσουν ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό και η ανικανότητα του κυνισμού, προσωποποιούμενου άρτια από τον ιπποκόμο, για την εξεύρεση μιας κάποιας λύσης στο πάντα άλυτο πρόβλημα του παραλογισμού της ύπαρξης, στο σύνολο τους συγκροτούν το βασικό υπαρξιστικό υπόστρωμμα της ιλαροτραγικής αυτής αλληγορικής ιστορίας. Η «Έβδομη Σφραγίδα» τα εκφράζει όλα αυτά μέσω γιουνγκιανών αρχετυπικώνν συμβόλων τα οποία εντάσσονται σε μία δωρική, αυστηρή αφήγηση και ένα αισθητικό πλαίσιο που μοιάζει με αληθινό μεσαιωνικό πίνακα. Παράλληλα, οι στομφώδεις και λακωνικοί διάλογοι παρέχουν στο μπεργκμανικό φιλμ μία αίσθηση μεσαιωνικής επικής ποίησης αντίστοιχης της Θείας Κωμωδίας του Δάντη.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
   Το σκακιστικό παιχνίδι είναι το πρώτο σύμβολο. Συμβολίζει το παιχνίδι της ίδιας της ζωής που έχει προκαθορισμένη έκβαση: τον θάνατο (του βασιλιά, στο παιχνίδι, του ανθρώπου στη ζωή). Αλλά η διάρκεια του παιχνιδιού, το οποίο εν προκειμένω κρατάει καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής των πρωταγωνιστών, δείχνει και την απάντηση ως προς το νόημα του ίδιου του παιχνιδιού ευθύς εξ αρχής: το νόημα της ζωής ή ο Θεός, που ο Bergman διαρκώς ταυτίζει, πρέπει να αναζητηθεί εντός της διάρκειας της ίδιας της παρτίδας/ζωής και όχι μετά το τέλος της. Η προσμονή για μεταφυσικές και σωτηριολογικές απαντήσεις στα υπαρξιακά άγχη του ανθρώπου είναι μάταιη, αφού νόημα έχει μόνον η ίδια η ζωή καθώς την ζεις. Ο μπεργκμανικός Θάνατος που δεν έχει καμία απάντηση να δώσει στα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα του ιππότη, το δηλώνει κρυστάλλινα: «I have no secrets. I am unkowning».
   Ο «Danse Macabre» είναι το δεύτερο σύμβολο. Ο «Χορός του Θανάτου» ήταν καλλιτεχνικό είδος ζωγραφικής του ύστερου μεσαίωνα που εξέφραζε αλληγορικά την καθολικότητα του θανάτου. Συνήθως απεικόνιζε έναν πάπα, έναν βασιλιά, έναν αυτοκράτορα, ένα παιδί και έναν εργάτη να χορεύουν κυκλικά κρατώντας ο ένας τον άλλο απ’ το χέρι σαν αλυσίδα και έφερε την επιγραφή: “Memento Mori” (Θυμήσου τον Θάνατο). Το χριστιανικό μήνυμα της εν λόγω ζωγραφιάς ήταν σαφές: συμπεριφέρσου ταπεινά σε όποιο κοινωνικό status κι αν βρίσκεσαι διότι είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στον θάνατο: "The Dance Macabre unites all". Σε αυτή τη ζωγραφιά πέφτει πάνω ο ιππότης μόλις μπει μέσα στην εκκλησία, αυτή του προκαλεί την ανάγκη να εξομολογηθεί και να επαναξιολογήσει τη ζωή του και αυτή θα ενσαρκώσει στον «Χορό του Θανάτου» που θα λάβει μέρος στο τέλος του ταξιδιού του.
   Η τριμελής οικογένεια των Jof, Mia και Mikahel είναι το τρίτο σύμβολο, αυτό της «Αγίας Οικογένειας», όπως όμως θα έπρεπε να είναι. Στην πραγματικότητα το τρίτο αυτό σύμβολο εκφράζει και την απάντηση του ίδιου του Bergman ως προς όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα που θίγονται στην ταινία. Κατ’ αρχάς, το ζευγάρι είναι ερωτευμένο. Ο έρωτας, λοιπόν, είναι η πρώτη απάντηση. Δεύτερον, η τριμελής οικογένεια ζει ανέμελα τη στιγμή δίχως να την απασχολούν υπαρξιακά και μεταφυσικά ζητήματα. Η ανέμελη απλότητα και αμεσότητα στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε και βιώνουμε την ζωή είναι η δεύτερη απάντηση του Bergman. Τρίτο και σημαντικότερο, το ζευγάρι είναι κωμικοί ηθοποιοί του δρόμου που πραγματοποιούν θιάσους σε διαφορετικά κάθε φορά μέρη. Εδώ έρχονται δύο ακόμα απαντήσεις απ’ τον Bergman: το γέλιο και η τέχνη. Το γέλιο είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της ζωής και η ταχύτερη οδός προς την ευτυχία. Η τέχνη εκφράζει την χρήση της φαντασίας εκ μέρους του ανθρώπου για τη μετάπλαση του κόσμου μέσω του νοήματος: το μόνο νόημα που μπορεί να αποκτήσει η ζωή είναι, τελικά, μέσω της τέχνης, αντηχώντας εδώ έντοντα τον Nietzsche. Για αυτούς τους λόγους όταν βρίσκεται δίπλα τους ο ανήσυχος ιππότης ξεχνάει όλα τα υπαρξιακά του άγχη και γνωρίζει την ευτυχία, έστω και στιγμιαία. Οι Jof, Mia και Mikahel είναι, εντέλει, η ελπίδα και το φως μέσα στο σκοτάδι, τον πόνο, τη δυστυχία, την απόγνωση και τον θάνατο. Είναι αγνοί και ελεύθεροι ακριβώς επειδή δεν τους απασχολούν όλα αυτά τα «βαθύτερα και ουσιαστικά υπαρξιακά και μεταφυσικά ζητήματα» ενώ, αντιθέτως, ο ιππότης είναι έρμαιο των αδιεξόδων του, ακριβώς επειδή αναλώνεται σε αυτά. Αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί πια να ακολουθήσει το παράδειγμά τους, η ζωή του αποκτάει πάλι νόημα με την απόφαση του που τον οδηγεί σε μία αυτό-νοηματοδοτημένη ενέργεια, τη θυσία: ακόμα και τώρα, λίγο πριν τον θάνατο και τη συνειδητοποίηση της σπατάλης της ζωής του σε ανούσιες αναζητήσεις, μπορεί να βρει νόημα, αν το αντλήσει μέσα απ’ τη διάσωση των συνανθρώπων του που πέτυχαν εκεί που εκείνος απέτυχε. Εξαπατά τον Θάνατο και προτάσσει το δικό του τέλος, δηλαδή θυσιάζεται για να τους γλυτώσει από την μοιραία τους κατάληξη. Παραιτείται από το δικό του παιχνίδι με τον Θάνατο, ηττάται στην απατηλή και προδικασμένη παρτίδα (της ζωής του), προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της οικογένειας. Και αυτό του παρέχει το δικαίωμα να δηλώσει ευθαρσώς στον Θάνατο ότι η παρτίδα αυτή είχε, στην πραγματικότητα, δύο νικητές: έναν τυπικό και προδιαγεγραμμένο, τον Θάνατο, και έναν ουσιαστικό και απρόβλεπτο, τον ιππότη∙ έναν δηλαδή που πήρε αυτό που αδιαμφισβήτητα του άνηκε και έναν που βρήκε εντέλει αυτό που αναζητούσε σε όλη του την ζωή, δηλαδή νόημα, στο πιο απίθανο μέρος, στον ίδιο του τον θάνατο. Επομένως το σύμπαν δεν είναι κενό «θεού» και «νοήματος», μας λέει ο Bergman, απλά ο θεός κατοικεί ακριβώς εκεί που δεν περιμένει ποτέ κανείς να βρει: σε όλες τις απλές χαρές της ζωής, και σε όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που όλοι αψηφούν.



Φίλιππος Β. Φίλιος