Sunday, 6 October 2019

RASHOMON (1950) BY AKIRA KUROSAWA



   Το Rashômon μία ιαπωνική Jidaigeki (Period Drama) ταινία του 1950, σε σκηνοθεσία Akira Kurosawa. Το σενάριο γράφτηκε από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, σε συνεργασία με τον Shinobu Hashimoto. Αν και η ταινία πήρε τον τίτλο της από το διήγημα Rashômon, του Ryūnosuke Akutagawa, το σενάριο βασίστηκε σε ένα άλλο διήγημα του Akutagawa, το Yabu no Naka. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Toshiro Mifune, Takashi Shimura, Machiko Kyō και Masayuki Mori. Η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα, το 1951, και συνέβαλε καθοριστικά στην παγκόσμια αναγνώριση του Kurosawa, και μαζί με αυτόν, έφερε και στο προσκήνιο όλον τον ιαπωνικό κινηματογράφο. Πέρα από τον Χρυσό Λέοντα, το 1952, πήρε και Τιμητικό Όσκαρ, από την Αμερικανική Ακαδημία, μεταξύ άλλων διακρίσεων. Σήμερα η ταινία θεωρείται, όχι μόνο μία από τις καλύτερες ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη, αλλά και μία από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών.

ΥΠΟΘΕΣΗ

   
Προκειμένου να προστατευτούν από την καταρρακτώδη βροχή, ένας ξυλοκόπος κι ένας ιερέας βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τη σκέπη της θεόρατης πύλης της πόλης Rajōmon όπου και εμπλέκονται σε έντονη συζήτηση. Εκεί θα καταφτάσει, λίγο αργότερα, κι ένας χωρικός που έψαχνε για ώρα να προστατευτεί από την βαριά βροχόπτωση και θα λάβει μέρος στη συζήτηση τους. Η συζήτηση του ξυλοκόπου με τον ιερέα αφορά τη «φοβερότερη ιστορία που έχουν ακούσει»: ο ξυλοκόπος διηγείται ότι πριν τρεις ημέρες είδε έναν νεκρό Samurai στο δάσος, όπου πήγαινε να μαζέψει ξύλα, με καρφωμένο στο στήθος ένα στιλέτο και τη γυναίκα του βιασμένη. Έπειτα, έτρεξε πανικοβλημένος να ειδοποιήσει τις Αρχές της περιοχής. Αργότερα, τόσο ο ιερέας όσο και ο ξυλουργός κλήθηκαν στο δικαστήριο να καταθέσουν τί γνωρίζουν για το περιστατικό. Ο ιερέας είχε δει τον Samurai με τη γυναίκα του νωρίτερα εκείνη τη μέρα να διασχίζουν το δάσος. Ως κατηγορούμενος φέρεται ο διαβόητος τοπικός ληστής που μάζεψαν από το ίδιο σημείο του δάσους που πέρασε και ο Samurai με τη γυναίκα του. Από αυτό το σημείο κι έπειτα αρχίζει η αφήγηση των τεσσάρων ιστοριών των «τεσσάρων μαρτύρων», πρώτα του ληστή, μετά της γυναίκας του σαμουράι, κατόπιν του πνεύματος του νεκρού Samurai και τέλος του αυτόπτη μάρτυρα ξυλουργού:

1. Ο διαβόητος τοπικός ληστής Tajōmaru υποστηρίζει ότι δεν είχε σκοπό να σκοτώσει τον Samurai, αλλά μόλις είδε τη γυναίκα του θαμπώθηκε και τον προκάλεσε σε μονομαχία για να την πάρει δική του. Επομένως παραδέχεται ότι τον σκότωσε. Στο τέλος το δικαστήριο τον ρωτά για το πολύτιμο στιλέτο με το οποίο έγινε ο φόνος με αυτόν να απαντά ότι μέσα στην ταραχή του κακώς το ξέχασε, γιατί φάνηκε πολύτιμο.

2. Η βιασμένη γυναίκα του Samurai τώρα υποστηρίζει ότι ο ληστής τη βίασε μπροστά στον άντρα της που τον είχε δέσει έπειτα από τη νίκη του στη μεταξύ τους μονομαχία, και μετά έφυγε. Αυτή έλυσε τον άντρα της ο οποίος την κοίταζε με μίσος για την ντροπή του και τον σκότωσε με το στιλέτο. Έπειτα έπεσε λιπόθυμη από το θέαμα. Επομένως, παραδέχεται ότι αυτή σκότωσε τον άντρα της.

3. Το πνεύμα του νεκρού Samurai μιλάει τώρα μέσω ενός μέντιουμ στο τοπικό δικαστήριο και υποστηρίζει ότι η γυναίκα του ήθελε να πάει με τον ληστή και ότι όταν έφυγαν, αυτός αυτοκτόνησε από τη ντροπή του με το στιλέτο του.

4. Τέλος, πίσω στη πόλη τώρα, ο ξυλοκόπος διηγείται ότι και οι τρεις ιστορίες που ειπώθηκαν στο δικαστήριο ήταν ψέματα. Παραδέχεται ότι έγινε μάρτυρας του περιστατικού, το οποίο περιελάμβανε τον βιασμό της γυναίκας και τη δολοφονία του συζύγου, όμως δεν ανέφερε τίποτα στο δικαστήριο, γιατί φοβήθηκε μην μπλεχτεί. Σύμφωνα με την τέταρτη ιστορία, του ξυλουργού, ο ληστής μετά τον βιασμό άρχισε να παρακαλά τη γυναίκα να τον παντρευτεί, με τη γυναίκα όμως να ελευθερώνει τον άνδρα της. Τότε ο άνδρας της, είπε στον ληστή ότι δε θέλει να ρισκάρει τη ζωή του για μία τέτοια γυναίκα, ενώ και ο ληστής δεν ήταν πρόθυμος. Έτσι, εκείνη άρχισε να τους περιγελά και να τους αποκαλεί δειλούς και άνανδρους που δεν παλεύουν για την αγάπη μιας γυναίκας. Στη συνέχεια αρχίζουν να παλεύουν με τελική έκβαση της μάχης ο ληστής να σκοτώνει τον Samurai με το στιλέτο.

   
Στο τέλος της ταινίας η συζήτηση των τριών ανδρών διακόπτεται από το κλάμα ενός εγκαταλελειμμένου βρέφους. Ο άνδρας πάει προς το μωρό και παίρνει το κιμονό με το οποίο προφυλασσόταν από το κρύο. Ο ξυλοκόπος τότε του λέει ότι η κίνηση αυτή ήταν κακή και ζητά να επιστρέψει το κιμονό, με τον άνδρα τελικά να του λέει πως δεν είναι ούτε αυτός καλός, και ότι είχε καταλάβει γιατί δεν είπε όλη την αλήθεια στη δίκη: είχε πάρει αυτός το στιλέτο τελικά. Ο άνδρας φεύγοντας από την πύλη του λέει: «ο ληστής κατηγόρησε έναν ληστή που λήστεψε», με τα τελευταία του λόγια να είναι: «ο κάθε άνδρας ενεργεί βάσει του προσωπικού του συμφέροντος».
   Ο ιερέας τότε άρχισε να χάνει τελείως την κλονισμένη πίστη του στους ανθρώπους. Ο εμβρόντητος ιερέας επανέρχεται στην πραγματικότητα, όταν ο ξυλοκόπος τον πλησιάζει για να πάρει το βρέφος. Δύσπιστος για τις προθέσεις του αρχικά, δεν του δίνει ο βρέφος. Όμως, ο ξυλοκόπος του λέει ότι έχει σκοπό να το μεγαλώσει και να τον φροντίσει, και ότι δεν έχει σημασία που έχει ήδη 6 παιδιά. Τότε, με αυτήν την απλή κίνηση καλοσύνης, ο ιερέας ανακτά την κλονισμένη πίστη του προς τους ανθρώπους και κατανοεί γιατί δεν είπε την αλήθεια ο ξυλοκόπος. Τότε λέει στον ξυλοκόπο: «μου έδωσες έναν λόγο να συνεχίζω να πιστεύω στους ανθρώπους». Η ταινία τελειώνει με τον ξυλοκόπο και το βρέφος στα χέρια του, οδεύοντας προς το σπίτι. Η σφοδρή βροχή είχε σταματήσει, με τον ήλιο πλέον να ξεπετάγεται από τα σύννεφα και να έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ταινίας.

ΑΝΑΛΥΣΗ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ

   
Οι ερμηνείες της ταινίας είναι όλες σκοπίμως γκροτέσκο και θεατρικές. Η ιστορία, η οποία εξελίσσεται στην ιαπωνική μεσαιωνική εποχή, βρίθει στοιχείων αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας. Η κίνηση της κάμερας που γλύφει τους πρωταγωνιστές πλαγίως κατά τη μάχη στο δάσος είναι πρωτοποριακή για την εποχή της και η παρουσίαση μέσω flashback αλληλοαντικρουόμενων μαρτυριών του ίδιου γεγονότος που εφάρμοσε για πρώτη φορά ο Kurasawa στην εν λόγω ταινία έγινε κοινός τόπος σε αμέτρητες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες (βλ. The Usual Suspects, 1995). Η νομική περίπτωση που έχουμε αλληλοαντικρουόμενες μαρτυρίες στο δικαστήριο έμεινε στην νομική αργκό ως «φανόμενο
rashomon». Σκηνοθετικά, μέσω flashback, ο Kurosawa μας δείχνει τέσσερις φορές το ίδιο συμβάν, όπως το αφηγείται ο κάθε μάρτυρας. Το κύριο θέμα της ταινίας του Kurosawa είναι η έννοια της «Αλήθειας». Έχουμε 4 διαφορετικές μαρτυρίες για έναν φόνο. Αυτό από μόνο του δεν θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση παραδέχονται και οι 4 ότι αυτοί έκαναν τον φόνο! Επομένως, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι μαρτυρίες αποσκοπούν στη διαφυγή κάποιου εξ αυτών. Στη πραγματικότητα παραδέχονται και οι 4 ότι αυτοί έκαναν τον φόνο διότι, ο καθένας εξ αυτών, έχει να κρύψει κάτι που είναι πολύ χειρότερο από τον φόνο. Ο Kurosawa στο Rashomon αναμετράται με την έννοια της «Αλήθειας», την πιο πολυσυζητημένη και προβληματική έννοια της ανθρωπότητας. Το κύριο αντικείμενο κάθε φιλοσοφίας, από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι και σήμερα. Και αυτό που θέλει να μας δείξει ο Kurasowa είναι ότι όπου υφίσταται υποκειμενικότητα, αλήθεια δεν μπορεί να σταθεί. Το υποκειμενικό συνθλίβει κάθε έννοια αλήθειας: όλοι έχουν το δικό τους μοναδικό point of view κι όλοι έχουν εντέλει κάτι να κρύψουν.


Φίλιππος Β. Φίλιος