Thursday, 10 January 2019

FRIEDRICH NIETZSCHE: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ

125. Δεν ακούσατε για εκείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην αγορά φωνάζοντας ασταμάτητα: Ψάχνω τον Θεό! Ψάχνω να βρω τον Θεό!”. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασαν σε γέλια. Μήπως χάθηκε; Ρώτησε ένας ειρωνικά. Μήπως χάθηκε σα μικρό παιδί;, διερωτήθηκε ένας άλλος. Μήπως κρύβεται;, Μήπως μας φοβάται;, Μήπως μπάρκαρε το πλοίο;, Μήπως ξενιτεύτηκε;- φώναζαν και γελούσαν. Ο τρελός πήδησε ανάμεσα τους και τους διαπέρασε με το βλέμα του φωνάζοντας: Που είναι ο θεός; Θα σας πω εγώ!, Τον σκοτώσαμε - εσείς κι εγώ! Είμαστε όλοι δολοφόνοι του! Αλλά πως το κάναμε; Πως μπορέσαμε να πιούμε όλη τη θάλασσα μέχρι τη τελευταία της σταγόνα; Ποιος μας έδωσε το σφουγγάρι να σβήσουμε ολόκληρο τον ορίζοντα; Τι κάναμε όταν κόψαμε την αλυσίδα που ενώνει τούτη τη Γη με τον Ήλιο της; Προς τα που κινείται τώρα; Προς τα που κινούμαστε εμείς; Μακριά από όλους τους Ήλιους; Πως δεν γκρεμιζόμαστε συνεχώς; Πίσω, πλάγια, μπροστά προς όλες τις μεριές; Υπάρχει ακόμα ένα πάνω και ένα κάτω; Δεν περιπλανώμαστε μέσα σε ένα απέραντο μηδέν; Δίχως Ήλιο, δεν έρχεται περισσότερο κρύο; Δεν μας σκέπασε η νύχτα; Δεν νοιώθουμε την ανάσα του κενού χώρου; Δεν πρέπει να ανάβουμε τα φανάρια μας το καταμεσήμερο; Δεν ακούμε τίποτα ακόμη από τους νεκροθάφτες που θάβουν τον Θεό; Δεν μυριστήκαμε ακόμα την θεϊκή αποσύνθεση; Ε λοιπόν και οι Θεοί αποσυντιθενται! Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τον σκοτώσαμε! Πως να παρηγορηθούμε τώρα εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; Κάτω από το μαχαίρι μας μάτωσε ό,τι πιο άγιο και πιο ιερό είχε μέχρι τώρα ο κόσμος - ποιος θα μας καθαρίσει από το αίμα; Ποιο νερό μπορεί να μας ξεπλύνει; Ποιους εξιλασμούς, ποια ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε τώρα; Το βάρος αυτής της πράξης, δεν είναι πολύ μεγάλο για μας; Δεν μένει τώρα να γίνουμε και εμείς θεοί ούτως ώστε να είμαστε άξιοι της; Ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη πράξη από δαύτη - κι όποιος γεννηθεί μετά από εμάς θα ανήκει, χάρην αυτής της πράξης, σε μια ιστορία ανώτερη από κάθε άλλη ιστορία που υπήρξε μέχρι τώρα!”. Εδώ σιώπησε ο τρελός και ξακακοίταξε τους ακροατές του που τον κοιτούσαν έκπληκτοι. Στο τέλος πέταξε το φανάρι του στο χώμα όπου έγινε κομμάτια και έσβησε. Έρχομαι πολύ νωρίς. είπε και αμέσως μετά: Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα μου., Αυτό το τρομερό γεγονός βρίσκεται ακόμα στο δρόμο του - δεν έχει φτάσει ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων. Η αστραπή και η βροντή χρειάζονται χρόνο, το φως των αστεριών χρειάζεται χρόνο, οι πράξεις, ακόμα και όταν έχουν διεκπεραιωθεί, χρειάζονται χρόνο - ώσπου να τις δουν και να τις ακούσουν οι άνθρωποι. Η πράξη τούτη, είναι πιο μακριά από αυτούς ακόμα και από τα πιο απομακρυσμένα αστέρια - κι όμως αυτοί την έκαναν!”. Λένε ακόμα, πως εκείνη τη μέρα, ο τρελός πέρασε από όλες τις εκκλησίες της περιοχής και έψαλλε το Requiem Aeternam Deo (Το Αιώνιο Ρέκβιεμ του Θεού). Κι όταν τον πετούσαν οι κληρικοί έξω και του ζητούσαν τον λόγο, πάντα απαντούσε το ίδιο: Μα τι άλλο είναι τώρα πια αυτές οι εκκλησίες εκτός από τάφοι και μαυσωλεία του Θεού;


*Nietzsche, Friedrich Wilhelm (2010), Η Χαρούμενη Επιστήμη, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Πανοπτικόν, σ.σ. 182-184.