Saturday, 12 January 2019

ALBERT CAMUS: THE FALL

«Δεν περνώ ποτέ γέφυρα τη νύχτα. Έχω κάνει τάμα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος πέφτει στο νερό. Δυο πράγματα μπορείτε να κάνετε: ή βουτάτε  κι εσείς για να τον ανασύρετε και με τέτοιο κρύο κινδυνεύετε να την πάθετε άσχημα ή τον εγκαταλείπετε στην τύχη του και τότε η βουτιά που δεν κάνατε σας προκαλεί πότε–πότε ανεξήγητους πόνους..»

   Με το «Η Πτώση» ολοκληρώνεται η μυθιστορηματική τριλογία του Αλμπέρ Καμύ (“Ο Ξένος”, “Η Πανούκλα”, “Η Πτώση”) φτάνοντας έτσι στην κορύφωση της φιλοσοφίας του παραλόγου (absurdism) και του υπαρξισμού (existentialism) και επιτυγχάνοντας την παγκόσμια αναγνώριση αλλά και ένα μετά θάνατον βραβείο Νομπέλ.
Ο πρωταγωνιστής, ο Γάλλος μεσοαστός δικηγόρος Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, είναι στην πραγματικότητα το ετερώνυμο του Μερσώ του Ξένου, του πρωταγωνιστή του πρώτου βιβλίου του Καμύ, ενώ το μυθιστορηματικό σκηνικό στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας του 1956 είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό στο Αλγέρι του 1942.
Η υπόθεση διαδραματίζεται μέσα σε 5 ημέρες και αφορά τον συγκλονιστικό εσωτερικό μονόλογο του πετυχημένου δικηγόρου Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, ευχαριστημένου κατ’ αρχάς του ίδιου από τον εαυτό του, από την ζωή και την επιφανειακή ηθική του θωράκιση απέναντι στην αλλοτρίωση της καθημερινότητας που συνθλίβει ψυχές και κορμιά άλλων. Όχι όμως και εκείνου, διότι, όπως ο ίδιος μετά την κατάρρευση του σαθρού του οικοδομήματος ομολογεί, έχει αναπτύξει μια θεατρινίστικη προσαρμοστικότητα που ξεπερνώντας τα όρια του ηθικοφανούς και παθητικού χαμαιλεοντισμού, στον οποίο εκπαιδεύεται ο τυπικός σύγχρονος μέσος άνθρωπος και στον οποίο χαμαιλεοντισμό καταφεύγει για να επιβιώσει τρέφοντας την μικροαστική ματαιοδοξία του με τις συμφορές των άλλων.
Όσο όμως ο λογοτεχνικός χρόνος κυλάει στο πρώτο μισό του βιβλίου, ο Καμύ φιλοτεχνεί μία σταδιακή κορύφωση όσον αφορά την ναρκισσιστική περιγραφή του Κλαμάνς περί υποκριτών, δειλών, ανίκανων να αγαπήσουν χωρίς συμφέρον και ανίκανων να πουν την αλήθεια χωρίς να την αλλάξουν που φανερώνει μία ψυχολογική αστάθεια: η στάση του δείχνει σαν να θέλει να εξομολογηθεί κάποια πολύ μεγάλη αμαρτία, την οποία και συνειδητοποιεί και στην πορεία αυτού του εσωτερικού μονολόγου.
Ακριβώς στη μέση του μυθιστορήματος μια γυναίκα πηδάει από την γέφυρα στα νερά του ποταμιού, συμβάν στο οποίο ο πρωταγωνιστής μπροστά δειλιάζει και που έχει ως συνέπεια την πλήρη συνειδητοποίηση της ταύτισης του με όλα όσα τόση ώρα κατακρίνει.

«Όταν βρέθηκα στη Γέφυρα των Τεχνών προσπέρασα μια σιλουέτα σκυφτή  στο παραπέτο που φαινόταν να κοιτάζει το ποτάμι. Πλησιάζοντας, ξεχώρισα μια λεπτή νεαρή γυναίκα ντυμένη στα μαύρα. Κοντοστάθηκα λίγο, μετά όμως συνέχισα το δρόμο μου. Όταν έφτασα στην άκρη της γέφυρας, ακολούθησα τις προκυμαίες με κατεύθυνση το Σεν-Μισέλ. Είχα κάνει κιόλας καμιά πενηνταριά μέτρα όταν άκουσα το θόρυβο που, παρ’ όλη την απόσταση, μου φάνηκε τρομαχτικός μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, τον παφλασμό από ένα σώμα που πέφτει στο νερό. Σταμάτησα απότομα, μα δεν γύρισα να κοιτάξω. Σχεδόν αμέσως, άκουσα μια κραυγή που επαναλήφθηκε πολλές φορές, καθώς κυλούσε κι αυτή με τα νερά τού ποταμού, κι έπειτα έσβησε μεμιάς. Η σιωπή που ακολούθησε μέσα στη νύχτα μού φάνηκε ατέλειωτη. Θέλησα να τρέξω και δεν σάλεψα. Έλεγα μέσα μου ότι έπρεπε να βιαστώ κι ένιωθα μια ακατανίκητη αδυναμία να πλημμυρίζει το κορμί μου. Ύστερα απομακρύνθηκα με μικρά βήματα μέσα στη βροχή. Δεν ειδοποίησα κανέναν.»

   Με την πτώση της γυναίκας ξεκινάει και η αντίστροφη μέτρηση της πτώσης του μέχρι πρότινος ήρωα, που πλέον γίνεται άντι-ήρωας, αφού συνειδητοποιεί, με αφορμή την δειλία του να παρέμβει, ότι δεν διαφέρει σε τίποτα από όλους αυτούς που κατακρίνει τόση ώρα, αφού και ο ίδιος είναι εξίσου αισχρός με την κοινωνία που στηλιτεύει και ίσως ακόμα χειρότερος. Έτσι, ο Κλαμάνς, στο δεύτερο μισό του βιβλίου, από δικαστής μετατρέπεται σε μετανοημένος και από εκεί που έριχνε τα κατηγορώ του προς όλες τις κατευθύνσεις τώρα εξομολογείται τις δικές του υπαρξιακές ενοχές.
Πρόκειται περί ενός πορτραίτου όχι κάποιου συγκεκριμένου ατόμου, αλλά μάλλον ολόκληρης της μέταπολεμικής γενιάς. Τα πολλαπλά και καταιγιστικά υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει ο Καμύ, ανεβάζοντας τον πρωταγωνιστή του τόσο ψηλά για να τον ρίξει τόσο χαμηλά αμέσως μετά, τα εξηγεί στο «Ο μύθος του Σίσυφου»:

«Οπωσδήποτε έχω κάτι να πω για τον άνθρωπο. Οφείλω να μιλήσω με σκληρότητα γι’ αυτόν και, αν χρειαστεί, με την περιφρόνηση που του αναλογεί. […] Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε και μπορεί να κάνει τα πάντα. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί τον εξυμνώ και γιατί τον συντρίβω συγχρόνως. Ο κόσμος τον αφανίζει κι εγώ τον ελευθερώνω. Του δίνω όλα του τα δικαιώματα.»

*By Philippos V Philios.