Thursday, 31 January 2019

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ



ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'

Η κοινή αίσθησις αναγγέλλει ημίν τας αντιλήψεις των πέντε αισθήσεων και γνωρίζει τας διαφοράς των αντικειμένων και τας των αισθήσεων. (1)

1. Επειδή αισθανόμεθα ότι ορώμεν και ακούομεν, αναγκαίως ή δια της όψεως αισθανόμεθα ότι ορώμεν ή δι' άλλης αισθήσεως. [σ. 105] Αλλά τότε η αυτή αίσθησις αύτη θα δρα την όψιν και το αντικείμενον αυτής, το χρώμα. Ώστε ή θα υπάρχωσι δύο αισθήσεις του αυτού πράγματος (2) (του χρώματος) ή αυτή η όψις θα αισθάνηται (θα ορά) εαυτήν.
2. Προσέτι δε, και εάν άλλη τις είναι η αίσθησις της όψεως, ή τούτο θα προβή επ' άπειρον (3) ή η αίσθησις θα είναι αίσθησις εαυτής· ώστε τούτο δέον να παραδεχθώμεν ως προς την πρώτην αίσθησιν (4). Έχει όμως τούτο την εξής δυσκολίαν: εάν το αισθάνεσθαι διά της όψεως είναι το οράν, οράται δε χρώμα ή το σώμα το έχον χρώμα, τότε, ίνα τις δρα το ορών, αναγκαίως το ορών τούτο θα έχη χρώμα πρώτον πάντων.
3. Φανερόν είναι λοιπόν, ότι το αισθάνεσθαι διά της όψεως δεν δηλοί εν μόνον πράγμα. Διότι, και όταν δεν ορώμεν (5), διακρίνομεν όμως διά της όψεως και το σκότος και το φως, αλλά όχι βέβαια κατά τον αυτόν τρόπον. Προσέτι το ορών υποκείμενον είναι τρόπον τινά χρωματισμένον, διότι εκάστη αίσθησις δέχεται το αισθητόν άνευ της ύλης· διά τούτο, και όταν απομακρυνθώσι τα αισθητά, μένουσι τα αισθήματα και αι φαντασίαι εις τας αισθήσεις (εις την ψυχήν).
4. Η δε ενέργεια του αισθητού αντικειμένου (6) και η ενέργεια της αισθήσεως είναι μία και η αυτή ενέργεια (έν όλον), [σ. 106] διαφέρει δε μόνον η ουσία έκαστης αυτών (7)· π. χ. ο ήχος ο κατ' ενέργειαν και η ακοή η κατ' ενέργειαν (είναι εν). Διότι είναι βέβαια δυνατόν, καίπερ έχων τις ακοήν, να μη ακούη, όπως και το δυνάμενον να ηχή δύναται να μη ηχή πάντοτε(8). Αλλά, όταν ενεργή το δυνάμενον να ακούη και ηχή το δυνάμενον να ηχή, τότε η κατ' ενέργειαν ακοή και ο κατ' ενέργειαν ήχος γίνονται συγχρόνως εντελείς και εκ τούτων δύναται τις να είπη, ότι το μεν είναι άκουσις, το δε ήχησις (ψόφησις).
5. Εάν λοιπόν η κίνησις και η πράξις και το πάθος είναι εις αυτό το κινούμενον ή ποιούμενον πράγμα, εξ ανάγκης και ο ήχος και η ακοή η κατ' ενέργειαν είναι εν τη κατά δύναμιν ακοή (9), διότι η ενέργεια εκείνου, όπερ ποιεί και κινείται, συμβαίνει εις το πάσχον (και κινούμενον) (10). Διά τούτο δεν είναι αναγκαίον να κινήται αυτό το κινούν. Διότι καθώς η ποίησις και η πάθησις γίνονται εις το πάσχον αντικείμενον, αλλ' όχι εις το ποιούν, ούτω και η ενέργεια του αισθητού αντικειμένου και η του αισθητικού υποκειμένου γίνεται εις το αισθητικόν ον. Η ενέργεια λοιπόν του ηχητικού είναι ήχος ή ήχησις, η δε του ακουστικού είναι ακοή ή άκουσις. Διότι και η ακοή είναι διττή (11) και ο ήχος είναι διττός.
6. Τα αυτά δε λέγομεν και περί των άλλων αισθήσεων και αισθητών. Αλλά διά τινας αισθήσεις υπάρχουσιν ειδικά ονόματα, ως η ήχησις και η άκουσις, εις άλλας όμως το έν των αντιθέτων δεν έχει ίδιον όνομα· ούτως η ενεργοποίησις της όψεως λέγεται όρασις, αλλ' η του χρώματος δεν έχει όνομα, και η ενέργεια του γευστικού λέγεται γεύσις, αλλ' η του χυμού είναι ανώνυμος.
7. Επειδή δε μία είναι η ενέργεια του αισθητού και η του [σ. 107] αισθητικού, διαφέρει δε μόνον η ουσία (έννοια) των δύο πραγμάτων, αναγκαίως φθείρονται και διατηρούνται συγχρόνως η ούτω λεγομένη (κατ' ενέργειαν) ακοή και ήχος(12) και χυμός και γεύσις και τα άλλα ομοίως. Τούτο όμως δεν συμβαίνει αναγκαίως εις τα κατά δύναμιν λεγόμενα (13).
8. Αλλ' οι αρχαιότεροι (14) φυσικοί δεν ισχυρίζοντο καλώς νομίζοντες, ότι άνευ όψεως δεν υπάρχει ούτε λευκόν ούτε μέλαν, ουδέ χυμός άνευ γεύσεως. Εν μέρει έλεγον ορθά, εν μέρει δε όχι· διότι, επειδή αι αισθήσεις και τα αισθητά λέγονται διττώς, άλλα μεν κατά δύναμιν, άλλα δε κατ' ενέργειαν, διά τα κατά δύναμιν είναι ορθόν το υπ' αυτών λεχθέν, αλλά διά τα κατ' ενέργειαν δεν ισχύει. Αλλά εκείνοι εφήρμοζον τούτο απλώς (απολύτως) εις πράγματα, τα οποία δεν λέγονται απλώς (απολύτως).
9. Εάν δε η αρμονία είναι φωνή τις και αν η φωνή (ο ήχος) και η ακοή είναι καθ' ένα τρόπον έν (και κατ' άλλον τρόπον δεν είναι εν) (15), και αν έτι η συμφωνία είναι μερών αναφορά, κατ' ανάγκην και η ακοή είναι αναφορά μερών. Διά τούτο δε και μηδενίζει την ακοήν πάσα υπερβολή του οξέος και του βαρέος, ομοίως δε η των χυμών μηδενίζει την γεύσιν, και την όψιν μηδενίζουσι τα υπερβολικώς λαμπρά ή σκοτεινά χρώματα, και την όσφρησιν αι ισχυραί οσμαί, είτε γλυκείαι είτε αηδείς, διότι η αίσθησις είναι αναφορά τις (16). Διά τούτο τα πράγματα είναι ευάρεστα, όταν καθαρά όντα και αμιγή ανάγωνται εις την προσήκουσαν αυτοίς αναλογίαν, ως λ.χ. το οξύ και το γλυκύ ή το αλμυρόν [σ. 108] και εις την αφήν το θερμόν και το ψυχρόν· τότε μόνον ταύτα είναι ευάρεστοι. Εν γένει δε το μίγμα είναι η συμφωνία μάλλον παρά το οξύ ή το βαρύ μόνα. Η αίσθησις είναι η αναφορά αυτών. Πάσα δε υπερβολή προξενεί άλγος ή καταστρέφει το όργανον.
10. Εκάστη λοιπόν των αισθήσεων είναι αίσθησις του αισθητού αντικειμένου αυτής, υπάρχει εις το αισθητήριον αυτής ως τοιούτον και διακρίνει τας διαφόρους ποιότητας του αισθητού αντικειμένου αυτής. Λ. χ. η όψις κρίνει το λευκόν και το μέλαν(17) η δε γεύσις το γλυκύ και το πικρόν ούτω δε και αι άλλαι. Επειδή δε διακρίνομεν το λευκόν και το γλυκύ (18) και εκάστην των αισθητών ποιοτήτων διά της σχέσεώς της προς μερικήν αίσθησιν, διά τίνος άρά γε μέσου αισθανόμεθα και ότι διαφέρουσιν αλλήλων αύται αι αισθηταί ιδιότητες; Αναγκαίως διά τινος αισθήσεως, διότι ταύτα είναι αισθητά (19).
11. Εκ τούτων γίνεται φανερόν, ότι δεν είναι η σαρξ το έσχατον όργανον της αισθήσεως. Διότι άλλως το κρίνον υποκείμενον έπρεπεν αναγκαίως να διακρίνη αντικείμενόν τι θίγον αυτό (20). Αλλ' ούτε πάλιν διά κεχωρισμένων αισθήσεων δύναται τις να κρίνη, ότι το γλυκύ (ο χυμός) είναι διάφορον του λευκού [σ. 109] (χρώματος) αλλά πρέπει και αι δύο αύται ιδιότητες να είναι φανεραί εις μίαν και την αυτήν αίσθησιν. Διότι άλλως θα ήτο ως εάν εγώ μεν ησθανόμην το εν πράγμα, συ δε το άλλο, και ούτω θα εγίνετο φανερόν ότι ταύτα είναι διάφορα. Άρα πρέπει μία μόνη δύναμις να λέγη ότι ταύτα είναι διάφορα· διότι το γλυκύ είναι πράγματι διάφορον από το λευκόν. Λέγει άρα τούτο η αυτή δύναμις, ώστε όπως το λέγει, ούτω το νοεί και το αισθάνεται.
12. Ότι λοιπόν δεν είναι δυνατόν με χωρισμένας αισθήσεις να κρίνωμεν χωριστά πράγματα είναι φανερόν, ότι δε ούτε εις κεχωρισμένον χρόνον δυνάμεθα να κρίνωμεν είναι φανερόν εκ τούτων. Διότι όπως το αυτό ον (21) εν ημίν λέγει ότι το αγαθόν και το κακόν είναι διάφορα, ούτω λέγει (22) ότι το εν είναι διάφορον του άλλου καθ' ην στιγμήν (ότε) λέγει ότι είναι διάφορον. Το δε ότε δεν λαμβάνω εδώ κατά συμβεβηκός, εννοώ δηλ. ότι το τώρα λ.χ. εν τη φράσει: λέγω τώρα ότι είναι διάφορον, δεν λέγω, ότι τώρα ότε ομιλώ είναι διάφορον, αλλά το αυτό εφαρμόζεται εις το πράγμα, λέγω δηλ. τώρα και άμα λέγω ότι τώρα είναι αυτά διάφορα, λέγω άρα ότι συνάμα υπάρχουσι ταύτα. Ώστε τα δύο είναι αχώριστα και εις αχώριστον χρόνον (23).
13. Αλλά είναι αδύνατον να λαμβάνη συγχρόνως εναντίας κινήσεις το αυτό πράγμα (24) καθ' ο ον αδιαίρετον και εις χρόνον αδιαίρετον. Διότι, εάν το γλυκύ κινή την αίσθησιν ή την νόησιν κατά τούτον τον τρόπον, το πικρόν τας κινεί κατ' εναντίον (25) και το λευκόν κατ' άλλον διάφορον τρόπον. Είναι λοιπόν το [σ. 110] κρίνον αριθμητικώς αδιαίρετον άμα και αχώριστον (26), αλλά κεχωρισμένον κατά τον τρόπον της υπάρξεώς του(27). Τότε δύναται κατά τινα τρόπον ως διαιρετόν να αισθάνηται τα διηρημένα (28) και κατ' άλλον ως αδιαίρετον να αισθάνηται τα αδιαίρετα, διότι κατά μεν την ουσίαν είναι διαιρετόν, κατά δε τον τόπον και τον αριθμόν είναι αδιαίρετον (29)· ή δεν είναι δυνατόν τούτο; Διότι δυνάμει (30) το αυτό και αδιαίρετον πράγμα δύναται να περιέχη εναντίας ιδιότητας, κατά την ενέργειαν όμως όχι, αλλά, όταν είναι ενεργεία, γίνεται διαιρετόν (χωρίζεται) και δεν είναι δυνατόν να είναι λευκόν άμα και μέλαν. Ώστε λοιπόν ούτε τα αισθητά είδη (του μέλανος και του λευκού) δύνανται να πάσχωσι τα εναντία ταύτα, αν η αίσθησις και η νόησις είναι τοιαύτα είδη.
15. Αλλ' ενταύθα συμβαίνει μάλλον ό,τι και εις την στιγμήν (σημείον), ως καλούσί τίνες αυτήν, ήτις είναι αδιαίρετος καθ' όσον είναι μία και διαιρετή καθ' όσον είναι δύο (31). Καθό λοιπόν αδιαίρετος η κρίνουσα αρχή είναι μία και σύγχρονος με την αίσθησιν, καθό δε διαιρετή δεν είναι έν, διότι το αυτό σημείον μεταχειρίζεται δις (32) και συγχρόνως. Καθ' όσον λοιπόν [σ. 111] μεταχειρίζεται το άκρον (της συναντήσεως) ως δύο, διακρίνει δύο πράγματα, και ταύτα είναι κεχωρισμένα προς αυτήν ως κεχωρισμένην δύναμιν (33). Αλλά, καθ' όσον θεωρεί το σημείον ως εν, αύτη κρίνει μεμονωμένως και συγχρόνως με την αίσθησιν. Περί της αρχής λοιπόν, καθ' ην λέγομεν ότι το ζώον είναι αισθητικόν, αρκούσιν οι ρηθέντες προσδιορισμοί (34).

Σημειώσεις

1) Η ενέργεια της αισθητικής αντιλήψεως δεν τελειούται εν τοις εξωτερικοίς αισθητηρίοις, αλλ' εν τη κοινή αισθήσει. Εκάστη ατομική αίσθησις αντιλαμβάνεται ίδιον αισθητόν, χρώμα ή όρασις, ήχον ή ακοή, οσμήν ή όσφρησις κτλ.· αλλά ταύτα είναι αισθηταί ποιότητες, ουχί αντιλήψεις. Δια της όψεως λ. χ. έχομεν το αίσθημα του πρασίνου, αλλ' ουχί την παράστασιν μήλου, ήτις αποτελείται εκ διαφόρων διορισμών χρώματος, σκληρότητος, γεύσεως, μεγέθους κλπ. Οι διορισμοί όμως ούτοι ενούνται είτα εις έν και αποτελούσι συγκεκριμένον τι αντικείμενον, το μήλον. Την λειτουργίαν ταύτην της ενώσεως των διαφόρων ποιοτήτων εκτελεί η κοινή αίσθησις. Επομένως μία των λειτουργιών ταύτης είναι ο σχηματισμός αντιλήψεων ή παραστάσεων. Δι' αυτής πάλιν αναγνωρίζομεν ότι μερικά αισθήματα ανήκουσιν εις ημάς, δι' αυτής γινώσκομεν ό,τι βλέπομεν, ακούομεν κτλ. Ούτως η συνείδησις είναι άλλη λειτουργία της κοινής αισθήσεως. Αυτή πάλιν αντιλαμβάνεται τα κοινά αισθητά αντικείμενα, ήτοι στάσιν, κίνησιν, αριθμόν, σχήμα και μέγεθος, τα οποία καλούνται κοινά, διότι είναι αντιληπτά αμέσως υπό της κοινής αισθήσεως και εμμέσως υπό των ατομικών αισθήσεων. Πάλιν αι ατομικαί αισθήσεις δίδουσιν ημίν χρώμα, ήχον κλπ., αλλά δεν διακρίνουσι μεταξύ ηδέος λ. χ. και λευκού, ούτε διαστέλλουσι διαφόρους βαθμούς πικρίας. Τούτο είναι έργον κρίσεως και αποδίδεται υπό του Αριστοτέλους εις την κοινήν αίσθησιν. Η διάκρισις μεταξύ αληθούς και ψευδούς, μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού εις τας αντιλήψεις ημών γίνεται υπό της κοινής αισθήσεως. Το αίσθημα, επειδή είναι γεγονός μόνον και ως αισθητική κίνησις δεν ποιεί κρίσιν, είναι πάντοτε αληθές, αλλά όταν η αισθητή ποιότης κατηγορήται κατά τινος και σχηματίζηται κρίσις, τότε είναι δυνατή η πλάνη.— Της κοινής αισθήσεως το διάμεσον είναι το αίμα και τα μερικά αισθητήρια, όργανον δε είναι η καρδία.
2) Τα χρώμα θα βλέπη 1ον η συνήθης όψις και 2ον η όψις της όψεως.
3) Υποτιθεμένου ότι η νέα αίσθησις η βλέπουσα την όψιν θα βλέπηται και αυτή από την άλλην. Άλλως η νέα αίσθησις, εκείνη ήτις δρα την όψιν, δεν θα οράται υπό άλλης, αλλά θα δρα αυτή εαυτήν.
4) Ότι δηλ. η συνήθης όψις ορά και εαυτήν και το χρώμα.
5) Ούτως, η όψις δεν έχει ανάγκην να βλέπη ως συνήθως, διά να ίδη πράγματά τινα, λ. χ. εαυτήν.
6) Επειδή η ενέργεια του αισθητικού είναι η αυτή και του αισθητού, διότι, αν η αίσθησις αντιληφθή το αισθητόν τούτο, δέον να αντιληφθή και εαυτήν.
7) Διότι είναι διάφορα αυτά τα πράγματα, εις ά αι ενέργειαι ανήκουσιν· εκατέρα δε είναι όρος της ετέρας.
8) Λ. χ. ο κώδων δεν ηχεί, ειμή ότε κρούεται.
9) Εν δυναμική καταστάσει.
10) Η ενέργεια γίνεται επί όρου τινός εν δυνάμει όντος.
11) Δυνάμει και ενεργεία.
12) Η ενέργεια.
13) Η δύναμις του ενός δεν είναι αναγκαίως συνδεδεμένη με την του άλλου. Το εν δύναται να διατηρή την δύναμιν του και το άλλο όχι. Αλλ' η ενέργεια του ενός είναι αναποσπάστως συνδεδεμένη με την του άλλου.
14) Ίσως ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος και ο Πρωταγόρας.
15) Ενεργεία όντα είναι έν, δυνάμει όμως όντα είναι διάφορα.
16) Και τί άλλο είναι η αίσθησις ειμή αναφορά και σχέσις του αισθητού και της αισθήσεως, εάν δε ο εις των όρων τούτων πάθη ή εκλείψη, συμπάσχει ή συνεκλείπει το όλον, η αναφορά.
17) Κρίνει ομοειδή, ήτοι χρώματα, όπως και η γεύσις πάλιν ομοειδή, ήτοι χυμούς.
18) Ταύτα είναι ετεροειδή. Το λευκόν γνωρίζει η όψις, ουχί η γεύσις, ήτις πάλιν μόνον το γλυκύ γνωρίζει. Απαιτείται λοιπόν άλλο τι, ίνα συγκρίνη και διακρίνη τας ετεροειδείς αντιλήψεις. Τούτο δε το κρίνον είναι η κοινή εσωτερική αίσθησις κατ' Αριστοτέλην.
19) Αι αναφοραί όπως και αι διαφοραί των αισθητών δεν είναι αισθηταί και μόνον το πνεύμα συλλαμβάνει αυτάς. Αν λ. χ. πολλαί αντιλήψεις αποτελώσιν ενότητα, αν η μία είναι αίτιον και η άλλη αποτέλεσμα, η ενότης και η σχέσις της αιτιότητος είναι μόνον προς την συνείδησίν, η δε αίσθησις είναι όλως ξένη προς αυτάς.
20) Αλλά πώς να κρίνη η αφή το χρώμα και τον ήχον ; Αλλά ούτε και τα άλλα όργανα είναι τα έσχατα αισθητήρια. Ταύτα μεσολαβούσιν. Έσχατον μόνον είναι η εσωτερική αίσθησις.
21) Η κρίνουσα αίσθησις ή δύναμις.
22) Λ. χ. περί του λευκού και του γλυκέος.
23) Η εσωτερική αίσθησις είναι μία και αδιαίρετος σχετικώς προς τας ειδικάς αισθήσεις και προς τον χρόνον. Εν μιά και αδιαιρέτω στιγμή διακρίνει και κρίνει τας διαφόρους αντιλήψεις.
24) Η ουσία δέχεται τα εναντία δυνάμει, ουχί όμως συγχρόνως (ενεργεία).
25) Διότι το πικρόν είναι εναντίον του γλυκέος, ενώ το λευκόν είναι απλώς διάφορον.
26) Είναι δηλ. εν.
27) Είναι διαιρετόν, καθ' όσον δύναται να γινώσκη συγχρόνως πολλάς αντιλήψεις, ας συγκρίνει μεταξύ των.
28) Τας διαφόρους αντιλήψεις.
29) Καθ' ην στιγμήν τας ενώνει.
30) Ή καθό ύλη.
31) Τα σημείον είναι δύο και άρα διαιρετόν, διότι ον εν τω άκρω μιας γραμμής δύναται να θεωρηθή και ως αρχή άλλης· ή άλλως το σημείον, ως κέντρον κύκλου, είναι αρχή και τέλος πασών των ακτίνων, αίτινες άγονται από του κέντρου εις την περιφέρειαν και τανάπαλιν.
32) Η κυρία και πρώτη αίσθησις, ενιαίον κέντρον πάντων των αισθημάτων, δέχεται τας διαφόρους αντιλήψεις διά των 5 αισθητηρίων και συγκρίνει και διακρίνει αυτάς. Διά ταύτης λοιπόν αισθανόμεθα και ότι ορώμεν διά της όψεως και ότι ακούομεν διά της ακοής, διότι διά της δυνάμεως, δι' ης αισθανόμεθα τας διαφοράς των ενεργειών, διά ταύτης αισθανόμεθα και αυτάς τας ενεργείας.
33) Καθ' όσον η ψυχή θεωρεί το ενιαίον τούτο πράγμα εκ δυο απόψεων, ως αρχήν και τέλος, ενεργεί κατά, τρόπον διάφορον της αντιλήψεως, αλλά καθ' όσον το θεωρεί ως εν αντικείμενον, άνευ διαφορών, συμπίπτει με την ενέργειαν της αντιλήψεως.
34) Το αίσθημα λοιπόν είναι και αποτελείται, καθ' όσον η ενέργεια του αισθητικού και του αισθητού τίθενται ως έν. Το οράν, ακούειν κλπ. είναι μία ενέργεια, αλλά κατά την άμεσον ύπαρξιν είναι διαφορά δύο στοιχείων. Υπάρχει εν σώμα, όπερ λ. χ. ηχεί, και εν υποκείμενον, όπερ ακούει· η ύπαρξις λοιπόν είναι διπλή, αλλά η ακοή είναι εν και είναι μία μόνη ενέργεια αμφοτέρων. Ομοίως έχω το αίσθημα του σκληρού, του ερυθρού τ. έ.· το αίσθημα μου είναι σκληρόν ερυθρόν. Ευρίσκω εμαυτόν ούτω διωρισμένον. Καίτοι η σκέψις λέγει ορθώς ότι εκτός εμού υπάρχει ερυθρόν σκληρόν πράγμα και ότι τούτο και ο δάκτυλος μου είναι δύο διάφορα, αλλ' είναι και εν· ο οφθαλμός μου, η όρασις, μου είναι ερυθρά και το πράγμα. Την διαφοράν και την ταυτότητα ταύτην αποδεικνύει ο Αριστ. και επιμένει εις αυτήν. Τω όντι η αίσθησις είναι μορφή ταυτότητος, είναι η κατάλυσις της διακρίσεως, του χωρισμού του υποκειμενικού και του αντικειμενικού. Το απλούν, η ατομική ψυχή ή το εγώ αισθανόμενον είναι ενότης διαφορών ή εν ταις διαφοραίς. (Εγέλου Ιστορία της Φιλοσ. σελ.. 382 εκδ. 1833.)




*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'

Αδύνατον να υπάρχωσιν άλλαι αισθήσεις παρά τας πέντε.— Αδύνατον να υπάρχη ειδική αίσθησις των εις πάσας τας αισθήσεις κοινών, κινήσεως, ηρεμίας, σχήματος, μεγέθους, αριθμού κλπ.—Η διά πολλών αισθήσεων αντίληψις των κοινών ποιεί τας αντιλήψεις βεβαιοτέρας και ακριβεστέρας.

1. Ότι δεν υπάρχει αίσθησις άλλη παρά τας πέντε ταύτας, την όψιν λέγω, την ακοήν, την όσφρησιν την γεύσιν και την αφήν, δύναται τις να πεισθή εκ των επομένων (1). Εάν δήλα δη πάντα τα πράγματα, των οποίων οικεία αίσθησις είναι η αφή, τα αισθανώμεθα και εν τη παρούση καταστάσει (διότι πάσας τας ποιότητας ή τα πάθη των απτών ως απτών αισθανόμεθα διά της αφής) πρέπει αναγκαίως, εάν μας λείπη αίσθησις τις των απτών, να μας λείπη και αισθητήριόν τι όργανον. Και όσα μεν πράγματα αισθανόμεθα απτόμενοι αυτών αμέσως, τα αισθανόμεθα διά της αφής, την οποίαν συμβαίνει να έχωμεν. Όσα δε αισθανόμεθα διά των μεσολαβούντων στοιχείων και χωρίς να εγγίζωμεν αυτά αμέσως, τα [σ. 101] αισθανόμεθα διά των απλών στοιχείων, οία είναι ο αήρ και το ύδωρ.
2. Η κατάστασις είναι τοιαύτη ώστε, εάν δι' ενός μόνου διαμέσου στοιχείου δυνάμεθα να αισθανώμεθα περισσοτέρας αισθητάς ποιότητας, διαφέρουσας μεταξύ των κατά το γένος, πρέπει αναγκαίως ο έχων αισθητήριον ανάλογον προς το τοιούτον διάμεσον στοιχείον αισθήσεως να δύναται να αισθάνηται και πάσας τας διαφέρουσας αισθητάς ποιότητας. Εάν λ. χ. το αισθητήριον σύγκειται εξ αέρος και ο αήρ είναι το διάμεσον τούτο της αισθήσεως ήχου και χρώματος, το αισθητήριον θα αντελαμβάνετο τον ήχον και το χρώμα (2). Εάν δε πλείονα στοιχεία είναι τα διάμεσα της αισθήσεως των αυτών αισθητών, εάν λ. χ. ο αήρ και το ύδωρ είναι τα διάμεσα του χρώματος (διότι και ο αήρ και το ύδωρ είναι διαφανή), τότε το όργανον το έχον εν μόνον εκ των στοιχείων τούτων θα αισθάνηται το αισθητόν, όπερ δύναται να γίνηται αντιληπτόν διά των δύο.
3. Προσέτι τα αισθητήρια όργανα σύγκειται μόνον εκ των δύο τούτων απλών σωμάτων, του αέρος και του ύδατος (διότι η μεν κόρη του οφθαλμού αποτελείται εξ ύδατος, η δε ακοή εξ αέρος, και η όσφρησις εκ του ενός ή του άλλου τούτων, το δε πυρ δεν ανήκει εις καμμίαν αίσθησιν ή είναι κοινόν εις πάσας, διότι ουδέν ον υπάρχει έχον αίσθησιν χωρίς να έχη θερμότητα (3). Η δε γη ή δεν ανήκει εις ουδεμίαν αίσθησιν, ή είναι μεμιγμένη ιδίως με την αφήν. Διά ταύτα δεν υπολείπεται αισθητικόν μέσον άλλο εκτός του ύδατος και του αέρος.

4. Τοιαύτη δε είναι πράγματι η κατάστασις ζώων τινών(4). Πάσας τας αισθήσεις ταύτας έχουσι τα ζώα τα μη όντα ατελή και [σ. 102] ανάπηρα. Διότι φαίνεται ότι και ο ασπάλαξ έχει οφθαλμούς υπό το δέρμα. Ώστε, αν δεν υπάρχη διάφορόν τι σώμα(5) και αν δεν υπάρχη πάθος (ιδιότης), όπερ εις ουδέν των ενταύθα σωμάτων ανήκει, ουδεμία αίσθησις είναι δυνατόν να λείπη.
5. Αλλά προσέτι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ιδιαίτερον αισθητήριον των κοινών, τα οποία διά των επί μέρους αισθήσεων αισθανόμεθα κατά συμβεβηκός (ουχί αμέσως καθ' εαυτά), ήτοι κινήσεως, στάσεως, σχήματος, μεγέθους, αριθμού, ενότητος. Διότι πάντα ταύτα αισθανόμεθα διά της κινήσεως(6) ως λ.χ. αισθανόμεθα το μέγεθος διά της κινήσεως· επομένως και το σχήμα, διότι το σχήμα είναι μέγεθος τι. Την ηρεμίαν αισθανόμεθα εκ της ελλείψεως κινήσεως, τον δε αριθμών διά της αρνήσεως της συνεχείας και διά των ιδιαιτέρων αισθήσεων, διότι εκάστη των αισθήσεων αισθάνεται το εν (7). Ώστε είναι φανερόν, ότι είναι αδύνατον να υπάρχη ιδιαιτέρα αίσθησις ενός οιουδήποτε εκ τούτων, λ. χ. της κινήσεως· διότι άλλως θα συνέβαινεν ούτως, όπως τώρα αισθανόμεθα το γλυκύ διά της όψεως (8).
6. Τούτο δε, διότι συμβαίνει να έχωμεν την αίσθησιν των δύο τούτων ιδιοτήτων (του γλυκέος και του χρώματος), διά των όποιων αναγνωρίζομεν το πράγμα ως γλυκύ, όταν αι δύο συμπίπτωσιν [σ. 103] είς τι αντικείμενον συγχρόνως, άλλως ουδεμίαν του γλυκέος θα είχομεν αίσθησιν, ή θα ησθανόμεθα κατά συμβεβηκός αισθήματα (9), ως όταν λ.χ. τον υιόν του Κλέωνος αναγνωρίζομεν ουχί διότι είναι υιός του Κλέωνος, αλλά διότι είναι λευκός, εις το λευκόν δε τούτο ον συνέβη να είναι υιός του Κλέωνος.
7. Των δε κοινών (κινήσεως κ. λ.) έχομεν αίσθησιν κοινήν (10) και δεν τα αισθανόμεθα κατά συμβεβηκός, επομένως δεν είναι ιδιαιτέρα αίσθησις, διότι τότε δεν θα ησθανόμεθα αυτά άλλως ειμή όπως είπομεν ότι βλέπομεν τον υιόν του Κλέωνος. Τα ιδιάζοντα όμως αισθητά εις εκάστην αίσθησιν δύνανται να αισθάνωνται αι άλλαι αισθήσεις κατά συμβεβηκός, ουχί εν τη ιδία φύσει αυτών, αλλά διότι μίαν μόνην αποτελούσιν αίσθησιν αι ιδιότητες εκείναι, ως όταν συγχρόνως γείνη αίσθησις δύο ιδιοτήτων ενός και του αυτού αντικειμένου, ως λ. χ. η χολή είναι πικρά (γεύσις) και ξανθή (χρώμα). Διότι βέβαια δεν είναι δυνατόν η μία εξ αυτών των αισθήσεων να είπη, ότι και αι δύο ιδιότητες είναι εν (11). Διά τούτο και απατάταί τις, εάν τινα ουσίαν ξανθήν υπολαμβάνη ότι είναι χολή.

Σημειώσεις

1) Τα επιχειρήματα του Αριστ. είναι σκοτεινά. Εν ολίγοις, ισχυρίζεται ότι τα ζώα έχουσι μόνας τας συνήθεις 5 αισθήσεις, διότι 5 αισθήσεις έχει το τελειότατον ζώον, ο άνθρωπος.
2) Το ον, όπερ αισθάνεται διά μέσου του αέρος, πρέπει να δύναται να αισθάνηται και τους ήχους και τα χρώματα, ων αναγκαίον διάμεσον είναι ο αήρ.
3) Η θερμότης είναι απαραιτήτως αναγκαία εις την πέψιν και την θρέψιν.
4) Δύνανται δήλα δη ταύτα να αισθάνωνται δια δύο διαμέσων σωμάτων, του αέρος και του ύδατος.
5) Διάφορον των δύο, αέρος και ύδατος, ή, κατ' άλλους σχολιαστάς, διάφορον ων 5 στοιχείων αέρος, πυρός, ύδατος, γης και αιθέρος.
6) Η κίνησις αντιληπτή ούσα υπό πασών των αισθήσεων χρησιμεύει ως μέσον προς αντίληψιν πάντων των κοινών.
7) Αισθάνεται την μονάδα και επομένως τον αριθμόν, ο οποίος είναι ένωσις μονάδων.
8) Τα κοινά θα ήσαν αισθητά υπό εκάστης των αισθήσεων. Ούτως η όψις, ήτις, καίπερ ειδική ούσα, αντιλαμβάνεται αλλότρια. Βλέποντες σώμα ξανθόν (όπερ διά της αισθήσεως γνωρίζομεν ότι είναι μέλι) γνωρίζομεν και ότι είναι γλυκύ. Ούτω δε βλέπομεν την γεύσιν αυτού, όπως το χρώμά του. Αλλά την γεύσιν μόνον κατά συμβεβηκός γνωρίζομεν. Ούτω, και αν τα κοινά ήσαν αισθητά δι' ειδικής αισθήσεως, τότε κατά συμβεβηκός μόνον θα εγνωρίζομεν αυτά διά των άλλων αισθήσεων.
9) Ούτω βλέποντές τινα ενδεδυμένον λευκά ενθυμούμεθα, ότι είναι υιός του Κλέωνος. Η παρούσα αίσθησις γνωρίζει ημίν άνθρωπον ενδεδυμένον λευκά και αφυπνίζει την μνήμην, ήτις πληροφορεί, ότι ούτος είναι υιός του Κλέωνος.
10) Αισθητήν υπό των 5 αισθήσεων. Και η ενότης των 5 αισθήσεων αποτελεί την ενότητα της αντιλήψεως των κοινών.
11) Ούτε η όψις δύναται να είπη ότι η χολή είναι ξανθή, ουδέ ότι αι δύο ιδιότητες ανήκουσιν εις το αυτό αντικείμενον.
12) Τα όντα και αι ιδιότητες, ας αισθανόμεθα δι' εκάστης των αλλων αισθήσεων.


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

ARISTOTLE: ΟΡΙΣΜΟΙ



Ορισμοί

Αδύνατον λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον είναι αναγκαίως αληθές. Λ. χ. ότι αι ορθαί γωνίαι είναι άνισοι, τούτο είναι αδύνατον.

Αρχή λέγεται 1ον) η έναρξις αυτού του πράγματος· π. χ. η αρχή ενός λόγου· 2ον) η έναρξις των πραγμάτων ως προς ημάς, ήτοι όθεν πρέπει να αρχίσωμεν εν πράγμα, διά να το μάθωμεν ή να το κάμωμεν καλώς· 3ον) η πρώτη ύλη ή το ποιητικόν αίτιόν τινος· π. χ. τα θεμέλια είναι αίτια της οικίας, η ύβρις της μάχης. 4ον) η απόφασις ήτις παράγει μεταβολήν, όθεν και αι πολιτικαί εξουσίαι λέγονται αρχαί· 5ον) αι υποθέσεις ή οι λόγοι με τους οποίους αποδεικνύομέν τι.

Αίτιον. Τας αυτάς σημασίας, τας οποίας έχει η αρχή, έχει και το αίτιον, διότι πάντα τα αίτια είναι αρχαί. Πάσαι αι αρχαί είναι το πρώτον εκ του οποίου υπάρχει εν πράγμα, ή γίνεται, ή γνωρίζεται. Και άλλαι μεν είναι εντός, άλλαι δε εκτός των πραγμάτων. Είναι δε τέσσαρα τα αίτια : 1ον) η ύλη πράγματός τινος· λ. χ. ο χαλκός είναι ύλη του ανδριάντος· 2ον) το είδος και το πρότυπον αυτού, δηλ. η έννοια και η ουσία του πράγματος λ. χ. του ανδριάντος· 3ον) η αρχή της κινήσεως και της μεταβολής· λ.χ. ο ανδριαντοποιός· και 4ον) ο σκοπός και τα μέσα της εκτελέσεως του· π.χ. η υγίεια είναι ο σκοπός του περιπάτου και μέσα είναι τα φάρμακα και η κάθαρσις κλπ. Τα τέσσαρα λοιπόν αίτια είναι το υλικόν, το ειδικόν, το ποιητικόν και το τελικόν (ου ένεκεν).

Αναγκαίον λέγεται 1ον) το συνεργούν αίτιον, άνευ του οποίου είναι αδύνατον να υπάρχη τι· λ. χ. η αναπνοή αναγκαία εις την ζωήν· 2ον) το μέσον άνευ του οποίου δεν δύναται να γείνη το αγαθόν ή να αποβληθή το κακόν λ. χ. τα φάρμακα· 3ον) ό,τι γίνεται εναντίον της θελήσεώς μας και μας βιάζει· 4ον) ό,τι δεν ημπορεί άλλως να γείνη, και αύτη είναι η κυρία σημασία του αναγκαίου, από της οποίας πηγάζουσιν αι άλλαι. Ούτως η απόδειξις είναι εκ των αναγκαίων, διότι το καλώς αποδειχθέν δεν δύναται να είναι άλλως.

Αντικείμενα είναι 1ον) τα αντιφατικά· λ. χ. λευκόν και όχι λευκόν· 2ον) το εναντίον· 3ον) ό,τι είναι σχετικόν πρός τι· λ. χ. εντός-εκτός, πατήρ-υιός· 4ον) η στέρησις κλπ. Και τέλος ό,τι δεν ημπορεί να ευρίσκηται ηνωμένον με άλλο εις τρίτον τι· λ. χ. το λευκόν και το φαιόν. Εάν τοιαύτα πράγματα ανήκωσιν εις γένος διάφορον, τότε είναι εναντία. Έπειτα εναντία είναι τα εις το αυτό γένος ανήκοντα και έχοντα μεγίστην απ' αλλήλων διαφοράν, και εν γένει εκείνα των οποίων η διαφορά είναι μεγίστη.

Γένος είναι 1ον) η συνεχής γένεσις των εχόντων το αυτό είδος. Ούτω λέγεται: εν όσω υπάρχει το γένος των ανθρώπων, δηλαδή η συνεχής γένεσις αυτών 2ον) η πρώτη ποιητική αιτία της υπάρξεως των ατόμων· λ.χ. λέγονται Ίωνες το γένος, διότι κατάγονται από Ίωνος του πρώτου γεννήσαντος· 3ον) τα καθόλου ή αι γενικαί έννοιαι· λ.χ. το επίπεδον των σχημάτων είναι γένος των μερικών ή ατομικών επιπέδων· 4ον) Το είδος ή η μορφή, της οποίας αι διαφοραί είναι αι ποιότητες (βλέπε είδος).

Δύναμις είναι 1ον) η αρχή της κινήσεως ή της μεταβολής τινος, ήτις όμως είναι εις άλλο τι πράγμα· λ. χ. η οικοδομική τέχνη είναι δύναμις, ήτις δεν ευρίσκεται εις την κατασκευαζομένην οικίαν, αλλ' εις τον αρχιτέκτονα, κλπ.· 2ον) το να δύναταί τι να μεταβάλληται ή να κινήται από άλλο διάφορον, ότε λέγομεν ότι πάσχει· 3ον) η ικανότης του να εκτελή τις καλώς πράγμά τι ή απόφασιν· π. χ. να ομιλήση καλώς ή να βαδίση· 4ον) το να μη δύναται τι να μεταβάλληται ή επί το χείρον να κινήται, ή τουλάχιστον το να πάσχη ταύτα δυσκόλως. Δύναμις λοιπόν είναι η ευφυΐα ή διάθεσις του πράγματος εις το να δύναται να είναι και να μη είναι, να είναι ή να μη είναι τούτο ή εκείνο, ή αρχή μεταβλητική άλλου εν άλλω υπάρχουσα.

Δυνατόν λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον δεν είναι αναγκαίως ψεύδος· π. χ. ότι κάθηται άνθρωπος είναι δυνατόν. Δυνατόν είναι και το αληθές, ή ό,τι δύναται να είναι αληθές.

Είδος-ενέργεια-εντελέχεια. Είδος είναι το σύνολον των διορισμών πράγματός τινος, η νοητή ουσία αυτού. Η έννοια, ήτις ορίζει εν πράγμα, είναι η έννοια του είδους του. Το είδος, το καθόλου, ο εν γένει ίππος λ. χ. τότε γίνεται ουσία πραγματική, αισθητή, ούτος ο ίππος, όταν ενωθή με άλλο στοιχείον, την ύλην. Παν πράγμα λοιπόν σύγκειται από ύλην και είδος· η ύλη είναι το υποκείμενον, το υλικόν, το δε είδος διορίζει την ύλην και δίδει εις αυτήν ωρισμένην ύπαρξιν. Ο οίκος λ. χ. καθ' ύλην είναι λίθοι και πλίνθοι και ξύλα, κατ' είδος δε είναι αγγείον ικανόν να σκεπάζη σώματα και πράγματα. Το είδος είναι το κοινόν εις πάντα τα άτομα, εις πάσας τας οικίας, η δε ύλη ατομικεύει τούτο το γενικόν και ούτως αποτελείται το άτομον λ. χ. η οικία του Πέτρου. Δεν υπάρχει λοιπόν τελεία διαφορά και αντίθεσις μεταξύ ύλης και είδους· διότι πάντοτε η ύλη δύναται να γείνη ό,τι είναι το είδος. Η ύλη είναι εν δυνάμει ό,τι είναι το είδος εν έργω ή ενεργεία. Ο χαλκός π.χ. είναι δυνάμει ό,τι εν ενεργεία είναι ο ανδριάς· ο χαλκός δύναται να γείνη ανδριάς, λοιπόν είναι δυνάμει ανδριάς· ο σπόρος είναι δυνάμει φυτόν· ο παις είναι δυνάμει ανήρ κλπ. Και πάλιν έλασμα σιδήρου προς μεν τον ακατέργαστον σίδηρον είναι είδος, αλλά προς το ξίφος είναι ύλη. Η ύλη λοιπόν είναι η πρώτη ατελής κατάστασις του πράγματος, το σπέρμα ή το θεμέλιον αυτού, είδος δε είναι η πλήρης ενεργοποίησις των δυνάμεων του, η πραγμάτωσις του σκοπού και του τέλους του. —Η βαθμιαία μετάβασις από της ατελούς εις την τελείαν κατάστασιν γίνεται δια κινήσεως, ήτις είναι επομένως μία ατελής ενέργεια, λ.χ. η οικοδομία, και σκοπόν ή τέλος έχει να πραγματοποίηση το είδος, την οικίαν. Το πραγματωθέν και εν ενεργεία είδος είναι πραγματικότης, αύτη η οικία, ούτος ο ίππος, ήτις εν εαυτή έχει το τέλος της, είναι εντελέχεια.

Έξις (έχειν) λέγεται 1) ενέργεια μεταξύ του έχοντος και του εχομένου· λ. χ. μεταξύ του έχοντος την εσθήτα και της εχομένης εσθήτος είναι η έξις, ως σχέσις αυτών. 2) Διάθεσις, καθ' ην διακείμενα καλώς ή κακώς· λ. χ. η υγίεια είναι έξις. Και η αρετή των μερών λέγεται έξις.

Εναντία. Βλέπε αντικείμενα.

Έτερα. Η ετερότης είναι το εναντίον της ταυτότητος. Έτερα λέγονται τα πράγματα, τα οποία έχουσι διάφορα τα είδη ή την ύλην, ή τον ορισμόν της ουσίας.

Ουσίαι λέγονται 1) τα άπλα σώματα, γη, αήρ κλπ. και εν γένει πάντα τα σώματα καθ', όσον δεν είναι κατηγορούμενα αυτά, αλλ' έχουσι κατηγορούμενα· λ.χ. ούτος ο ίππος είναι ουσία, αλλ' ο ίππος δεν είναι πρώτη ουσία, διότι είναι το κοινόν κατηγορούμενον των ατόμων ίππων· 2) η ενυπάρχουσα αρχή και αιτία της υπάρξεως όντος, όπερ δεν είναι κατηγορούμενον· λ.χ. η ψυχή είναι η ουσία του ζώου· 3) ουσία είναι και όσα μέρη υπάρχουσιν εις τοιούτον σώμα και προσδιορίζουσιν αυτό, εάν δε αφαιρεθώσι, καταστρέφεται το όλον· λ.χ. η επιφάνεια σώματος· 4) το τί ην είναι, ήτοι το είδος και η νοητή ουσία, της οποίας η δια λόγου δήλωσις είναι ο ορισμός. Ούτως Ουσία (= Υπόστασις) λέγεται ή το τελευταίον υποκείμενον, το οποίον δεν είναι κατηγορούμενον άλλου, ή η διωρισμένη και ανεξάρτητος μορφή ή το είδος εκάστου όντος.

Πάθος λέγεται 1) ποιότης, ήτις δύναται να μεταβάλληται· λ.χ. λευκόν και μέλαν, γλυκύ και πικρόν· 2) αι ήδη υπάρχουσαι μεταβολαί· 3) βλαβεραί και λυπηραί μεταβολαί και κινήσεις· 4) μεγάλοι συμφοραί και λύπαι.

Πέρας λέγεται το άκρον του πράγματος, έξω του οποίου ουδέν υπάρχει, έσω δε τα πάντα· 2) το είδος, η μορφή.

Ποιόν λέγονται 1) αι διαφοραί των ουσιών λ. χ. ο άνθρωπος είναι ποιόν τι ζώον, διότι είναι δίπουν· ο κύκλος ποιόν τι σχήμα, διότι είναι αγώνιον 2) τα πάθη ή αι ιδιότητες των μεταβαλλομένων ουσιών, θερμότης και ψυχρότης κλπ.· 3) το αγαθόν και το κακόν, αι αρεταί και κακίαι είναι ποιότητες κλπ.

Ποσόν. Το διαιρετόν εις μέρη, έκαστον των οποίων είναι προσδιορισμένη ενότης (μονάς).

Πλήθος. Το διαιρετόν εις μη συνεχή μέρη.

Μέγεθος. Το διαιρούμενον εις συνεχή μέρη.

Πρότερα και Ύστερα λέγονται 1ον) κατά τόπον· πρότερον είναι το εγγύτερον, ύστερον το απώτερον· 2ον) κατά χρόνον· πρότερον το απώτερον του νυν χρόνου, ύστερον το πλησιέστερον του νυν· 3ον) κατά κίνησιν ή μεταβολήν· το εγγύτερον του πρώτου κινήσαντος είναι πρότερον· 4ον) κατά δύναμιν, το δυνατώτερον είναι πρότερον· 5ον) κατά τάξιν· 6ον) κατά γνώσιν· λ. χ. εις ένα ορισμόν η γνώσις των μερών είναι προτέρα της του όλου, μολονότι πραγματικώς το όλον είναι πρότερον των μερών· 7ον) κατά την φύσιν· πρότερον είναι το πράγμα, όπερ δύναται να υπάρχη άνευ άλλων, ταύτα δε ουχί άνευ εκείνων· λ. χ. η ουσία είναι προτέρα των συμβεβηκότων· 8ον) κατά την δύναμιν και την ενέργειαν, δυνάμει ή κατά δύναμιν η ύλη είναι προτέρα του είδους, κατ' ένέργειαν όμως το εναντίον. Δυνάμει το μέρος είναι πρότερον του όλου, κατ' ένέργειαν δε το όλον προηγείται και είτα μερίζεται.

Στοιχείον είναι η πρώτη ύλη του πράγματος, ήτις δεν δύναται να διαιρεθή εις μέρη ετεροειδή, διότι τα μέρη των στοιχείων είναι ομοειδή· λ. χ. του ύδατος τα μέρη είναι ύδωρ, τα της συλλαβής όμως μέρη δεν είναι συλλαβή. Είναι λοιπόν τα στοιχεία τα καθολικώτατα όντα, διότι είναι τα απλουστέρα και ευρίσκονται εις πολλά σώματα ή και εις όλα. Διά τούτο και τα γένη λέγομεν στοιχεία μάλλον παρά τας διαφοράς, διότι είναι απλούστερα.

Συμβεβηκός είναι 1ον) ό,τι υπάρχει είς τι πραγματικώς, αλλ' ούτε εξ ανάγκης, ούτε συχνά· λ. χ. σκάπτων τις εύρε θησαυρόν. Τούτο είναι συμβεβηκός. Το συμβεβηκός υπάρχει, όμως δεν έχει αίτιον ωρισμένον, αλλά το τυχόν αίτιον· δεν είναι αφ' εαυτού, αλλά καθ' όσον το άλλο τούτο υπάρχει· λ. χ. ο χειμών εγένετο αίτιος ν' αναβάλω το ταξείδιον, ή να πλεύσω εις Αίγιναν· 2ον) συμβεβηκότα λέγονται και αι ουσιώδεις ιδιότητές τινος, αίτινες δεν εμπεριέχονται εν τη ουσία και εν τω ορισμώ αυτών· λ. χ. ότι το τρίγωνον έχει δυο ορθάς γωνίας. Τα συμβεβηκότα ταύτα δύνανται να είναι αιώνια, ουχί δε τα πρώτα (άτινα είναι τυχαία).

Τέλος Βλέπε Αίτιον και Τέλειον.

Τέλειον. 1ον) το έχον πάντα τα μέρη του· 2ον) ό,τι έφθασεν εις το άκρον και εν γένει ό,τι δεν ημπορεί να υπερβληθή υπό άλλου εις το είδος του· λ. χ. τέλειος ιατρός, αυλητής, λέγονται, όταν δεν έχωσι καμμίαν έλλειψιν της προσηκούσης εις αυτούς αρετής. Μεταφορικώς λέγεται και συκοφάντης τέλειος, κλπ.· 3ον) ό,τι έχει αγαθόν τέλος (σπουδαίον), διότι η τελειότης έγκειται εις το τέλος, τον σκοπόν.

Το τί ην είναι. Όρος Αριστοτελικός δηλών το είδος, την έννοιάν τινος. Το τί ην είναι ανθρώπω δηλοί την νοητήν ουσίαν του ανθρώπου. Είναι λοιπόν η υπό της διανοίας συλληφθείσα ως αληθής και μόνιμος ουσία του πράγματος, ήτις δια λόγου δηλουμένη είναι ο ορισμός αυτού. Το τί ην είναι = τί ην ή τί εστί το είναι τω ανθρώπω = τί εστίν η ουσία του ανθρώπου.

Φύσις είναι 1ον) η γένεσις παντός, όπερ φύεται· 2ον) η ενυπάρχουσα ύλη, εξ ης προέρχεται παν ό,τι γεννάται· 3ον) η πρώτη αρχή της κινήσεως φυσικού πράγματος, ήτις είναι εν αυτώ και ανήκει εις την ουσίαν του· 4ον) η ουσία των φυσικών όντων. η μορφή και το σχήμα αυτών π. χ. ο χαλκός λέγεται φύσις του ανδριάντος, και τα στοιχεία, το πυρ, η γη, ο αήρ, το ύδωρ, λέγονται φύσις των φυσικών όντων· 5ον) το είδος και η ουσία, καθ' όσον το είδος είναι το τέλος, ο σκοπός πάσης γενέσεως. Και μεταφορικώς πάσα ουσία λέγεται φύσις. Κυρίως λοιπόν φύσις είναι το είδος, η ουσία των όντων, τα οποία έχουσιν εν εαυτοίς την αρχήν της κινήσεως των (των φυτών και των ζώων). Η ύλη καλείται φύσις μόνον, διότι είναι δεκτική τοιαύτης αρχής, του είδους, αι δε γενέσεις λέγονται ύλη, διότι από ταύτης της αρχής προέρχονται. Η εσωτερική αύτη αρχή των φυσικών όντων ενυπάρχει εις αυτά ή δυνάμει ή ενεργεία. Εν τοις έργοις όμως της τέχνης η αρχή αύτη είναι εκτός αυτών και πρώτον εν τη διανοία του τεχνίτου.

Ύλη. (Βλέπε είδος). Είναι εν των συστατικών της Ουσίας. Το έτερον συστατικόν είναι το είδος ή η μορφή, ήτις μετά της ύλης αποτελεί το πραγματικόν Ον. Δεν πρέπει όμως να νοώμεν την αισθητήν μόνον ύλην, ην έχουσι τα αισθητά. Διότι και επί των νοητών διακρίνομεν ύλην και είδος· λ χ. αι έννοιαι και αι προτάσεις είναι η ύλη του συλλογισμού. Η μήνις του Αχιλλέως και τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής εν τω στρατώ των Ελλήνων είναι η ύλη της Ιλιάδος. Το αθάνατον όμως έργον του Ομήρου δεν αποτελούσι τα υλικά ταύτα, αλλ' η μορφή, ην έδωκεν εις αυτά η μεγαλοφυΐα του ποιητού.

*Εν Αθήναις τη 20 Φεβρουαρίου 1911, Παύλος Γρατσιάτος

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'

Φύσις της Μνήμης. Εξαρτάται εκ της αισθήσεως· διαφέρει κατά τους οργανισμούς· αναφέρεται μόνον εις το παρελθόν. Μνήμη και φαντασία. Η παρούσα αντίληψις αναπλάττει παρελθούσαν εμπειρίαν. Η μνήμη είναι ως εικών, ήτις είναι πραγματικόν τι καθ' εαυτό και συνάμα αντίτυπον άλλου. Νόησις και εικών. Αμαρτήματα μνήμης.

     Περί της δυνάμεως της μνήμης και περί της ενεργείας αυτής (μνημονεύειν) πρέπει να προσδιορίσωμεν τί είναι, και διά ποίαν αιτίαν γίνεται και εις ποίον μέρος της ψυχής συμβαίνει το φαινόμενον τούτο (πάθος) και το της αναμνήσεως. (Διαφέρουσι δε αύται) διότι οι αυτοί άνθρωποι δεν έχουσι καλήν μνήμην και καλήν ανάμνησιν. Αλλ' ως επί το πλείστον μεγαλειτέραν μνήμην έχουσιν οι βραδέως αντιλαμβανόμενοι, μεγαλειτέραν δε αναμνηστικήν δύναμιν οι ταχείς και ευκόλως μανθάνοντες 1.
     2. Ας εξετάσωμεν λοιπόν πρώτον ποία είναι τα αντικείμενα της μνήμης. Διότι πολλάκις περί τούτου πλανάταί τις. Τω όντι το μέλλον δεν είναι δυνατόν να ενθυμώμεθα, αλλά μόνον δυνάμεθανα εικάζωμεν και να ελπίζωμεν αυτό· και δύναται να υπάρχη και επιστήμη τις της ελπίδος, η ελπιστική καθώς τινες ονομάζουσι την μαντικήν. Αλλ' ούτε το παρόν δύναται να είναι αντικείμενον της μνήμης, αλλά μόνης της αισθήσεως. Διότι διά της αισθήσεως ούτε τα μέλλοντα ούτε τα παρελθόντα γινώσχομεν, αλλά μόνα τα παρόντα. Η δε μνήμη θεωρεί τα παρελθόντα, και ουδείς θα είπη ότι ενθυμείται το παρόν, ενώ είναι παρόν, ότι π. χ. ενθυμείται τούτο το λευκόν πράγμα τότε, ότε βλέπει αυτό, ή τούτο το θεωρούμενον (ή νοούμενον) αντικείμενον, καθ' ον χρόνον θεωρεί και νοεί αυτό, αλλά εκείνο μεν λέγει ότι μόνον αισθάνεται, τούτο δε ότι γνωρίζει. Όταν δε έχη τις την επιστήμην και την αίσθησιν, ήτις δεν είναι εν ενεργεία 2, τότε ενθυμείται π. χ. ότι αι τρεις γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι προς δύο ορθάς, είτε διότι έμαθεν η συνέλαβε τούτο, είτε διότι ήκουσεν ή είδεν αυτό, ή διότι εύρεν αυτό διά τοιούτου τινός τρόπου. Διότι οσάκις ενεργή τις διά της μνήμης 3, πρέπει να λέγη ούτως εν τη ψυχή αυτού ότι πρότερον ήκουσε τούτο, ή ησθάνθη ή ενόησεν αυτό.
     3. Η μνήμη λοιπόν δεν είναι αίσθησις ούτε (συλληπτική) νόησις, αλλά έξις (κατοχή) ή πάθος τι των δυνάμεων τούτων, όταν παρέλθη χρόνος 4. Μνήμη όμως του παρόντος πράγματος εν τω παρόντι χρόνω δεν υπάρχει, ως είπομεν, αλλ' υπάρχει αίσθησις του παρόντος, ελπίς του μέλλοντος, και μνήμη του παρελθόντος. Διότι πάσα μνήμη συνοδεύεται από (της αντιλήψεως) του χρόνου. Ώστε όσα ζώα έχουσι την αντίληψιν του χρόνου, ταύτα μόνα έχουσι μνήμην, ενθυμούνται δε διά της δυνάμεως, δι' ης αντιλαμβάνονται τον χρόνον 5.
     4. Περί φαντασίας είπομεν ήδη εν τη περί Ψυχής πραγματεία και ότι άνευ εικόνος της φαντασίας δεν είναι δυνατόν να νοώμεν. Συμβαίνει δηλ. εις την νόησιν το αυτό φαινόμενον, όπερ και εις την διαγραφήν γεωμετρικού σχήματος. Διότι και ενταύθα, καίτοι ουδόλως έχομεν χρείαν τριγώνου μετ' ακριβούς μεγέθους, όμως το καταγράφομεν με ακριβές μέγεθος 6. Ούτω και ο νοών, αν και δεν νοεί το μέγεθος, θέτει όμως προ οφθαλμών μέγεθος (ποσοτικόν σώμα), καίτοι δεν νοεί αυτό ως μέγεθος 7. Αν δε πρόκειται περί της φύσεως των ποσών 8, άτινα είναι απροσδιόριστα, ο νούς θέτει μεν ποσόν ωρισμένον, νοεί δε αυτό απλώς ως ποσόν. Αλλαχού θα είπωμεν διά ποίαν αιτίαν δεν είναι δυνατόν να νοώμεν άνευ (της παραστάσεως) του συνεχούς, ούτε άνευ του χρόνου τα πράγματα, τα οποία 9 δεν είναι εν χρόνω. Αναγκαίως δε την παράστασιν του μεγέθους και της κινήσεως γνωρίζομεν δια της δυνάμεως, δι' ης γνωρίζομεν και την του χρόνου. Και η εικών (η φαντασία) είναι πάθος της κοινής αισθήσεως. Ώστε είναι φανερόν, ότι η γνώσις τούτων γίνεται διά της αρχικής αισθητικής δυνάμεως 10. 5. Η δε μνήμη και αυτή η των νοητών πραγμάτων 11 δεν δύναται να γείνη άνευ εικόνος, επομένως κατά συμβεβηκός (εμμέσως) μόνον είναι μνήμη την νοητών, καθ' αυτό δε (ουσιωδώς) ανήκει εις την αίσθητικήν αρχήν. Δια τούτο υπάρχει η μνήμη και εις άλλα τινά των ζώων και ουχί μόνον εις τους ανθρώπους και εν γένει εις τα όντα, τα οποία έχουσι γνώμην και νόησιν. Εάν όμως η μνήμη ήτο ιδιότης των νοητικών δυνάμεων της ψυχής, δεν θα υπήρχεν εις πολλά των άλλων ζώων, και ίσως εις ουδέν εκ των αλόγων. Διότι και πράγματι δεν υπάρχει εις όλα, διότι δεν έχουσι πάντα αίσθησιν του χρόνου. Τω όντι, καθώς και πρότερον είπομεν, όταν τις ενεργή διά της μνήμης, αισθάνεται (έχει συνείδησιν) προσέτι, ότι πρότερον είδε τούτο, ή ήκουσεν ή έμαθεν αυτό. Το δε πρότερον και το ύστερον είναι χρόνου διορισμοί. Τίνος λοιπόν μέρους της ψυχής είναι φαινόμενον η μνήμη; Φανερόν ότι είναι εκείνου, του οποίου πάθος είναι και η φαντασία. Και εκείνα τα πράγματα είναι καθ' εαυτά αντικείμενα μνήμης, τα όποια είναι αντικείμενα και της φαντασίας, κατά συμβεβηκός δε (εμμέσως) εκείνα, όσα δεν δύνανται να υπάρξωσιν άνευ της φαντασίας 12.
     6. Δύναταί τις να ερωτήση: πώς άρά γε, ενώ το πάθος 13 μόνον είναι παρόν (εν τη ψυχή, το δε πράγμα είναι απόν, όμως ανακαλείται εις την μνήμην το μη παρόν (πράγμα); Αλλ' είναι φανερόν ότι πρέπει να νοήσωμεν, ότι το διά της αισθήσεως γινόμενον εις την ψυχήν πάθος (η εντύπωσις) και εις το μέρος του σώματος όπερ έχει (αντιλαμβάνεται) αυτήν 14, ης την κατοχήν καλούμεν μνήμην, είναι όμοιον με ζωγράφημα. Διότι η γινομένη κίνησις εγχαράττει (εις την ψυχήν) ως τύπον του αισθήματος, όμοιον με τον τύπον τον οποίον χαράττουσιν επί του κηρού διά του δακτυλίου (ως σφραγίδος). Διά τούτο και εκείνοι, οι οποίοι ευρίσκονται εις μεγάλην συγκίνησιν ή ένεκα πάθους ή ένεκα της νεανικής ηλικίας, δεν έχουσι μνήμην (των συμβάντων), ως εάν η κίνησις και η σφραγίς έπιπτον εις ρέον ύδωρ. Εις άλλους πάλιν, επειδή είναι καθώς τα παλαιά κτίρια 15 εφθαρμένοι και έχουσι σκληρόν το μέρος, όπερ δέχεται την εντύπωσιν, εις τούτους (τους γέροντας) δεν εγχαράττεται τύπος. Διά τούτο οι παρά πολύ νέοι και οι γέροντες δεν έχουσι μνήμην, εκείνοι μεν διότι ρέουσιν (ως το ύδωρ), επειδή αυξάνονται, ούτοι δε ρέουσι, διότι φθίνουσιν. Ομοίως δε και οι λίαν ζωηροί και οι λίαν βραδείς φαίνονται ότι δεν έχουσι μνημονικόν, διότι εκείνοι μεν είναι υγρότεροι παρ' όσον πρέπει, ούτοι δε είναι σκληρότεροι. Και λοιπόν εις εκείνους δεν μένει η εικών εν τη ψυχή, των άλλων δε δεν εντυπούται εις την ψυχήν η εικών. Αλλ' εάν τοιούτον είναι το συμβαίνον εις την μνήμην, ποίον εκ των δύο, το πάθος τούτο (την εντύπωσιν) ενθυμείται η ψυχή ή το αντικείμενον, εκ του οποίου έγεινεν; Εάν την εντύπωσιν ενθυμώμεθα, τότε δεν ενθυμούμεθα ουδέν εκ των απόντων. Εάν ενθυμώμεθα το αντικείμενον, πώς, ενώ αισθανόμεθα την εντύπωσιν, όμως δυνάμεθα να μνημονεύωμεν εκείνο, το οποίον δεν αισθανόμεθα, το απόν αντικείμενον 16; Και αν η μνήμη είναι εντός ημών ομοία με τύπον ή με ζωγράφημα 17, πώς ενώ αισθανόμεθα μόνον τούτο, όμως ενθυμούμεθα άλλο και όχι αυτόν τούτον τον τύπον ; Διότι ο ενεργών διά της μνήμης θεωρεί και αισθάνεται μόνον την εντύπωσιν ταύτην. Πώς λοιπόν ενθυμείται πράγμα, όπερ δεν είναι παρόν ; Τούτο θα ήτο το αυτό ως να βλέπη και να ακούη το μη παρόν. Ή υπάρχει τρόπος καθ' ον τούτο είναι δυνατόν και πράγματι συμβαίνει; Π. χ. το εζωγραφημένον ζώον είναι και ζώον και εικών, το αυτό δηλ. πράγμα είναι αμφότερα ταύτα συνάμα· αλλά ο τρόπος της υπάρξεως αυτών (του ζώου και της εικόνος) δεν είναι ο αυτός, και δυνάμεθα να θεωρήσωμεν το ζωγράφημα και ως ζώον και ως εικόνα. Και την εν ημίν λοιπόν εικόνα της φαντασίας δυνάμεθα ομοίως να υπολάβωμεν και πρέπει να θεωρήσωμεν αυτήν ώς τι καθ' εαυτό (μίαν παράστασιν) και συνάμα ως εικόνα άλλου τινός. Και καθ' όσον μεν θεωρούμεν αυτήν καθ' εαυτήν, αύτη είναι μία ιδέα η παράστασις της φαντασίας (φάντασμα), καθ' όσον δε θεωρούμεν αυτήν ως αναφερομένην εις άλλο είναι ως εικών ή μνημόνευμα. 8. Ώστε και όταν ενεργεία διεγείρηται η εικών αύτη, αν μεν η ψυχή αντιλαμβάνηται αυτήν καθ' όσον είναι καθ' εαυτήν, αύτη φαίνεται ότι εμφανίζεται ώς τι νόημα ή φάντασμα· αν όμως η ψυχή θεωρή αυτήν ως αναφερομένην είς τι άλλο, τότε, όπως εν τω ζωγραφήματι, η ψυχή θεωρεί αυτήν ως αντίτυπον και ως εικόνα λ. χ. του Κορίσκου, καίτοι δεν έχει ποτέ ίδει τον Κορίσκον. Η έποψις όμως αύτη διαφέρει της άλλης, καθ' ην το εζωγραφημένον ζώον θεωρείται απλώς ως ζώον. Εν ταύτη εκείνο, όπερ γεννάται εν τη ψυχή είναι μόνον εννόημά τι, ενώ εν τη πρώτη, επειδή το αντικείμενον θεωρείται ως εικών, φαίνεται ως ενθύμημα 18. Και διά τούτο ενίοτε δεν γνωρίζομεν, όταν συμβαίνωσιν εις την ψυχήν ημών τοιαύται κινήσεις προερχόμενοι εκ προηγουμένου αισθήματος, αν παράγωνται υπό του αισθήματος, και αμφιβάλλομεν αν είναι μνημόνευμα ή όχι 19. Ενίοτε όμως συμβαίνει να νοώμεν και να αναμιμνησκώμεθα, ότι ηκούσαμεν ή είδομεν το πράγμα πρότερον. Και τούτο συμβαίνει όταν, αφού θεωρήση τις πράγμα τι καθ' εαυτό 20, μεταβάλλη στάσιν και το θεωρή ως εικόνα άλλου πράγματος. Γίνεται όμως και το εναντίον 21 ενίοτε, όπως συνέβη εις τον Αντιφέροντα τον Ωρείτην, και εις άλλους οίτινες είχον εκστάσεις 22, διότι τας εικόνας της φαντασίας των εξελάμβανον ως γεγονότα και έλεγον, ότι τα ανεκάλουν εις την μνήμην των. Και τούτο γίνεται, όταν τις εκείνο, όπερ δεν είναι εικών άλλου, το θεωρή ως εικόνα άλλου. Αι ασκήσεις εν τούτοις συντελούσιν εις την διατήρησιν της μνήμης, διά της επανειλημμένης αναμνήσεως· και τούτο ουδέν άλλο είναι παρά το να θεωρή τις πολλάκις πράγμά τι ως εικόνα και όχι ως καθ' εαυτό όν (άσχετον). Τί είναι λοιπόν η μνήμη και η ενέργεια αυτής είπομεν. Είναι δηλαδή η κατοχή (και ανάπλασις) παραστάσεως, ως εικόνος του πράγματος, του οποίου είναι εικών, εξηγήσαμεν δε και εις ποίαν των δυνάμεων της ψυχής ανήκει η μνήμη, δηλαδή εις την πρωτην, (την κοινήν) αίσθησιν, δι' ης έχομεν και την αντίληψιν του χρόνου 23.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'

Περί αναμνήσεως· κατά τί διαφέρει από της μνήμης και της αισθήσεως. Συvειρμoί παραστάσεων. Στάδια α διέρχεται η ψυχή, ίνα αναμνησθή τινος. Αποτελέσματα του εθισμού. Σπουδαιότης του χρόνου εν τη αναμνήσει. Η ανάμνησις προνόμιον του ανθρώπου. Σχέσεις αυτής προς τα όργανα του σώματος. Κάματος και ταραχή ψυχής.

     1. Υπολείπεται να ομιλήσωμεν περί της αναμνήσεως 24. 2. Και πρώτον πρέπει να λάβωμεν ως βάσεις όσας αληθείας είπομεν εις τους επιχειρηματικούς λόγους 25. Τω όντι, η ανάμνησις δεν είναι ούτε επανάληψις ούτε λήψις (πρώτη απόκτησις) μνήμης. Διότι όταν τις πρώτην φοράν μάθη τι ή πάθη (εντύπωσίν τινα) ούτε μνήμην καμμίαν επαναλαμβάνει 26, διότι δεν υπήρξε πρότερον μνήμη, ούτε τότε πρώτην μνήμην λαμβάνει. Αλλά μόνον αφού γίνη η απόκτησις της γνώσεως ή του πάθους, τότε μόνον δύναται να υπάρξη μνήμη. Ώστε η μνήμη δεν συμβαίνει εις την ψυχήν ομού με την παραγωγήν της εντυπώσεως. 3. Προσέτι δε ότε κατά πρώτον γίνεται η εντύπωσις εις την ψυχήν εν μια αδιαιρέτω στιγμή, το μεν πάθος τούτο υπάρχει έκτοτε εις τον παθόντα, όπως και η γνώσις, εάν πρέπη να είπωμεν γνώσιν την πρώτην εκείνην απόκτησιν ή την εντύπωσιν, (δεν υπάρχει δε κανέν κώλυμα) και κατά συμβεβηκός (εμμέσως) να ενθυμώμεθά 27 τινα, εξ εκείνων τα οποία γινώσκομεν 28. Αλλ' όμως η ενέργεια της μνήμης καθ' εαυτήν δεν υπάρχει, εάν μη πρότερον παρέλθη χρόνος τις· διότι ενθυμείταί τις τώρα εκείνο, το οποίον είδεν ή έπαθεν πρότερον· δεν ενθυμείται όμως τώρα εκείνο, όπερ έπαθε τώρα (πάσχει). 4. Είναι φανερόν ακόμη ότι δύναται να ενθυμήταί τις ό,τι δεν αναμιμνήσκεται τώρα, αλλ' ό,τι κατ' αρχάς ησθάνθη ή έπαθέ ποτε 29. Αλλ' όταν επαναλαμβάνη τις το αίσθημα ή την γνώσιν ην είχε πρότερον, ή έν γένει εκείνο, του οποίου την κατοχήν (έξιν) εκαλέσαμεν μνήμην, τούτο είναι η ανάμνησις, τούτο είναι το αναμιμνήσκεσθαι μίαν των ειρημένων ψυχικών κτήσεων 30. Μετά δε το μνημονεύειν η μνήμη επακολουθεί. Βεβαίως ούτε τα φαινόμενα ταύτα, εάν πρότερον υπήρξαν και πάλιν αναπλάττωνται εις την ψυχήν, ακολουθούσι την αυτήν τάξιν, αλλά μέρος μεν αναπλάττεται ούτω, μέρος δε άλλως· διότι ο αυτός άνθρωπος 31 δύναται δις να μάθη και να εύρη το αυτό πράγμα. Πρέπει λοιπόν να διακρίνωμεν την ανάμνησιν από ταύτης 32, και εν τη αναμνήσει υπάρχουσιν εν τη ψυχή αρχαί (αναπλάσεως) περισσότεραι παρά όταν αρχίζη τις να μανθάνη 33.
     5. Γίνονται δε αι αναμνήσεις, ότε φυσικώς ωρισμένη τις κίνησις γίνεται έπειτα από άλλην ωρισμένην 34. Εάν λοιπόν εξ ανάγκης γίνεται αύτη η διαδοχή των κινήσεων, φανερόν είναι ότι, όταν εκείνη η κίνησις γίνη, θα γίνη και αύτη. Εάν όμως η διαδοχή δεν γίνεται αναγκαίως, αλλά συνήθως, τότε ως επί το πλείστον θα επακολουθήση η δευτέρα την πρώτην. Συμβαίνει δέ τινες διά μιας μόνης εντυπώσεως να αποκτήσωσι (συνήθειαν) έθος περισσότερον ή άλλοι, οίτινες έλαβον πολλάς εντυπώσεις. Διά τούτο πράγματα τινα, αφού τα ίδωμεν άπαξ, τα ενθυμούμεθα περισσότερον παρά άλλους, οίτινες τα είδον πολλάκις. Όταν λοιπόν αναμιμνησκώμεθα τι (ξαναθυμώμεθα), τότε επαναλαμβάνομεν τινάς των προτέρων κινήσεων, έως ου επαναλάβωμεν την κίνησιν μετά την οποίαν ακολουθεί συνήθως η ζητουμένη. Διά τούτο και ζητούμεν σειράν εν τω νω αρχίζοντες από του παρόντος αντικειμένου ή άλλου και από ομοίου ή εναντίου ή συνεχούς (πλησίον κειμένου) 35. Διά της ενεργείας δε ταύτης γίνεται η ανάμνησις. Διότι αι εκ ταύτης ψυχικαί κινήσεις, άλλοτε μεν είναι αι αυταί, άλλαι δε σύγχρονοι 36, άλλαι δε περιέχουσιν εν μέρος του ζητουμένου, ώστε το υπόλοιπον, το οποίον θα τεθή εις κίνησιν ύστερον από εκείνο, είναι μικρόν. Ζητούσι λοιπόν ούτω (τοιαύτας παραστάσεις) ίνα αναμνησθώσί τι.
     6. Και χωρίς συνειδητής ζητήσεως ούτω 37 αναμιμνήσκονται, όταν η κίνησις εκείνη (η ζητουμένη) γίνεται ως επακολούθημα μιας άλλης. Ως επί το πλείστον όμως η κίνησις εκείνη γίνεται, αφού γίνωσι άλλαι πολλαί κινήσεις εξ εκείνων, τας οποίας είπομεν 38. 7. Ουδεμία δε υπάρχει ανάγκη να εξετάζωμεν πώς ενθυμούμεθα πράγματα ή μακράν κείμενα ή από πολλού παρελθόντα, αλλά μόνον τα εγγύς ημών. Διότι είναι φανερόν ότι είναι ο αυτός τρόπος — εννοώ δηλαδή την μέθοδον της διαδοχής και ακολουθίας των κινήσεων άνευ προηγηθείσης ζητήσεως 39 αυτής και άνευ αναμνήσεως αυτής. Διότι αι ψυχικαί κινήσεις ακολουθούσιν η μία μετά την άλλην διά τινος συνηθείας, αύτή π.χ. μετά ταύτην 40. Και όταν λοιπόν θέλη τις να αναμνησθή τι, τούτο θα πράξη: θα ζητήση να εύρη αρχικόν σημείον κινήσεως (παράστασιν), μετά την οποίαν θα έλθη η ζητουμένη. 8. Διά τούτο κάλλιστα και τάχιστα γίνονται αι αναμνήσεις, όταν η ψυχή ορμάται εκ της αρχής αυτών· διότι οίας τα πράγματα σχέσεις έχουσι μεταξύ των εν τη τάξει του συνειρμού των, τοιαύτας έχουσι και αι κινήσεις της ψυχής 41. Kαι εκείνα ευκόλως απομνημονεύονται, τα οποία έχουσι τάξιν τινά, καθώς είναι αι μαθηματικαί γνώσεις, τα δε (μη έχοντα τάξιν) κακώς και δυσκόλως απομνημονεύονται. Και κατά τούτο διαφέρει η ανάμνησις από δευτέρας μαθήσεώς τινος 42, καθ' ότι ο αναμιμνησκόμενος δύναται τρόπον τινά αφ' εαυτού να κινήται προς τα επακολουθούντα μετά την αρχικήν κίνησιν όταν όμως δεν δύναται να κινήται αφ' εαυτού, αλλά διά της βοηθείας άλλου (του διδασκάλου), τότε πλέον δεν ενθυμείται (αλλά μανθάνει). Πολλάκις συμβαίνει να μη δύναται να ενθυμηθή τι 43· δύναται όμως να ζητήση και να το εύρη 44. Και επιτυγχάνει τούτο ποιών πολλάς κινήσεις, έως ου κάμη τοιαύτην κίνησιν, μετά την οποίαν θα ακολουθήση το ζητούμενον πράγμα. Διότι η μνήμη είναι ακριβώς η εν τη ψυχή ύπαρξις κινητικής δυνάμεως 45 τοιαύτης, ώστε τις εξ εαυτού και εκ των κινήσεων, ας δύναται να ποιή, να έρχηται εις την κίνησιν (την ζητουμένην) ως είπομεν. Πρέπει δε να λαμβάνη τις τα πράγματα εκ της αρχής των. Διά τούτο ενίοτε η ανάμνησις φαίνεται ότι γίνεται εξ αφορμής τοπικών σχέσεων 46. Αίτιον δε τούτου είναι, ότι η ψυχή ταχέως μεταβαίνει απ' άλλου εις άλλο πράγμα, π. χ. από (της παραστάσεως) του γάλακτος μεταβαίνει εις την του λευκού, από της του λευκού εις την του αέρος, και από ταύτης εις την του υγρού, εκ δε ταύτης ενθυμείται το φθινόπωρον, ήτοι την εποχήν την οποίαν ακριβώς εζήτει.
     9. Φαίνεται δε ότι γενικώς η αρχή (η αφετηρία) είναι το μέσον της όλης σειράς, διότι αν δεν ενθυμήταί τις πρότερον, θα ενθυμηθή όταν φθάση εις το μέσον, άλλως ούτε πλέον ούτε άλλοθεν θα δυνηθή να αναμνησθή. Ούτως έστω ότι διέρχεται εν τω νω 47 την σειράν α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ. Εάν δεν ενθυμήται όταν είναι εις το θ 48, θα ενθυμηθή όταν θα είναι εις το ε, αν ζητή ή το ζ ή το η, διότι εκ του ε δύναται να κινήται προς τα δύο μέρη και προς το δ και προς το ζ 49. Εάν δε δεν ζητή κανέν εκ τούτων, όταν έλθη εις το γ, θα ενθυμηθή [αν ζητή το η ή το ζ]. Εάν δεν ενθυμήται ακόμη εις το γ, θα ενθυμηθή ερχόμενος μέχρι του α και πάντοτε ούτω 50. 10. Αίτιον δε του ότι ωρμώμενοι εκ του αυτού πράγματος ενίοτε συμβαίνει να ενθυμώμεθα, ενίοτε όμως όχι, είναι ότι η ψυχή δύναται να κινήται προς πολλάς παραστάσεις ορμωμένη από μιας μόνης αρχής, π. χ. από του γ δύναται να μεταβή εις το β ή το δ. Εάν λοιπόν η κίνησις δεν είναι από πολλού χρόνου οικεία, η ψυχή κινείται προς το συνηθέστερον εις αυτήν, διότι η συνήθεια είναι μία (δευτέρα) φύσις. Διά τούτο τα πράγματα (παραστάσεις), τα οποία έχομεν πολλάκις και εις τον νουν ημών, ταύτα ταχέως αναμιμνησκόμεθα. Διότι καθώς το πράγμα τούτο ακολουθεί φυσικώς μετά τούτο, ούτω και εις την ενέργειαν της ψυχής (υπάρχει ακολουθία). Το δε πολλάκις 51 επαναλαμβανόμενον αποτελεί (άλλην) φύσιν. Όπως δε εις τα κατά φύσιν πράγματα υπάρχουσι πράγματα παρά φύσιν, και άλλα εκ τύχης, ακόμη περισσότερον (η αταξία αύτη) συμβαίνει εις τα εκ συνηθείας πράγματα, εις τα οποία ο όρος φύσις δεν εφαρμόζεται ομοίως. Ώστε η ψυχή δύναται ενίοτε να κινήται κατά μίαν ή άλλην διεύθυνσιν, και μάλιστα όταν αποσπάται από πρώτου σημείου και εκ τούτου μεταβαίνει εις άλλο. Και διά τούτο όταν είναι ανάγκη να ενθυμηθώμεν όνομά τι και ενθυμούμεθα άλλο παρόμοιον, τότε ως προς το ζητούμενον σολοικίζομεν 52.
     11. Η ανάμνησις λοιπόν συμβαίνει κατά τον τοιούτον τρόπον 53. 12. Αλλά το σπουδαιότατον πάντων 54 είναι ότι πρέπει να γνωρίζωμεν τον χρόνον είτε μετά (διορισμού) μέτρου είτε απροσδιορίστως. Έχει δέ τι 55 η ψυχή δι' ου διακρίνει τον περισσότερον και τον ολιγώτερον χρόνον. Και εύλογον είναι ότι κρίνει τον χρόνον καθώς και τα μεγέθη. Διότι νοώμεν τα μεγάλα και τα μεμακρυσμένα πράγματα, ουχί διότι η διάνοια 56 εκτείνεται εκεί, καθώς λέγουσί τινες ότι εκτείνεται η όψις, (διότι δύναται να νοή ομοίως και τα μη υπάρχοντα 57), αλλά διά κινήσεως αναλόγου. Διότι υπάρχουσιν εν τη ψυχή τα όμοια σχήματα και αι κινήσεις αι όμοιαι (με τα πράγματα ταύτα). 13. Κατά τί λοιπόν διαφέρει αν νοή η ψυχή τα μεγαλείτερα πράγματα 58, ή τα μικρότερα; Τω όντι πάντα τα εντός είναι μικρότερα, αλλ' έχουσιν αναλογίας προς τα εκτός. Είναι δυνατόν ίσως, όπως δυνάμεθα να εύρωμεν αναλογίας εις τα σχήματα εντός της ψυχής, ούτω και εις τα χρονικά διαστήματα. Εις το έναντι σχήμα 59, εάν τις κάμη την κίνησιν αβ βε, θα κάμη και την αγ γδ, διότι είναι ανάλογοι αι αγ γδ προς τας αδ βε. Διατί λοιπόν θα κινηθή μάλλον κατά την γδ παρά κατά την ζη; Άρά γε διότι η αγ τοιούτον λόγον έχει προς την αβ, οίον η κθ προς την κρ; Διότι η ψυχή κάμνει τας κινήσεις (γραμμάς) ταύτας συγχρόνως. Αλλ' εάν θέλη να νοήση την ζη, νοεί ομοίως την βε, αντί δε της θε νοεί την κλ, διότι αι γραμμαί αύται (ζη και βε) είναι μεταξύ των όπως η ζα είναι προς την βα.
     14. Όταν λοιπόν η κίνησις του πράγματος και η κίνησις του χρόνου γίνωνται συγχρόνως εν τη ψυχή, τότε αύτη ενεργεί διά της μνήμης 60. Εάν δε υπολαμβάνη τις ότι κάμνει τον συγχρονισμόν τούτον χωρίς πραγματικώς να τον κάμνη, ούτος υπολαμβάνει μόνον ότι ενθυμείται. Διότι δύναταί τις να απατάται61 και να νομίζη, ότι ενθυμείται χωρίς να ενθυμήται. Όταν δέ τις ενεργή διά της μνήμης δεν είναι δυνατόν να μη το πιστεύη, αλλά να αγνοή ότι ενθυμείται, διότι τούτο είναι αυτή η μνήμη. Αλλ' εάν η κίνησις του πράγματος γίνηται άνευ της του χρόνου, ή η κίνησις του χρόνου άνευ της του πράγματος, τότε δεν μνημονεύομεν. Η κίνησις δε του χρόνου είναι δύο ειδών. Άλλοτε μεν δεν ενθυμείταί τις το πράγμα μετά χρονικού μέτρου (διορισμού), ότι λ. χ. εποίησέ τι προ τριών ημερών, (αλλά μόνον ότι εποίησεν αυτό ένα καιρόν). Άλλοτε δε ενθυμείται και μετά μέτρου χρονικού. Αλλ' όμως ενθυμείται και εάν δεν κατέχη τον διορισμόν τούτον· και συνήθως λέγουσιν οι άνθρωποι, ότι ενθυμούνται μεν (το πράγμα), αλλά πότε συνέβη ακριβώς δεν γνωρίζουσιν, όταν δεν γνωρίζωσι του πότε το ακριβές μέτρον.
     15. Εν τοις προηγουμένοις είπομεν, ότι δεν είναι οι αυτοί άνθρωποι μνημονικοί και αναμνηστικοί. 16. Διαφέρει όμως η μνήμη από την ανάμνησιν όχι μόνον κατά τον χρόνον62, αλλά καθ' ότι μνήμην έχουσι και άλλα ζώα εκτός του ανθρώπου, ανάμνησιν όμως ουδέν, ούτως ειπείν, εκ των γνωστών ζωών έχει, αλλά μόνον ο άνθρωπος. Αίτιον δε τούτου είναι το ότι η ανάμνησις είναι ως συλλογισμός τις 63, διότι, όταν αναμιμνήσκηταί τις, κάμνει τον συλλογισμόν, ότι πρότερον είδεν ή ήκουσεν ή έπαθε τοιαύτην εμπειρίαν του πράγματος και τότε γίνεται εν είδος ζητήσεως 64. Αλλά τούτο συμβαίνει φυσικώς εις μόνα τα ζώα, τα οποία έχουσι την δύναμιν της (διασκεπτικής) βουλήσεως, το δε βουλεύεσθαι είναι συλλογισμός τις.
     17. Ότι δε το πάθος τούτο (η μνήμη και η ανάμνησις) είναι εν μέρει σωματικόν και ότι η ανάμνησις είναι ζήτησις εικόνος εν οργάνω σωματικώ 65, αποδεικνύει η ταραχή τινων, όταν δεν δύνανται να ενθυμηθώσί τι και όταν, εvώ εμποδίζουσι την διάνοιάν των και, ενώ έτι προσπαθούσι να μη ενθυμηθώσι πλέον, ουχ ήττον ενθυμούνται, όπως τούτο πάσχουσι προ πάντων οι μελαγχολικοί, διότι τούτους κινούσι προ πάντων αι εικόνες της φαντασίας. Αίτιον δε του να μη έχωσιν εις την εξουσίαν των την ανάμνησίν των είναι ότι, καθώς οι ρίπτοντες λίθους δεν δύνανται να σταματήσωσιν αυτούς, ούτω και ο θέλων να αναμνησθή και επιζητών τι, θέτει εις κίνησιν σωματικόν τι όργανον, εις το οποίον συμβαίνει το πάθος τούτο 66. Περισσότερον δε πάντων ενοχλούνται εκείνοι, εις τους οποίους τύχη να υπάρχη υγρότης πέριξ του αισθητικού τόπου (της καρδίας). Διότι η υγρότης 67 άπαξ κινηθείσα δεν παύεται ευκόλως, εάν μη φθάση εις το ζητούμενον ή αν μη η κίνησις λάβη την προσήκουσαν πορείαν της. 18. Διά τούτο και θυμοί και φόβοι, όταν άπαξ κινήσωσί τι, καίτοι πάλιν ταύτα αντενεργούσι κατ' εκείνων δεν ησυχάζουσιν. αλλ' επιμένουσιν εις τους σκοπούς των. Και ομοιάζει το πάθος 68 με το των ονομάτων και ασμάτων και λέξεων, είς τι εκ τούτων δίδομεν βιαίαν εκφοράν διά του στόματος, διότι μας έρχεται να το άδωμεν ή να το λέγωμεν, και αφού ήδη παύσωμεν και δεν θέλωμεν να το επαναλάβωμεν.
     19. Οι δε έχοντες το άνω μέρος του σώματος λίαν μέγα και οι ομοιάζοντες προς τους νάνους έχουσιν ολιγωτέραν μνήμην παρά τους εναντίους (κατά την σωματικήν μορφήν), διότι έχουσι πολύ βάρος επί του αισθητικού κέντρου (της καρδίας), και διότι αι αρχικαί κινήσεις δεν δύνανται να εμμένωσιν εις αυτό, αλλά διαλύονται και δεν δύνανται πλέον κατά την ανάμνησιν να επανέρχωνται ευκόλως και ευθέως.
     20. Οι δε παρά πολύ νέοι και οι λίαν γέροντες δεν έχουσι καλήν μνήμην εξ αιτίας της κινήσεως των, διότι ούτοι μεν ευρίσκονται εις πολλήν φθοράν, εκείνοι δε εις πολλήν αύξησιν. Προσέτι τα παιδία είναι ως οι νάνοι μέχρις ότου προχωρήσωσιν εις ηλικίαν 69.
     Περί της δυνάμεως λοιπόν της μνήμης και της ενεργείας αυτής είπομεν ποία είναι η φύσις αυτών, και διά τίνος μέρους της ψυχής ενθυμούνται τα ζώα. Και περί της αναμνήσεως είπομεν τί είναι, και πώς γίνεται και διά ποίαν αιτίαν.

Σημειώσεις

(1) Κατά τον Αριστοτέλη η μνήμη είναι ανάπλασις παρελθούσης εμπειρίας συνοδευομένη υπό της συνειδήσεως, ότι η εμπειρία εκείνη πρότερον υπήρξεν. Η ανάμνησις είναι η βεβουλευμένη ανάπλασις της αυτής εμπειρίας και στηρίζεται επί της σκέψεως. Την πρώτην έχουσι και τα ζώα τα κατώτερα, την δευτέραν μόνος ο άνθρωπος. Εκ των ανθρώπων οι μεν είναι μνημονικοί, ήτοι έχουσι μνημονικόν φυλάττον πιστώς τας παραστάσεις, oι δε αναμνηστικοί, ήτοι ευκόλως αναπλάττουσι τας παρλθούσας παραστάσεις, όταν θέλωσι. Της μνήμης αρετή είναι το πιστόν, ενώ η ευκολία είναι ίδιον της αναμνήσεως, εις την γενικήν της οποίας συντελεί η βούλησις. Και ο Πλάτων παθητικήν ανάπλασιν των εικόνων εθεώρει την μνήμην, ενεργητικήν δε την ανάμνησιν, εις ηv επί τέλους ανήγαγε την όλην γνώσιν.
(2) Το κείμενον λέγει “άνευ των ενεργειών”. Ο Θεμίστιος παραφράζει: “άνευ των έργων, έργα δε λέγω λ. χ. τούτο το ζώον ή τούτο το λευκόν ή το εv τούτω τω βιβλίω τρίγωνον”.
(3) Οσάκις δηλαδή θεωρεί τας εv αυτώ εικόνας των πραγμάτων, ουχί καθ' εαυτάς, αλλά ως εικόνας άλλων.
(4) Ο Θεμίστιος παραφράζει: “όταν προσλαμβάνηται ο χρόνος καθ' ον τo εγκατάλειμμα [η εικών] έχει εγκαταλειφθή”.
(5) Ο Θεμίστιος επεξηγεί διά των εξής: Όνος πεσών πέρυσιv εις τούτον τον βόθρον, σήμερον ιδών αυτόν και αναγνωρίσας ενθυμείται ότι εις τούτον τον βόθρον έπεσεν. Ο άνθρωπος όμως όχι μόνον ενθυμείται πότε είδεν ή ήκουσέ τι, αλλά σύνοιδε και την διαφοράν του μέλλοντος προς το παρελθόν, τα δε άλογα τούτο μόνον συναισθάνονται, ότι τώρα πίπτουσιν ή ότι άλλοτε έπεσον, και ο μεν σύνοιδεν ότι ενθυμείται,τα ζώα όμως ου.—Είναι δε όργανον της μνήμης και της αντιλήψεως του χρόνου το κεντρικόν όργανον, η καρδία.

(6) Ίνα λ. χ.αποδειχθή το θεώρημα, ότι αι γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι με δύο ορθάς, λαμβάνεται εν τρίγωνον, όπερ βέβαια είναι ωρισμένον κατά το ποσόν, αλλά το ποσόν τούτο είvαι όλως αδιάφορον προς την απόδειξιν. Είναι αδιάφορον αν εκάστη πλευρά του είναι μιας σπιθαμής ή ενός δακτύλου, ή αν αυτό είναι ισόπλευρον ή σκαληνόν.
(7) Πάντα λοιπόν voεί μετά ποσού, και αυτά έτι τα νοητά, αλλ' ουχί ως ποσά, διότι ποιείται αφαίρεσιν του ποσού.
(8) Και ουχί περί των μερικών διαστάσεων αυτών.
(9) Ταύτα είναι ίσως τα ουράνια σώματα και οι αΐδιοι νόμοι αυτών· κατ' άλλους είναι τα νοητά.
(10) Διά της κοινής αισθήσεως γνωρίζομεν τας παραστάσεις του μεγέθους, της κινήσεως και του χρόνου.
(11) Ούτω λοιπόν υπάρχει μνήμη της αισθητικής ψυχής και μνήμη της λογικής ψυχής, ήτοι των νοητών και των καθόλου. Αλλ' η λογική μνήμη, είναι έμμεσος. Διότι ο νούς εκ των εικόνων και των παραστάσεων του φανταστικού εξάγει τα καθόλου και η μνήμη ενεργούσα επί των πρώτων συμβαίvει και ενεργεί, ήτοι να μνημονεύη τα καθόλου. Ώστε η μνήμη είναι δύvαμις καθ' αυτό της αισθητικής ψυχής, κατά συμβεβηκός δε και του νοητικού.

(12) Τα νοητά. Η φαντασία πάντοτε συμπλέκεται με την νόησιν συνεργούσα ή εμποδίζουσα αυτήν. Συνεργεί μεν εις τα μαθηματικά, εμποδίζει δε την θεωρίαν των νοητών και των θείων, διότι παρεισάγει σχήματα και μεγέθη και χρώματα, και αύτη είναι η αιτία δι' ην δεv δυνάμεθα να νοώμεν τα αΐδια άνευ συνεχούς, μήτε άνευ χρόνου τα άχρονα. Όταν λοιπόν τα αντικείμενα της φαντασίας αναγνωρίζωνται ως παρελθούσαι εμπειρείαι ή αντίτυπα παρελθόντων αισθημάτων, καλούνται μνήμαι. Είvαι άρα αύται κατ' ουσίαν τα αυτά ως τα αντικείμενα της φαντασίας. Αντικείμενα μνήμης κατά συμβεβηκός είναι ίσως στοιχεία μη ανήκοντα εις την εικονα ως τοιαύτην, αλλά δεν είναι δυνατά άνευ της εικόνος, π.χ. το ότι ο Κορίσκος (η κυρία εικών) κατήγετο εκ της πόλεως δείνα.
(13) Η εντύπωσις, ήτοι η εικών.
(14) Εις την κοινήν αίσθησιν, της οποίας αρχικόν όργανον εθεωρείτο η καρδία.
(15) Των παλαιών οικοδομημάτων η τίτανος εκτρίβεται και τα εν αυτοίς εικονισμένα ζώα εξαλείφονται.
(16) Ο Αριστοτέλης εξηγεί κατωτέρω ότι η εικών είναι ου μόνον τι καθ' εαυτό, ό έχομεν εv τη συνειδήσει, αλλά είναι και αντίτυπον εξωτερικού και απόντος, όπερ, καίτοι δεν είναι εν τη συνειδήσει, ενθυμούμεθα εμμέσως
(17) Ο Αριστοτέλης δεν εκλαμβάνει κατά λέξιν τον όρον εvτύπωσις. Η αντίληψις των αισθητών δεν γίνται εν τη ψυχή κατά σχήμά τι, διότι ποίοv σχήμα θα λάβωσιν εν αυτή ο ήχος, η οσμή, το χρώμα; “Καταχρηστικώτερον ουν τον τύπον φέρομεν ενταύθα απορία του κυριωτέρου”, λέγει ο παραφραστής Θεμίστιος.
(18) Όταν η ψυχή παριστάνη εαυτή μόνον εικόνας, φαντάζεται. Όταν όμως έχη και την συνείδησιν, ότι η παριστανομένη εικών είναι εικών τούτου ή εκείνου, ην άλλοτε εκτήσατο, τότε μνημονεύει. Αύτη είναι η διαφορά μνήμης και φαντασίας.

(19) Αμφιβάλλομεν αν είναι μνήμη ή φαντασία· λ.χ. Ήκουσα λόγον παρά του Α. Έπειτα αναπολώ τον λόγον, αλλά δεv ενθυμούμαι από ποίον ήκουσα αυτόν και ερωτώ, αν εγώ τον έπλασα ή παρ' άλλου ήκουσα. Όταν δε εvθυμηθώ ότι παρ' άλλου έλαβον, τότε γίνεται μνήμη, ενώ πρότερον ήτο απλούν εννόημα. Δύσκολον είναι λοιπόν να ορίσωμεν αν μνήμαί τινες είναι απλώς πλάσματα φαντασίας ή πραγματικαί παρελθούσαι εμπειρίαι, διότι η φαντασία είναι αναπλαστική (αισθητική) και πλαστική (λογιστική). Αλλ' είναι αδύνατον να έχωμεν ασυνείδητον μνήμην. Εφ' όσον δεν έχει τις την συνείδησιν, ότι εικών τις ή εμπειρία υπήρξε πρότερον, αύτη είναι φάντασμα και ουχί μνημόνευμα.
(20) Το οποίον νοεί και δεν ενθυμείται.
(21) Πρότερον είπεν, ότι ενίοτε την μνήμην άλλου πράγματος υπολαμβάνει τις ως ιδικήν του επινόησιν. Άλλοτε συμβαίνει το αντίστροφον, τα πλάσματα της φαντασίας του εκλαμβάνει τις ως αντικειμενικά, ως μνήμας άλλων πραγμάτων.

(22) Αλλοιώσεις καταστάσεως, ανατροπάς.
(23) Η κοινή αίσθησις, ήτις αντιλαμβάνεται την κίνησιν, αντιλαμβάνεται και τον χρόνον, όστις είναι το μέτρον της κινήσεως.
(24) Η ανάμνησις είναι η ενέργεια, δι' ης συμπληρούμεν μνήμην ατελή· είναι λοιπόν προσπάθεια του νου ίνα συνενώση τα μέρη μνήμης, α κατέχομεν ήδη, και ανασυστήση ολόκληρον την μνήμην.
(25) Ούτοι είναι τα “Προβλήματα”, κατ' άλλους δε αι απορίαι αι εκτιθέμεναι εν τω Κεφ. Α' της παρούσης πραγματείας.(26) Τούτο θα ήτο η ανάμνησις, ανανέωσις μνήμης.
(27) Ανατρέχοντας εις το παρελθόν
(28) Nυv νοούντες ή αισθανόμενοι αυτά. Αδύνατον λοιπόν να συγχύσωμεν μάθησιν και μνήμην, αλλά καταχρηστικώς δυνάμεθα να είπωμεν ότι ενθυμούμεθα τι όπερ μανθάνομεν, λ. χ., δευτέραν φοράν.

(29) Διότι τούτο θα ήτο απλή πράξις μνήμης.
(30) Ούτως η ανάμνησις συνίσταται εις το αναπλάττειν, διά της βοηθείας μιας μόνης παραστάσεως, πάσας τας μετ' αυτής συνδεδεμένας.

(31) Αν η ανάμνησις ήτο μόνον τελεία ανάπλασις, θα ήτο η αυτή και η επιστήμη ήτις μας διδάσκει εκ δευτέρου ό,τι ήδη εμάθομεν.
(32) Από της μαθήσεως και ανακαλύψεως, εν αις δι' ωρισμένης και ακριβούς πορείας δύναται να επιτευχθή δις εξαγόμενόν τι. Εν τη αναμνήσει δεv υπάρχει η αυτή σταθερότης εις την πορείαν· διότι ου μόνον πολλαί υπάρχουσι μορφαί διεγέρσεως και συνειρμών, αλλά και ερεθισμός τις δύναται να μη φέρη το αυτό αποτέλεσμα εις δυο διαφόρους περιπτώσεις.
(33) Όταν το πρώτον μανθάνη τις τι, ορμάται εξ ατελούς καταστάσεως. Όταν όμως θέλη να αναμνησθή τι, δέον να έχη ήδη τα στοιχεία της μνήμης.
(34) Μετά το πυρ η θερμότης, μετά τον ήλιον το φως.
(35) Από της παρούσης (νυν) εικόvoς λύρας ενθυμούμαι προτέραv λύραν, είτα μουσικόν—ωδήν— Από της εικόvoς (όμοιον) το πρωτότυπον, από του ψυχρού (εναντίον) το θερμόν. Εκ της κατοικίας μου τας παρακειμένας οικίας.(36) Mε την ζητούμενην.
(37) Αρκεί μέρος της μνήμης, όπερ έρχεται εις την ψυχήν άνευ παρεμβάσεως της βουλήσεως, ίνα εξεγείρη την όλην μνήμην.
(38) Ήτοι αι κινήσεις ή αι παραστάσεις ας ανέπλασαν τα όμοια, ή τα εναντία ή τα εγγύς.
(39) Ήτοι δι' απλής ενεργείας μνήμης.
(40) Ούτω και όταν αναμιμνήσκεται πράγματα τα οποία προ πολλού εγνώρισε.
(41) Τας οποίας τα πράγματα προξενούοιν εις την ψυχήν.
(42) Η vέα μάθησίς τίνος γίνεται βεβαίως, όταν μαθόντες άλλοτε αυτό ελησμονήσαμεν έπειτα.
(43) Ή μάλλον να αναμνησθή.
(44) Χωρίς να έχη δεδομένον τι προηγουμένως, ου η κατοχή θα απετέλει την ανάμνησιν.
(45) Αύτη η δυνάμει ενυπάρχουσα διεγερτική εμπειρία ανακινεί τας διαφόρους μνήμας, εξ ων θα πορισθή τις την ζητουμένην τελείαν μνήμην.
(46) Τo κείμενον λέγει “από τόπων”, κατά δε τον Θεμίστιον “τόπους λέγομεν ή τας αρχάς, οίτινες πρέπει να υπάρχωσιν εν τη ψυχή, ή τους κατά τα σύστοιχα και τα όμοια και τα εναντία, ή τους σωματικούς και τας εv τούτω ή εκείνω τω μέρει θέσεις”.
(47) Ίνα εύρη το ζητούμενον.
(48) Όταν βαίνη προς τα δεξιά.
(49) Προς το δ, όπερ προηγείται του β αριστερόθεν, και προς το ε ήτοι προς τα επόμενα μετά το ε δεξιόθεν.
(50) Εάν η σειρά ήτο ακόμη μακροτέρα.

(51) Η συχνή επανάληψις.
(52) Ο θέλων vα αναμνησθή τον Λεωφάνην, εάν αναμνησθεί τον Λεωσθένην, εσολοίκισεν (έσφαλεν) ως προς τον Λεωφάνην (Θεμίστιος).
(53) Εν τοις επομένοις συγρίνονται η μνήμη και η ανάμνησις.
(54) Εν τη μνήμη και εν τη αναμνήσει.
(55) Την κοινήν αίσθησιν,
(56) Διάνοια είναι ενέργεια νου μετά φαντασίας.
(57) Δεν είναι ανάγκη να αισθάνηται η ψυχή τα παρόντα, ίνα τα εννοή. Aρκεί άπαξ vα τα αισθανθή, ίνα δύνηται να τα παριστάνη εν τη απουσiα των.

(58) Μη έχοντα διαστάσεις ίσας προς τας της πραγματικότητος.
(59) Δια γεωμετρικών σχημάτων αναλόγων θα δειχθή πώς εισαγεται αναλογία εν τη ψυχή μεταξύ των παραστάσεων των αντικειμένων και αυτών των αντικειμένων, και ότι είται τα πράγματα είτε τας εικόνας των θεωρήσωμεν, αι αναφοραί μένουσιν αι αυταί, και η ψυχή δύναται να κρίνη περί των μεν όσov και περί των δε. Εκ των δύο τριγώνων το μικρότερον και εσωτερικόν αβε παριστά τα πράγματα, α voεί η ψυχή, το δε μεγαλείτερον και εκτός είναι ο χρόνος, ον αντιλαμβάνεται ομού με τα νοήματα. Αποδεικνύεται δε ότι “μνημονεύοντες ή αναμιμνησκόμενοι εξ ανάγκης και τον πληρούντα χρόνον συνεννοούμεθα” (Θεμίστιος).

(60) Και της αναμνήσεως. Άνευ της συνειδήσεως του χρόνου, θα νομίζωμεν ουχί ότι ενθυμούμεθα προηγούμενα, αλλ' ότι τώρα πρώτον τα παριστανομεν.
(61) Διττώς απατάται η μνήμη. 1ον. Όταν εναλλάσσωνται τα μνημονευόμενα πράγματα και αι εικόνες· π. χ. βλέπω την εικόvα του Α και υπολαμβάνω ότι είναι η του Β. Νομίζω λοιπόν ότι ενθυμούμαι τον Β ενώ πραγματικώς ενθυμούμαι τον Α. 2ον. Όταν ενθυμώμεθά τι, αλλά δεv έχομεν συvείδησιν τούτου και ομοιάζομεν προς τον ονειρώττοντα, όστις δεν συναισθάνεται, ότι ονειρώττει.
(62) Διότι η μνήμη είναι προτέρα της αναμνήσεως.
(63) Όπως ο συλλογιζόμενος συνδέει πρότασιν με πρότασιν, ούτω και ο αναμιμνησκόμενος συνδέει τα μικρότερα με τα μεγαλύτερα.
(64) Εις την εκουσίαν ανάμνησιν μεταχειριζόμεθα τους νόμους του συνειρμού βεβουλευμένως και εσκεμμένως· εις την αυθόρμητον ανάμνησιν οι αυτoί νόμοι εφαρμόζουσιν, αλλά δεν τους μεταχειριζόμεθα εσκεμμένως.
(65) Εν μεν τη αναμνήσει η οργανική πορεία γίνεται εκ των έσω προς τα όργανα της αισθήσεως, τουναντίον δε εν τη αισθήσει η πορεία γίνεται εκ της περιφερείας προς το κέντρον. Περί Ψυχής Α. 4.
(66) Η ζητουμένη εμπειρία.

(67) Ή άλλως: αυτοί ούτοι δεν ησυχάζουσιν ευκόλως άπαξ κινηθέντες, έως ου τύχωσι του ποθουμένου ή η κίνησις λάβει τον οικείον δρόμον.
(68) Κατά το οπoίοv η ψυχή δεν είναι κυρία εαυτής και των αναμνήσεων αυτής.
(69) Διότι π. χ. επί μακρόν χρόνον έχoυσι κεφαλήν δυσανάλογον.


*Αριστοτέλης, Μικρά Φυσικά, 
Αρχαίο Κείμενο: ed. W. D. Ross, Oxford 1955  Μετάφραση-Σχόλια: Π. Γρατσιάτου, Εκδόσεις ΦΕΞΗ, Αθήνα, 1912.


Wednesday, 30 January 2019

HERACLITUS: THE FRAGMENTS


ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει (18) : Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο.

ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει (93) Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά σημαίνει.

ὴ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν (19) : Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.

ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (67) : Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα.

πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους (53) : Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.

εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών (80) : Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.

τὸ ἀντίξουν συμφέρον καὶ ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν (καὶ πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι) (8) : Το αντίθετο συγκλίνει, και απ' τις διαφορές (γεννιέται) η πιο όμορφη αρμονία, και τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια.

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων (54) : Η αφανής αρμονία είναι καλύτερη απ' τη φανερή.

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή (60) : Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.

συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα (10) : Συνδέσεις όλα κι όχι όλα, ομόνοια, διχόνοια, συμφωνία, ασυμφωνία: το Ένα γεννιέται απ' όλα και από το Ένα όλα.

οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολογέει· παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης (51) : Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του· αρμονία αντιθέτων εντάσεων όπως στο τόξο και τη λύρα.

ταὐτὸ τ' ἔνι ζῶν καὶ τεθνηκὸς καὶ (τὸ) ἐγρηγορὸς καὶ καθεῦδον καὶ νέον καὶ γηραιόν· τάδε γὰρ μεταπεσόντα ἐκεῖνά ἐστι κἀκεῖνα πάλιν μεταπεσόντα ταῦτα (88) : Το ίδιο πράγμα υπάρχει σε μας, το ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο· γιατί αυτά μεταβάλλονται σ' εκείνα και, αντίθετα, εκείνα μεταβάλλονται σ' αυτά.

καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν (ἕν ἐστιν) (58) : Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό.

ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν (49
a) : Στα ίδια ποτάμια και μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, και είμαστε και δεν είμαστε.

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ (91) : Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι.

ξυνὸν γὰρ ἀρχὴ καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας (103) : Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το πέρας συμπίπτουν.

τὰ ψυχρὰ θέρεται, θερμὸν ψύχεται, ὑγρὸν αὐαίνεται, καρφαλέον νοτίζεται (126) : Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το στεγνό δροσίζεται.

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη (52) : Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· ενός παιδιού η βασιλεία.

πυρός τε ἀνταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός (90) : Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι, και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.

…μεταβάλλον ἀναπαύεται (84
a) : (Η φωτιά) μεταβαλλόμενη αναπαύεται.
κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ

ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα (30) : Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον έπλασε, αλλ' ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.

ἐφη ὡς ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων (119) : Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο δαίμονας του.

τοὺς καθεύδοντας ἐργάτας εἶναι καὶ συνεργοὺς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων (75) : Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί σ' αυτά που γίνονται στον κόσμο.

φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ (123) : Η φύση αγαπά να κρύβεται.

ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν (101) : Αναζήτησα (και βρήκα) τον εαυτό μου.

ἀγχιβατεῖν  (ἀγχιβασίην) (122) : ἀμφισβιτεῖν

ἔστι γὰρ εἱμαρμένα πάντως.. (137) : Υπάρχει σ' όλα επέμβαση της ειμαρμένη…



*Jean, Brun (1994), Ηράκλειτος, μτφ. Σαπφώ Διαμάντη & Πόλυ Γκέκα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα.