ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Περί ατελών ζώων.— Και αυτά έχουσι φαντασίαν αισθητικήν, αόριστον δε αιτίαν κινήσεως.— Βούλησις και λόγος.
1. [σ. 145] Πρέπει δε να εξετάσωμεν και περί των ατελών ζώων (1) ποίον είναι το αίτιον το κινούν τα ζώα, τα οποία μόνην αίσθησιν έχουσι την αφήν. Είναι δυνατόν να έχωσι ταύτα φαντασίαν και επιθυμίαν ή ουχί ; Διότι φαίνεται ότι αισθάνονται λύπην και ηδονήν, εάν δε έχωσι ταύτα, τότε αναγκαίως έχουσι και επιθυμίαν (2). Αλλά φαντασία πώς δύναται να υπάρχη εις τα ζώα ; Ή πρέπει να απαντήσωμεν, ότι όπως ταύτα κινούνται απροσδιορίστως (3) ούτω και η δύναμις αύτη υπάρχει μεν εν αυτοίς, αλλά κατά τρόπον αόριστον;
2. Η αισθητική λοιπόν φαντασία υπάρχει, ως είπομεν, και εις τα κατώτερα ζώα, η βουλευτική όμως μόνον εις τα λογικά ζώα υπάρχει. Διότι, το αν πρέπει τις να πράξη τούτο ή εκείνο, είναι έργον βεβαίως συλλογισμού· και πρέπει αναγκαίως να μετρή πάντα με έν μέτρον (4), διότι επιδιώκει πάντοτε το μεγαλύτερον αγαθόν (5), και ούτω δύναται εκ πολλών εικόνων ν' αποτελή μίαν παράστασιν (6). Αίτιον δε του να νομίζηται, ότι τα [σ. 146] ατελή ζώα δεν έχουσι δόξαν (γνώμην), είναι τούτο, ότι δεν έχουσι την δύναμιν να συμπεράνωσιν εκ συλλογισμού, εν ω η δόξα περιέχει αυτήν (7).
3. Διά τούτο η όρεξις αυτών δεν έχει την βουλευτικήν δύναμιν (αποφασίζουσαν βούλησιν). Αλλ' η όρεξις νικά ενίοτε την βούλησιν και κινεί εις πράξεις· άλλοτε όμως η βούλησις νικά την όρεξιν, και πάλιν ως (αναρριπτομένη) σφαίρα, η όρεξις νικά όρεξιν άλλην, ως όταν επικρατή ακρασία. Αλλά πάντοτε η ανωτέρα (8) δύναμις είναι φύσει αρχικωτέρα και κινητική. Ώστε η κίνησις δύναται να λάβη τρεις διευθύνσεις (9).
4. Το επιστημονικόν (γνωστικόν) όμως μέρος της ψυχής δεν κινείται (10), αλλά μένει ακίνητον. Αλλ' επειδή η μεν σύλληψις του καθόλου, η γενική έννοια, διαφέρει της συλλήψεως του καθ' έκαστα (της μερικής εννοίας), διότι η μεν πρώτη λέγει γενικώς ότι ο τοιούτος οφείλει να πράττη ταύτην την πράξιν, η δε ότι ούτος ο ατομικός άνθρωπος οφείλει να ενεργή ούτως (και εγώ είμαι ατομικός άνθρωπος), αυτή η μερική έννοια κινεί, ουχί η καθολική (ή γενική). Ή αμφότεραι συνδυαζόμεναι είναι αίτια κινήσεως, αλλ' η μεν μάλλον ως ηρεμούσα, η δε ουχί ηρεμούσα (5).
Σημειώσεις
1) Λ. χ. των ζωοφύτων, των μαλακίων κλπ.
2) Άρα έχουσι και όρεξιν επομένως και φαντασίαν.
3) Προδήλως νοεί κίνησιν εν τη ψυχή. Το ζώον αισθάνεται μόνον, ότι αντικείμενον τι προξενεί αυτώ ηδονήν ή λύπην, αλλ' ουδέν γινώσκει περί του αντικειμένου τούτου, δι' ο πάντα είναι αδιόριστα εν τω ζώω.
4) Οίον είναι η ηδονή, ή το συμφέρον ή το καθήκον.
5) Ο Αριστ. ακολουθών την έννοιαν του μέτρου λέγει το “μεγαλύτερον”.
6) Το λογικόν αντεξετάζει τας παραστάσεις προς το μέτρον, κλίνει πολλάκις, και ούτως εκ πολλών συμπεραίνεται έν, μία απόφασις.
7) Η πράξις του αλόγου κινείται υπό απλής φαντασίας, άνευ συλλογισμού, άνευ κρίσεως (δόξης). Αλλ' η όρεξις του λογικού ζώου είναι και μετά δόξης και άνευ δόξης, αλλά διά τούτο ουχί πάσα όρεξις είναι βούλησις (λογική όρεξις).
8) Η νικώσα.
9) 1ον ο λόγος κινεί την όρεξιν, 2ον η όρεξις τον λόγον, 3ον όρεξις την όρεξιν. Ή άλλως. Υπάρχει α') το παράγγελμα του απαθούς νου, όπερ ενεργεί επί της ορέξεως κίνησιν ωθιστικήν· β') όταν αντικείμενόν τι διεγείρη την όρεξιν και διά ταύτης εξεγείρεται ο νους, η κίνησις είναι ανάλογος προς έλξιν· γ') Η πλήρης κίνησις καταλήγει εις πράξιν σωματικής ή φυσικής κινήσεως.
10) Η μερική έννοια κινεί εις πράξιν. Όρα Ηθ. Νικ. VΙΙ. 3.6.
*Ἀριστοτέλους Περὶ
Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.