Sunday, 3 February 2019

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'

Το κινούν το ζώον είναι η όρεξις, ήτις περιλαμβάνει την βούλησιν και τον νουν. Την όρεξιν κινεί το ορεκτόν αντικείμενον. Τούτο είναι το πρώτον κινούν, το κινούν, όπερ, ακίνητον αυτό, κινεί το άλλο.

1. [σ. 140] Φαίνεται (1) λοιπόν, ότι δύο είναι τα κινούντα το ζώον, η όρεξις ή ο νους, εάν υποτεθή ότι και η φαντασία είναι νόησίς τις (2), διότι πολλά άλλα, εναντία της λογικής γνώσεως (3), επακολουθούσιν εις τας εικόνας της φαντασίας, και εις τα άλογα ζώα δεν υπάρχει μεν νόησις και συλλογισμός, αλλ' όμως υπάρχει η φαντασία. (4) Άρα μόνα τα δύο ταύτα δύνανται να κινώσι τοπικώς, ο νους και η όρεξις.
2. Νουν δε λέγω εδώ τον συλλογιζόμενον χάριν σκοπού τινος, και αφορώντα εις την πράξιν νουν, όστις διαφέρει από τον θεωρητικόν, διότι έχει ηθικόν σκοπόν. (5) Και πάσα όρεξις έχει σκοπόν τινα, το δε πράγμα του οποίου υπάρχει όρεξις γίνεται αρχή της κινήσεως. Ο τελικός σκοπός είναι η αρχή της πράξεως (6). Ώστε [σ. 141] ευλόγως αύται αι δύο δυνάμεις, η όρεξις και ο πρακτικός νους φαίνεται ότι είναι αιτίαι της κινήσεως. Διότι το αντικείμενον της ορέξεως (το ορεκτόν) κινεί ημάς, διά τούτου δε και η διάνοια κινεί, διότι το ορεκτόν είναι η αρχή αυτής.
3. Και η φαντασία δε, όταν κινή το ζώον, δεν το κινεί άνευ ορέξεως. Ούτω λοιπόν εν είναι το αίτιον της κινήσεως της ορεκτικής δυνάμεως, το αντικείμενον αυτής. Διότι, αν υπήρχον δύο αίτια κινήσεως, ο νους και η όρεξις, θα παρήγον κίνησιν κατά κοινήν τινα ιδέαν. Αλλ' όμως ο μεν νους αληθώς δεν φαίνεται ότι κινεί άνευ της ορέξεως. Διότι και η βούλησις είναι όρεξις (7) και όταν το έμψυχον κινήται κατά συλλογισμόν τινα κινείται και κατά βούλησιν. Η όρεξις όμως κινεί εις πράξεις και εναντίον του λόγου (8) διότι η επιθυμία είναι (9) όρεξίς τις.
4. Ο νους λοιπόν πάντοτε είναι ορθός, η όρεξις όμως και η φαντασία είναι άλλοτε ορθαί, άλλοτε δε ουχί ορθαί. Διά τούτο το ορεκτόν αντικείμενον πάντοτε κινεί εις πράξεις και είναι ή το (πραγματικόν) αγαθόν (10) ή το φαινόμενον ως αγαθόν (11) και ουχί πάν αγαθόν (12) αλλά μόνον το αγαθόν το πρακτόν (όπερ δέον να πράττηται), το πρακτόν δε τούτο αγαθόν είναι το δυνάμενον να είναι άλλως παρ' ό,τι είναι (13).
5. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι η δύναμις της ψυχής η καλουμένη όρεξις είναι η αιτία της κινήσεως εις πράξιν (14), αλλά κατά τους αναλύοντας τα μέρη της ψυχής, εάν αναλύωσι και χωρίζωσι [σ. 142] κατά τας δυνάμεις αυτής γίνονται πάμπολλα μέρη, το θρεπτικόν, το αισθητικόν, τα νοητικόν, το βουλευτικόν και το ορεκτικόν· ταύτα δε διαφέρουσι μεταξύ των περισσότερον παρά το επιθυμητικόν και το θυμικόν.
6. Καίτοι δε ορέξεις δύνανται να είναι εναντίαι προς αλλήλας, ως συμβαίνει, όταν είναι εναντία ο λόγος και αι επιθυμίαι (15), γίνεται τούτο μόνον εις τα όντα τα οποία έχουσι το αίσθημα του χρόνου. Διότι ο μεν νους διατάττει να ανθιστάμεθα διά το μέλλον (διά τα επακόλουθα), η δε επιθυμία αποβλέπει εις το παρόν(16), διότι εις ταύτην φαίνεται το παρόν ευάρεστον (η στιγμιαία ηδονή) ως το απολύτως ευάρεστον και ως το απολύτως αγαθόν, διότι δεν βλέπει το μέλλον. Διά ταύτα κατ' είδος (18) μεν είναι μία η αρχή η κινούσα, ήτοι το ορεκτικόν μέρος καθό ορεκτικόν. Αριθμητικώς όμως πολλαί κινητικαί δυνάμεις δύνανται να είναι εν αυτή. Αλλά πρώτον πάντων των κινούντων είναι το ορεκτόν αντικείμενον, διότι τούτο, χωρίς να κινήται, κινεί καθ' όσον νοείται ή συλλαμβάνεται υπό της φαντασίας. Κατ' αριθμόν όμως τα κινούντα εις πράξιν, ορεκτά και ορεκτικά, είναι περισσότερα (19).
7. Επειδή δε τρεις όροι διακρίνονται, πρώτον το κινούν, δεύτερον το όργανον, δι' ου τούτο κινεί, και τρίτον το κινούμενον πράγμα, εκ τούτων το μεν κινούν είναι διττόν, αφ' ενός μεν είναι εν στοιχείον ακίνητον, εξ άλλου δε είναι εν στοιχείον κινούν και κινούμενον. Και το μεν ακίνητον κινούν είναι το πρακτέον αγαθόν, το δε κινούν και κινούμενον είναι η ορεκτική δύναμις, διότι [σ. 143] το ον το ορεγόμενον κινείται καθ' όσον ορέγεται, και η όρεξις είναι μία κίνησις καθ' όσον είναι ενέργεια (του ορεκτικού). Το δε κινούμενον είναι το ζώον· το όργανον δε, δι' ου κινεί η όρεξις, τούτο είναι όργανον σωματικόν (η καρδία κλπ.). Αλλά περί τούτου θα εξετάσωμεν όταν και τας κοινάς σώματος και ψυχής λειτουργίας θα θεωρήσωμεν.
8. Τώρα δε δυνάμεθα να είπωμεν κεφαλαιωδώς, ότι η κίνησις είναι οργανική εκεί όπου είναι έν η αρχή και το τέλος, ως εις τον γιγγλυμόν. (20) Διότι εις ένα γιγγλυμόν το κυρτόν και το κοίλον είναι το εν μεν τέλος, το δε άλλο είναι αρχή. Και διά τούτο το μεν μένει ακίνητον, το δε κινείται, και ενώ είναι νοητώς ταύτα διακεκριμένα, πραγματικώς είναι αχώριστα. Διότι πάσαι αι κινήσεις γίνονται δι' απώσεως και έλξεως. Και πρέπει διά τούτο εν σημείον να μένη ακίνητον, όπως είναι το κέντρον εν τω κύκλω, και εκ τούτου να αρχίζη η κίνησις (21).
9. Εν γένει λοιπόν, ως είπομεν, το ζώον δύναται να κινή εαυτό μόνον καθ' όσον είναι ορεκτικόν (έχει όρεξιν), αλλά δεν δύναται να έχη όρεξιν άνευ φαντασίας, πάσα δε φαντασία είναι ή λογική ή αισθητική, (22) Ταύτης δε μετέχουσι και τα άλλα ζώα και ο άνθρωπος (23).

Σημειώσεις

1) Το πρώτον αίτιον της κινήσεως είναι το αντικείμενον της ορέξεως, το ορεκτόν πράγμα.
2) Ουχί νους, αλλ' ενέργεια του νου.
3) Διότι, ως είπεν ανωτέρω, ο νους του ανθρώπου ουδέν δύναται να συλλάβη άνευ εικόνος.
4) Ήτις αναπληρούσα τον νουν γεννά την κίνησιν.
5) Ούτος είναι ο επιτακτικός λόγος (φρόνησις επιτακτική. Ηθ. Νικομ., VI 102.) Ο θεωρητικός λόγος αντικείμενον έχει την αναγκαίαν αλήθειαν, ο δε πρακτικός το ενδεχόμενον και αιρετόν.
6) Το τέλος της πράξεως είναι ελατήριον ή αφετηρία.
7) Η βούλησις είναι όρεξις διανοητική ή ορθή ή μετά λόγου.
8) Και διά τούτο όρεξις και λόγος δεν παράγουσι κίνησιν κατά κοινήν μορφήν.
9) Ζωηρά όρεξις.
10) Όπερ κινεί τον νουν.
11) Όπερ κινεί την επιθυμίαν και τον θυμόν.
12) Δεν είναι το απόλυτον και το αΐδιον αγαθόν.
13) Είναι το μερικόν αγαθόν, όπερ δύναται να γίνη και να μη γίνη, και είναι αγαθόν πρός τινα και ουχί πάντοτε αγαθόν.
14) Εν τη ψυχή· πρώτη δε αιτία είναι το ορεκτόν.
15) Και ανωτέρω ερρήθη : Καθ' όσον η όρεξις γεννάται εκ του λόγου, ή του θυμικού, ή της επιθυμίας, εμφανίζεται υπό τρεις ενεργείας.
16) Μόνος ο άνθρωπος έχει συνείδησιν του χρόνου κατά τας τρεις διαστάσεις, τα άλλα δε ζώα κατά συμβεβηκός αισθάνονται τον χρόνον, αισθανόμεθα πρότερα παθήματα.
17) Πρέπει πρώτον να νοήση τις ή να παραστήση εαυτώ αντικείμενον, ίνα έπειτα ορεχθή αυτού.
18) Αντιθέτως προς το κατ' αριθμόν.
19) Ούτω πηγή της ορέξεως είναι ο νους ή η αίσθησις ή η φαντασία.
20) Γιγγλυμός λέγεται, ως γνωστόν, η διάρθρωσις των οστών, καθ' ην το μέλος κινείται κατά μίαν διεύθυνσιν, ως είναι η του αγκώνος και της κνήμης.
21) Ούτω και εν τω ζώω ανάγκη να μένη τι εν τω μέσω και από τούτου να γίνηται η κίνησις των μερών.
22) Η αισθητική υπάρχει και εις τα άλογα ζώα, η δε λογική μόνον εις τους ανθρώπους, οίτινες αντεξετάζουσι διαφόρους παραστάσεις και κρίνουσι ποία είναι η προτιμότερα. Ο νους είναι το ακίνητον, όπερ κινεί και ωθεί. Το ορεκτόν αντικείμενον έλκει την όρεξιν.
23) Ο λόγος ή ο νους καθ' όσον ενεργεί εν τω κύκλω της γνώσεως λέγεται θεωρητικός, ενεργών δ' εν τω κύκλω της ηθικότητος λέγεται πρακτικός. Έργον του μεν θεωρητικού είναι να κρίνη μεταξύ αληθείας και [σ. 144] ψεύδους, του δε πρακτικού μεταξύ αγαθών και κακών. Εκείνος γινώσκει μόνον, ούτος κρίνει, σταθμίζει, εκτιμά, βουλεύεται, αποφασίζει και προστάττει. Η αρετή τούτου είναι η φρόνησις, αντικείμενον δε τα πρακτά αγαθά, τα καθ' έκαστον, αντιθέτως προς τον θεωρητικόν, όστις αντικείμενον έχει τα καθ' όλου, τας αρχάς και τους νόμους. Ο πρακτικός λόγος και τα προστάγματα αυτού είναι αχώριστα από της βουλήσεως. Ως νομοθετική δύναμις ούτος οδηγεί και φωτίζει την βούλησιν, ήτοι την προς το αγαθόν προσπάθειαν, ης κατωτάτη μορφή είναι η ορμή, υψίστη δε η λογική όρεξις. Τα συστατικά στοιχεία της ηθικής βουλήσεως είναι ο πρακτικός λόγος ή νους και η όρεξις. Της ορέξεως ή επιθυμίας συστατικά στοιχεία είναι: 1) παράστασίς τις ή γνώσις, “το ορεκτικόν ουκ άνευ φαντασίας”· 2) συναίσθημα ηδονής ή άλγους· 3) προσπάθεια ή ενέργεια. Η όρεξις περιέχει αίρεσιν ή φυγήν, το αντικείμενον δ' αυτής είναι το ελατήριον της πράξεως. Αλλ' όπως μόνος ο λόγος δεν γεννά πράξιν, ούτως η επιθυμία μόνη δεν είναι λογική και ηθική. Δια τούτο ο Αριστοτέλης ορίζει την προαίρεσιν όρεξιν διανοητικής ή νουν ορεκτικόν, ορίζει δηλ. ότι η ηθική βούλησις είναι σύνθετος εκ λόγου και ορέξεως. Και ο λόγος ενταύθα ενεργεί εν μορφή πρακτικού συλλογισμού, ου το συμπέρασμα είναι επιτακτικόν· λ. χ. “πάντες οι πολίται οφείλουσι να υπακούωσι τοις νόμοις”. Εγώ είμαι πολίτης, άρα οφείλω κλπ. Εκ των όρων του συλλογισμού τούτου, ουχί ο μείζων και γενικός, αλλ' ο ελάσσων, η μερική έννοια είναι η κινούσα εις πράξιν· ο λόγος, δι' ον υπακούω τοις νόμοις, είναι ότι εγώ ειμι πολίτης (Όρα το τέλος του επομένου κεφαλαίου).


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.