ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Περί του νου. —
Αναφοραί νου και αισθήσεως.—Ο νους είναι προς τα νοητά ό,τι η αίσθησις προς τα
αισθητά =δεκτικός ειδών. Αλλ' ο νους είναι απαθής και χωριστός των αισθητών. —
Διαφοραί νου και αισθήσεως.—Λίαν σφοδρά αίσθησις δεν είναι αντιληπτή, όσω όμως
μάλλον νοητόν το αντικείμενον, τόσω μάλλον καταληπτόν υπό του νου.—Ο νους
δυνάμει είναι τα νοητά.—Ο νους δύναται να νοή εαυτόν. (1)
1. [σ. 119] Περί δε
του μέρους της ψυχής, διά του οποίου αύτη γινώσκει και διανοείται, είτε το
μέρος τούτο είναι χωριστόν (2) είτε δεν είναι χωριστόν κατά μέγεθος
(πραγματικώς) αλλά κατά λόγον (υπό της νοήσεως), ανάγκη να εξετάσωμεν τί έχει
ως διακριτικόν(3) γνώρισμα και πώς γίνεται η νόησις.
2. Αν η νόησις είναι καθώς η αίσθησις, ή είναι πάθος τι (4) όπερ ενεργεί το νοητόν αντικείμενον, ή είναι άλλο τι τοιούτον.
3. Πρέπει λοιπόν να είναι απαθής μεν (5), ικανή όμως να δέχηται το είδος (των ιδίων αντικειμένων) και δυνάμει να είναι ομοία (με το πράγμα) αλλ' ουχί αυτό το πράγμα, και όπως η αίσθησις είναι προς τα αισθητά, τοιαύτην σχέσιν πρέπει και ο νους να έχη [σ. 120] προς τα νοητά. Αναγκαίως άρα ο νους, επειδή νοεί πάντα τα όντα, είναι αμιγής (χωριστός από τα όντα), καθώς λέγει ο Αναξαγόρας, ίνα δεσπόζη, τουτ' έστιν ίνα γνωρίζη αυτά. Διότι ο νους εμποδίζει και αποκλείει παν στοιχείον, όπερ είναι ξένον και συνεμφανίζεται, ώστε η φύσις αυτού ουδεμία άλλη είναι ειμή αύτη, ότι δηλ. είναι δύναμις ή δυνατός (να περιλάβη τας φύσεις και τα είδη πάντων των άλλων). Άρα ο ονομαζόμενος νους της ψυχής (λέγω δε νουν εκείνο δι' ου η ψυχή διανοείται και πλάττει συλλήψεις) δεν είναι ενεργεία ουδέν εκ των όντων, πριν να νοήση αυτό (6).
4. Διά τούτο δεν είναι εύλογον (να δεχθώμεν) ότι είναι μεμιγμένος με το σώμα (7), διότι άλλως θα ελάμβανε ποιότητά τινα, θα εγίνετο ψυχρός ή θερμός (ως σώμα) ή θα ήτο όργανόν τι, όμοιον με αισθητήριον. Αλλ' ουδέν τοιούτον είναι ο νους. Και ορθώς λέγουσιν(8) ότι η ψυχή είναι τόπος των ειδών, πλην ούτε ολόκληρος η ψυχή είναι τοιαύτη, αλλά μόνον η νοητική ψυχή, ούτε είναι εντελέχεια τα είδη (αι ιδέαι), αλλά δυνάμει (9).
5. Είναι δε φανερόν και εκ των αισθητηρίων και εκ της αισθήσεως, ότι δεν είναι όμοιαι η απάθεια του αισθητικού μέρους της ψυχής και η του νοητικού. Διότι η μεν αίσθησις δεν δύναται να αισθάνηται το αισθητόν, όταν τούτο ενεργή σφοδρώς, λ. χ. ούτε ήχον ακούει, όταν ηχώσι μεγάλοι ήχοι, ούτε χρώματα βλέπει, όταν είναι λίαν ζωηρά, ούτε οσμάς αισθάνεται, όταν είναι λίαν δυναταί. Αλλ' ο νους, όταν νοήση τι σφοδρά νοητόν (βαθύ νόημα), ουχί [σ. 121] ολιγώτερον, αλλά περισσότερον νοεί τας μικροτέρας λεπτομέρειας. Διότι η μεν αισθητική δύναμις δεν υπάρχει άνευ του σώματος, ο δε νους είναι χωριστός από του σώματος (10).
6. Όταν δε ο νους νοών γείνη έκαστον των νοητών ούτως, όπως λέγεται επιστημών ο κατ' ενέργειαν επιστήμων (11), τούτο δε συμβαίνει, όταν δύναται ούτος να ενεργή (12) δι' εαυτού μόνου, είναι μεν ο νους και τότε κατά τίνα τρόπον δυνάμει, αλλ' όχι ομοίως, όπως πριν να μάθη ή εύρη το αντικείμενον (13), διότι αυτός ούτος τότε δύναται να νοή εαυτόν (14).
7. Επειδή δε άλλο είναι αισθητόν τι μέγεθος και άλλο το είδος, η ουσία του μεγέθους, άλλο ύδωρ τι αισθητόν και άλλο το είδος (η φύσις) του ύδατος· ομοίως δε και εις πολλά άλλα (αλλ' ουχί εις πάντα, διότι είς τινα είναι τα αυτά), το είδος της σαρκός και την αισθητήν σάρκα η ψυχή κρίνει ή δι' άλλου μέρους έκαστον χωριστά ή διά του αυτού, άλλως όμως έχοντος (15). Διότι η μεν σαρξ [σ. 122] αύτη δεν υπάρχει άνευ της ύλης(16), αλλά, όπως η σιμότης (της ρινός) (17), είναι τούτο το μερικόν πράγμα εις τούτο το πράγμα. Διά της αισθήσεως λοιπόν η ψυχή διακρίνει το θερμόν και το ψυχρόν και εκείνας τας ποιότητας, των οποίων αναφορά και ένωσις είναι η σαρξ. Την έννοιαν (φύσιν) όμως της σαρκός κρίνει ή δι' άλλης δυνάμεως, ήτις είναι διάφορος και χωριστή (18) ή όπως κεκλασμένη γραμμή αναφέρεται προς εαυτήν, όταν εκταθή.
8. Το ευθύ (19) θεωρούμεν εις τα κατ' αφαίρεσιν όντα (τα μαθηματικά), όπως το σιμόν, διότι συνδέονται μετά της υλικής συνεχείας (του σώματος). Αλλ' ως προς την έννοιαν ή το είδός τινος, εάν είναι διάφορα ή έννοια του ευθέος και το ευθύ πράγμα (και είναι όντως δύο πράγματα), άλλη δύναμις κρίνει αυτήν. Η ψυχή λοιπόν κρίνει εις τας δύο περιπτώσεις δι' άλλης δυνάμεως ή διά μιας διαφοροτρόπως διακειμένης. Και εν γένει, όπως υπάρχουσι πράγματα χωριστά (αφηρημένα) από της ύλης, ούτως είναι και τα του νου.
9. Δύναταί τις να ερωτήση: αν ο νους είναι απλούς και απαθής και ουδέν κοινόν έχη με οιονδήποτε άλλο πράγμα, καθώς λέγει ο Αναξαγόρας, πώς δύναται να νοή, αν η νόησις (το νοείν) είναι πάθος (πάσχειν) τι; Διότι μόνον καθ' όσον υπάρχει κοινόν τι μεταξύ δύο τινών φαίνονται, ότι το μεν ποιεί, το δ' άλλο πάσχει (20).
10. Προσέτι ερωτάται, αν ο νους είναι και αυτός νοητός (αντικείμενον νοήσεως). Εάν είναι νοητός, τότε ή θα υπάρχη εις [σ. 123] τα άλλα πράγματα (21), εκτός εάν είναι νοητός κατά τρόπον διάφορον αυτών και το νοητόν αντικείμενον είναι εν μόνον πράγμα κατά το είδος,—ή άλλως ο νους έχει μικτήν τινα σύνθεσιν (22), η οποία τον καθιστά νοητόν, όπως τα άλλα πράγματα (23).
11. Αλλά “το μεν πάσχειν κατ' αναφοράν (24) προς κοινόν στοιχείον” έχει ανωτέρω διακριθή και ορισθή, ότι ο νους είναι τρόπον τινά δυνάμει τα νοητά, αλλά πριν να νοήση δεν είναι ουδέν εντελεχώς, και ούτω πρέπει να συμβαίνη, όπως εις πινάκιον, εις το οποίον τίποτε δεν υπάρχει πραγματικώς γεγραμμένον. Και τούτο ακριβώς συμβαίνει εις τον νουν (25).
12. Και αυτός είναι αντικείμενον νοήσεως (νοητός) καθώς τα άλλα νοητά πράγματα (26). Διότι εις τα άϋλα ταύτα όντα το νοούν ον και το νοούμενον είναι το αυτό πράγμα. Η θεωρητική επιστήμη (27) και το ούτως γινωσκόμενον αντικείμενον είναι εν και το αυτό. Ανάγκη όμως να εξετασθή διά τίνα αιτίαν δεν νοεί πάντοτε (28). Αλλ' εις τα πράγματα τα έχοντα ύλην έκαστον αυτών είναι μόνον δυνάμει νοητόν (29), ώστε εις ταύτα μεν δεν είναι στοιχείον ο [σ. 124] νους (30), διότι ο νους είναι δύναμις των πραγμάτων τούτων άνευ της ύλης των, ενώ εις αυτόν τον νουν υπάρχει το αντικείμενον της νοήσεως (31). [σ. 125]
2. Αν η νόησις είναι καθώς η αίσθησις, ή είναι πάθος τι (4) όπερ ενεργεί το νοητόν αντικείμενον, ή είναι άλλο τι τοιούτον.
3. Πρέπει λοιπόν να είναι απαθής μεν (5), ικανή όμως να δέχηται το είδος (των ιδίων αντικειμένων) και δυνάμει να είναι ομοία (με το πράγμα) αλλ' ουχί αυτό το πράγμα, και όπως η αίσθησις είναι προς τα αισθητά, τοιαύτην σχέσιν πρέπει και ο νους να έχη [σ. 120] προς τα νοητά. Αναγκαίως άρα ο νους, επειδή νοεί πάντα τα όντα, είναι αμιγής (χωριστός από τα όντα), καθώς λέγει ο Αναξαγόρας, ίνα δεσπόζη, τουτ' έστιν ίνα γνωρίζη αυτά. Διότι ο νους εμποδίζει και αποκλείει παν στοιχείον, όπερ είναι ξένον και συνεμφανίζεται, ώστε η φύσις αυτού ουδεμία άλλη είναι ειμή αύτη, ότι δηλ. είναι δύναμις ή δυνατός (να περιλάβη τας φύσεις και τα είδη πάντων των άλλων). Άρα ο ονομαζόμενος νους της ψυχής (λέγω δε νουν εκείνο δι' ου η ψυχή διανοείται και πλάττει συλλήψεις) δεν είναι ενεργεία ουδέν εκ των όντων, πριν να νοήση αυτό (6).
4. Διά τούτο δεν είναι εύλογον (να δεχθώμεν) ότι είναι μεμιγμένος με το σώμα (7), διότι άλλως θα ελάμβανε ποιότητά τινα, θα εγίνετο ψυχρός ή θερμός (ως σώμα) ή θα ήτο όργανόν τι, όμοιον με αισθητήριον. Αλλ' ουδέν τοιούτον είναι ο νους. Και ορθώς λέγουσιν(8) ότι η ψυχή είναι τόπος των ειδών, πλην ούτε ολόκληρος η ψυχή είναι τοιαύτη, αλλά μόνον η νοητική ψυχή, ούτε είναι εντελέχεια τα είδη (αι ιδέαι), αλλά δυνάμει (9).
5. Είναι δε φανερόν και εκ των αισθητηρίων και εκ της αισθήσεως, ότι δεν είναι όμοιαι η απάθεια του αισθητικού μέρους της ψυχής και η του νοητικού. Διότι η μεν αίσθησις δεν δύναται να αισθάνηται το αισθητόν, όταν τούτο ενεργή σφοδρώς, λ. χ. ούτε ήχον ακούει, όταν ηχώσι μεγάλοι ήχοι, ούτε χρώματα βλέπει, όταν είναι λίαν ζωηρά, ούτε οσμάς αισθάνεται, όταν είναι λίαν δυναταί. Αλλ' ο νους, όταν νοήση τι σφοδρά νοητόν (βαθύ νόημα), ουχί [σ. 121] ολιγώτερον, αλλά περισσότερον νοεί τας μικροτέρας λεπτομέρειας. Διότι η μεν αισθητική δύναμις δεν υπάρχει άνευ του σώματος, ο δε νους είναι χωριστός από του σώματος (10).
6. Όταν δε ο νους νοών γείνη έκαστον των νοητών ούτως, όπως λέγεται επιστημών ο κατ' ενέργειαν επιστήμων (11), τούτο δε συμβαίνει, όταν δύναται ούτος να ενεργή (12) δι' εαυτού μόνου, είναι μεν ο νους και τότε κατά τίνα τρόπον δυνάμει, αλλ' όχι ομοίως, όπως πριν να μάθη ή εύρη το αντικείμενον (13), διότι αυτός ούτος τότε δύναται να νοή εαυτόν (14).
7. Επειδή δε άλλο είναι αισθητόν τι μέγεθος και άλλο το είδος, η ουσία του μεγέθους, άλλο ύδωρ τι αισθητόν και άλλο το είδος (η φύσις) του ύδατος· ομοίως δε και εις πολλά άλλα (αλλ' ουχί εις πάντα, διότι είς τινα είναι τα αυτά), το είδος της σαρκός και την αισθητήν σάρκα η ψυχή κρίνει ή δι' άλλου μέρους έκαστον χωριστά ή διά του αυτού, άλλως όμως έχοντος (15). Διότι η μεν σαρξ [σ. 122] αύτη δεν υπάρχει άνευ της ύλης(16), αλλά, όπως η σιμότης (της ρινός) (17), είναι τούτο το μερικόν πράγμα εις τούτο το πράγμα. Διά της αισθήσεως λοιπόν η ψυχή διακρίνει το θερμόν και το ψυχρόν και εκείνας τας ποιότητας, των οποίων αναφορά και ένωσις είναι η σαρξ. Την έννοιαν (φύσιν) όμως της σαρκός κρίνει ή δι' άλλης δυνάμεως, ήτις είναι διάφορος και χωριστή (18) ή όπως κεκλασμένη γραμμή αναφέρεται προς εαυτήν, όταν εκταθή.
8. Το ευθύ (19) θεωρούμεν εις τα κατ' αφαίρεσιν όντα (τα μαθηματικά), όπως το σιμόν, διότι συνδέονται μετά της υλικής συνεχείας (του σώματος). Αλλ' ως προς την έννοιαν ή το είδός τινος, εάν είναι διάφορα ή έννοια του ευθέος και το ευθύ πράγμα (και είναι όντως δύο πράγματα), άλλη δύναμις κρίνει αυτήν. Η ψυχή λοιπόν κρίνει εις τας δύο περιπτώσεις δι' άλλης δυνάμεως ή διά μιας διαφοροτρόπως διακειμένης. Και εν γένει, όπως υπάρχουσι πράγματα χωριστά (αφηρημένα) από της ύλης, ούτως είναι και τα του νου.
9. Δύναταί τις να ερωτήση: αν ο νους είναι απλούς και απαθής και ουδέν κοινόν έχη με οιονδήποτε άλλο πράγμα, καθώς λέγει ο Αναξαγόρας, πώς δύναται να νοή, αν η νόησις (το νοείν) είναι πάθος (πάσχειν) τι; Διότι μόνον καθ' όσον υπάρχει κοινόν τι μεταξύ δύο τινών φαίνονται, ότι το μεν ποιεί, το δ' άλλο πάσχει (20).
10. Προσέτι ερωτάται, αν ο νους είναι και αυτός νοητός (αντικείμενον νοήσεως). Εάν είναι νοητός, τότε ή θα υπάρχη εις [σ. 123] τα άλλα πράγματα (21), εκτός εάν είναι νοητός κατά τρόπον διάφορον αυτών και το νοητόν αντικείμενον είναι εν μόνον πράγμα κατά το είδος,—ή άλλως ο νους έχει μικτήν τινα σύνθεσιν (22), η οποία τον καθιστά νοητόν, όπως τα άλλα πράγματα (23).
11. Αλλά “το μεν πάσχειν κατ' αναφοράν (24) προς κοινόν στοιχείον” έχει ανωτέρω διακριθή και ορισθή, ότι ο νους είναι τρόπον τινά δυνάμει τα νοητά, αλλά πριν να νοήση δεν είναι ουδέν εντελεχώς, και ούτω πρέπει να συμβαίνη, όπως εις πινάκιον, εις το οποίον τίποτε δεν υπάρχει πραγματικώς γεγραμμένον. Και τούτο ακριβώς συμβαίνει εις τον νουν (25).
12. Και αυτός είναι αντικείμενον νοήσεως (νοητός) καθώς τα άλλα νοητά πράγματα (26). Διότι εις τα άϋλα ταύτα όντα το νοούν ον και το νοούμενον είναι το αυτό πράγμα. Η θεωρητική επιστήμη (27) και το ούτως γινωσκόμενον αντικείμενον είναι εν και το αυτό. Ανάγκη όμως να εξετασθή διά τίνα αιτίαν δεν νοεί πάντοτε (28). Αλλ' εις τα πράγματα τα έχοντα ύλην έκαστον αυτών είναι μόνον δυνάμει νοητόν (29), ώστε εις ταύτα μεν δεν είναι στοιχείον ο [σ. 124] νους (30), διότι ο νους είναι δύναμις των πραγμάτων τούτων άνευ της ύλης των, ενώ εις αυτόν τον νουν υπάρχει το αντικείμενον της νοήσεως (31). [σ. 125]
Σημειώσεις
1) Το παρόν
κεφάλαιον είναι το σπουδαιότερον της όλης συγγραφής.
2) Κατά τόπον.
3) Από των άλλων μερών της ψυχής.
4) Ουχί κυρίως πάθημα, αλλά προαγωγή εκ δυνάμεως εις ενέργειαν και τελείωσιν.
5) Ούτε να υφίσταται κυριολεκτικώς πάθος, ούτε να έχη ίδιον είδος, αλλά να είναι δυνάμει πάντα τα είδη.
6) Ο νους μόνον αφού νόηση γίνεται ως τα πράγματα α νοεί, όπως και η αίσθησις γίνεται ως τα αισθητά, όταν αισθανθή αυτά
7) Μόνον σώμα μίγνυται με σώμα.
8) Ο Πλάτων και η Ακαδημία.
9) Μεταφορικώς λέγεται η ψυχή τόπος ειδών, ουχί όλη, αλλά μόνον η αισθητική και η νοητική δύναμις αυτής, και ουχί διότι η ψυχή περιέχει, αλλά διότι γίνεται τα νοητά, και τα αισθητά. Ο νους όμως είναι δυνάμει τα νοητά (αι ιδέαι), ενεργεία δε νοών ταύτα νοεί εαυτόν.
10) Δεν έχει όργανα ειδικά ως η αίσθησις, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητος από του σώματος.
11) Ο αμαθής είναι δυνάμει επιστήμων, έχει την δύναμιν να γείνη επιστήμων. Όταν όμως μάθη την επιστήμην, κατέχει (έξις) αυτήν, και είναι μεν και τότε δυνάμεις, αλλ' όχι όπως πριν να μάθη. Όταν δε ενεργοποιή την επιστήμην ην έχει (λ. χ. ο ιατρός την ιατρικήν), τότε είναι ενεργεία, ή εντελεχεία επιστήμων.
12) Τότε δεν έχει ανάγκην διδασκαλίας, αλλ' εξ ιδίας ενεργείας νοεί τα πράγματα και εαυτόν.
13) Πρότερον ήτο απλή δύναμις, πριν να νοήση ήτο μηδέν. Πριν να μάθη = διδαχθή. Πριν να εύρη = ανακαλύψη τι εξ ιδίας ενεργείας.
14) Ο νους νοήσας ήδη έγεινεν αυτά τα πράγματα, τα οποία νοεί, και τώρα νοών αυτά νοεί εαυτόν.
15) Μία δύναμις διαφόρως διατιθεμένη, ήτοι υπό διαφόρους όρους δρώσα, δύναται να γινώσκη οτέ μεν το αισθητόν, λ. χ. τούτο το ύδωρ, οτέ δε το καθόλου, την ουσίαν και το είδος των πραγμάτων, το ύδωρ εν γένει. Αλλ' εις μεν τα φυσικά πράγματα η ύπαρξις του πράγματος και το είδος ή η έννοια αυτού είναι χωριστά, ενώ εις τα άϋλα, τα νοητά, λ. χ. εις το άπειρον, τα δύο στοιχεία είναι αχώριστα.
16) Η σαρξ αύτη ην βλέπομεν ή εγγίζομεν, είναι αισθητή, καθ' όσον σύγκειται εξ υλικών στοιχείων.
17) Η σιμότης δεν είναι άνευ της ρινός, διότι είναι μορφή αυτής.
18) Λογικώς χωριστή, ο νους.
19) Λ. χ. η ευθεία γραμμή.
20) Το κοινόν των δυο όρων είναι η αναφορά η ενούσα αυτούς, των οποίων ο πρώτος είναι ικανός να δρα επί του δευτέρου, ούτος δε να δέχηται την ενέργειαν του πρώτου, ων δυνάμει ό,τι είναι ο πρώτος ενεργεία.
21) Τα νοητά. Ο νους νοών εαυτόν νοεί ή δι' εαυτού ή δι' άλλου. Εάν νοή δι' εαυτού, τότε νοών άλλα νοητά ανευρίσκει εαυτόν εις ταύτα, άτινα τότε γίνονται αυτά νοούντα άμα και νοητά.
22) Εν ή το εν είναι το νοούν και το άλλο είναι το νοούμενον.
23) Τα οποία δεν είναι ο νους, αλλά νοούνται μόνον υπ' αυτού.
24) Καθ' ην ο νους είναι δυνάμει ό,τι τα νοητά είναι ενεργεία.
25) Αι τοιαύται μεταφοραί υλικών σχέσεων εις τα όλως νοητά δεν πρέπει να λαμβάνωνται κατά γράμμα, άλλως γίνονται παραίτιοι παρεξηγήσεων. Ο νους είναι δύναμις άμα και ενέργεια, είναι μορφή άμα και περιεχόμενον.
26) Αι έννοιαι του νου, τα καθ' όλου, και αι μαθηματικοί αφαιρέσεις.
27) Ήτοι η νόησις, ήτις θεωρεί τα όλως νοητά και απηλλαγμένα παντός υλικού στοιχείου.
28) Δεν νοεί συνεχώς (πάντοτε) ως ων απλή δύναμις.
29) Το νοητόν υπάρχει μόνον δυνάμει εις τα υλικά όντα, ενεργεία δε υπάρχει μόνον εν τω νω.
30) Δεν είναι υλικός ο νους.
31) Η διάνοια λοιπόν είναι δυνάμει το περιεχόμενον του νοητού αντικειμένου, και ενεργούσα ταυτίζεται προς εαυτήν· αλλ' ο αυτοσυνειδώς νους είναι ουσιωδώς ενεργεία τοιούτος, αφού είναι πάντα εν εαυτώ. Ούτως ο Αριστοτέλης είναι καθαρός ιδεοκρατικός και ουχί εμπειρικός. Κακώς δε ενοήθη η παρομοίωσις του νου προς βιβλίον, εις το οποίον ουδέν ακόμη έχει γραφή. Η παθητικότης του νου σημαίνει μόνον την δύναμιν προ της ενεργείας. Ο νους δεν είναι βέβαια πράγμά τι αισθητόν, δεν έχει την παθητικότητα γραμματείου ή χάρτου αγράφου. Ο νους είναι αυτή η ενέργεια, ήτις άρα δεν είναι εξωτερική προς αυτόν, ως συμβαίνει προς τον χάρτην. Η παρομοίωσις λοιπόν περιορίζεται μόνον εις τούτο: ότι η ψυχή περιεχόμενον έχει μόνον καθ' όσον πραγματικώς ενεργεί η νόησις. Η ψυχή είναι το άγραφον τούτο βιβλίον· τ. έ. η ψυχή είναι δυνάμει πάντα, αλλά δεν είναι εν εαυτή η ολότης αύτη· είναι ως βιβλίον, όπερ περιέχει δυνάμει πάντα, αλλ' ουδέν ακόμη ενεργεία πριν ή ενεργηθή γραφή επ' αυτού. Προ της πραγματικής ενεργείας ουδέν αληθώς υπάρχει· αλλ' αυτός ο νους είναι νοητός, όπως τα νοητά εν γένει αντικείμενα, διότι εις το μη έχον ύλην (εις τον νουν) το νοούν (υποκείμενον) και το νοούμενον (αντικείμενον) είναι το αυτό. Η θεωρητική επιστήμη και το αντικείμενον αυτής, το επιστητόν, είναι το αυτό. Αλλ' εις το έχον ύλην η νόησις είναι μόνον δυνάμει, ούτως ώστε ο νους δεν ανήκει εις αυτό, διότι ο νους είναι δύναμις άνευ ύλης, αλλά το νοητόν υπάρχει εν αυτώ. Ο νους είναι πάντα τα νοητά εν εαυτώ· εν ώ η φύσις περιέχει μεν την ιδέαν, είναι νους, αλλά μόνον εν δυνάμει, εν αυτή ο νους δεν γίνεται προς εαυτόν, δεν γινώσκει εαυτόν. Ο νους όμως δεν είναι υλικόν, αλλά το καθολικόν, η καθολική δύναμις άνευ ύλης και είναι ενεργεία μόνον όταν νοή. Εκ τούτων είναι φανερόν, ότι η παρομοίωσις εξηγήθη όλως αντιθέτως προς τον νουν του Αριστοτέλους. (Έγελος Ιστορ. Φιλοσοφ. σελ. 387).
2) Κατά τόπον.
3) Από των άλλων μερών της ψυχής.
4) Ουχί κυρίως πάθημα, αλλά προαγωγή εκ δυνάμεως εις ενέργειαν και τελείωσιν.
5) Ούτε να υφίσταται κυριολεκτικώς πάθος, ούτε να έχη ίδιον είδος, αλλά να είναι δυνάμει πάντα τα είδη.
6) Ο νους μόνον αφού νόηση γίνεται ως τα πράγματα α νοεί, όπως και η αίσθησις γίνεται ως τα αισθητά, όταν αισθανθή αυτά
7) Μόνον σώμα μίγνυται με σώμα.
8) Ο Πλάτων και η Ακαδημία.
9) Μεταφορικώς λέγεται η ψυχή τόπος ειδών, ουχί όλη, αλλά μόνον η αισθητική και η νοητική δύναμις αυτής, και ουχί διότι η ψυχή περιέχει, αλλά διότι γίνεται τα νοητά, και τα αισθητά. Ο νους όμως είναι δυνάμει τα νοητά (αι ιδέαι), ενεργεία δε νοών ταύτα νοεί εαυτόν.
10) Δεν έχει όργανα ειδικά ως η αίσθησις, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητος από του σώματος.
11) Ο αμαθής είναι δυνάμει επιστήμων, έχει την δύναμιν να γείνη επιστήμων. Όταν όμως μάθη την επιστήμην, κατέχει (έξις) αυτήν, και είναι μεν και τότε δυνάμεις, αλλ' όχι όπως πριν να μάθη. Όταν δε ενεργοποιή την επιστήμην ην έχει (λ. χ. ο ιατρός την ιατρικήν), τότε είναι ενεργεία, ή εντελεχεία επιστήμων.
12) Τότε δεν έχει ανάγκην διδασκαλίας, αλλ' εξ ιδίας ενεργείας νοεί τα πράγματα και εαυτόν.
13) Πρότερον ήτο απλή δύναμις, πριν να νοήση ήτο μηδέν. Πριν να μάθη = διδαχθή. Πριν να εύρη = ανακαλύψη τι εξ ιδίας ενεργείας.
14) Ο νους νοήσας ήδη έγεινεν αυτά τα πράγματα, τα οποία νοεί, και τώρα νοών αυτά νοεί εαυτόν.
15) Μία δύναμις διαφόρως διατιθεμένη, ήτοι υπό διαφόρους όρους δρώσα, δύναται να γινώσκη οτέ μεν το αισθητόν, λ. χ. τούτο το ύδωρ, οτέ δε το καθόλου, την ουσίαν και το είδος των πραγμάτων, το ύδωρ εν γένει. Αλλ' εις μεν τα φυσικά πράγματα η ύπαρξις του πράγματος και το είδος ή η έννοια αυτού είναι χωριστά, ενώ εις τα άϋλα, τα νοητά, λ. χ. εις το άπειρον, τα δύο στοιχεία είναι αχώριστα.
16) Η σαρξ αύτη ην βλέπομεν ή εγγίζομεν, είναι αισθητή, καθ' όσον σύγκειται εξ υλικών στοιχείων.
17) Η σιμότης δεν είναι άνευ της ρινός, διότι είναι μορφή αυτής.
18) Λογικώς χωριστή, ο νους.
19) Λ. χ. η ευθεία γραμμή.
20) Το κοινόν των δυο όρων είναι η αναφορά η ενούσα αυτούς, των οποίων ο πρώτος είναι ικανός να δρα επί του δευτέρου, ούτος δε να δέχηται την ενέργειαν του πρώτου, ων δυνάμει ό,τι είναι ο πρώτος ενεργεία.
21) Τα νοητά. Ο νους νοών εαυτόν νοεί ή δι' εαυτού ή δι' άλλου. Εάν νοή δι' εαυτού, τότε νοών άλλα νοητά ανευρίσκει εαυτόν εις ταύτα, άτινα τότε γίνονται αυτά νοούντα άμα και νοητά.
22) Εν ή το εν είναι το νοούν και το άλλο είναι το νοούμενον.
23) Τα οποία δεν είναι ο νους, αλλά νοούνται μόνον υπ' αυτού.
24) Καθ' ην ο νους είναι δυνάμει ό,τι τα νοητά είναι ενεργεία.
25) Αι τοιαύται μεταφοραί υλικών σχέσεων εις τα όλως νοητά δεν πρέπει να λαμβάνωνται κατά γράμμα, άλλως γίνονται παραίτιοι παρεξηγήσεων. Ο νους είναι δύναμις άμα και ενέργεια, είναι μορφή άμα και περιεχόμενον.
26) Αι έννοιαι του νου, τα καθ' όλου, και αι μαθηματικοί αφαιρέσεις.
27) Ήτοι η νόησις, ήτις θεωρεί τα όλως νοητά και απηλλαγμένα παντός υλικού στοιχείου.
28) Δεν νοεί συνεχώς (πάντοτε) ως ων απλή δύναμις.
29) Το νοητόν υπάρχει μόνον δυνάμει εις τα υλικά όντα, ενεργεία δε υπάρχει μόνον εν τω νω.
30) Δεν είναι υλικός ο νους.
31) Η διάνοια λοιπόν είναι δυνάμει το περιεχόμενον του νοητού αντικειμένου, και ενεργούσα ταυτίζεται προς εαυτήν· αλλ' ο αυτοσυνειδώς νους είναι ουσιωδώς ενεργεία τοιούτος, αφού είναι πάντα εν εαυτώ. Ούτως ο Αριστοτέλης είναι καθαρός ιδεοκρατικός και ουχί εμπειρικός. Κακώς δε ενοήθη η παρομοίωσις του νου προς βιβλίον, εις το οποίον ουδέν ακόμη έχει γραφή. Η παθητικότης του νου σημαίνει μόνον την δύναμιν προ της ενεργείας. Ο νους δεν είναι βέβαια πράγμά τι αισθητόν, δεν έχει την παθητικότητα γραμματείου ή χάρτου αγράφου. Ο νους είναι αυτή η ενέργεια, ήτις άρα δεν είναι εξωτερική προς αυτόν, ως συμβαίνει προς τον χάρτην. Η παρομοίωσις λοιπόν περιορίζεται μόνον εις τούτο: ότι η ψυχή περιεχόμενον έχει μόνον καθ' όσον πραγματικώς ενεργεί η νόησις. Η ψυχή είναι το άγραφον τούτο βιβλίον· τ. έ. η ψυχή είναι δυνάμει πάντα, αλλά δεν είναι εν εαυτή η ολότης αύτη· είναι ως βιβλίον, όπερ περιέχει δυνάμει πάντα, αλλ' ουδέν ακόμη ενεργεία πριν ή ενεργηθή γραφή επ' αυτού. Προ της πραγματικής ενεργείας ουδέν αληθώς υπάρχει· αλλ' αυτός ο νους είναι νοητός, όπως τα νοητά εν γένει αντικείμενα, διότι εις το μη έχον ύλην (εις τον νουν) το νοούν (υποκείμενον) και το νοούμενον (αντικείμενον) είναι το αυτό. Η θεωρητική επιστήμη και το αντικείμενον αυτής, το επιστητόν, είναι το αυτό. Αλλ' εις το έχον ύλην η νόησις είναι μόνον δυνάμει, ούτως ώστε ο νους δεν ανήκει εις αυτό, διότι ο νους είναι δύναμις άνευ ύλης, αλλά το νοητόν υπάρχει εν αυτώ. Ο νους είναι πάντα τα νοητά εν εαυτώ· εν ώ η φύσις περιέχει μεν την ιδέαν, είναι νους, αλλά μόνον εν δυνάμει, εν αυτή ο νους δεν γίνεται προς εαυτόν, δεν γινώσκει εαυτόν. Ο νους όμως δεν είναι υλικόν, αλλά το καθολικόν, η καθολική δύναμις άνευ ύλης και είναι ενεργεία μόνον όταν νοή. Εκ τούτων είναι φανερόν, ότι η παρομοίωσις εξηγήθη όλως αντιθέτως προς τον νουν του Αριστοτέλους. (Έγελος Ιστορ. Φιλοσοφ. σελ. 387).
*Ἀριστοτέλους Περὶ
Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.