ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Περί της κατά τόπον κινήσεως.—Περί των μερών της ψυχής.—Αιτία της κινήσεως ο νους και η όρεξις ομού.
1. [σ. 137] Επειδή δε η ψυχή των ζώων ορίζεται διά δύο δυνάμεων, ήτοι διά της κριτικής (ήτις είναι έργον της διανοίας) και της αισθήσεως(1) και αφ' ετέρου διά της κατά τόπον κινήσεως (2), περί μεν της αισθήσεως και του νου αρκούσι τα ειρημένα, περί δε της κινητικής δυνάμεως θα εξετάσωμεν: τί άρά γε μέρος της ψυχής δύναται να είναι; είναι μέρος αυτής χωριστόν ολικώς ή νοερώς, ή ολόκληρος η ψυχή (κινεί); Και αν είναι μέρος τι, είναι τούτο ιδιαίτερον και διάφορον από των συνήθως λεγομένων και τα οποία έχομεν πραγματευθή, ή είναι τι εκ τούτων των μερών;
2. Αλλά εγείρεται ευθύς η ερώτησις: κατά ποίαν έννοιαν πρέπει να λέγωμεν ότι η ψυχή έχει μέρη, και πόσα έχει; Διότι φαίνεται τρόπον τίνα ότι είναι άπειρα τα μέρη, και ότι δεν είναι μόνον εκείνα τα όποια τίνες λέγουσι (3) διορίζοντες αυτά, το λογιστικόν, το θυμικόν και το επιθυμητικόν, κατ' άλλους δε το λογικόν και το άλογον. Διότι συμφώνως προς τας διαφοράς (4), κατά τας οποίας κάμνουσι τας διαιρέσεις ταύτας, θα φανώσι και άλλα μέρη τα όποια έχουσιν έκτασιν μεγαλυτέραν τούτων, περί ων και τώρα [σ. 138] έχομεν είπη· ήτοι το θρεπτικόν, όπερ υπάρχει και εις τα φυτά και εις όλα τα ζώα, και το αισθητικόν, όπερ δεν δύναται τις ευκόλως να κατάταξη ούτε ως άλογον, ούτε ως λογικόν.
3. Προσέτι υπάρχει το φανταστικόν μέρος, όπερ κατά μεν τον τρόπον του είναι διαφέρει πάντων των αλλων, αλλά με ποίον των μερών τούτων είναι το αυτό ή διάφορον είναι πολύ δύσκολον να είπη τις, αν υπολαμβάνη ότι τα μέρη της ψυχής είναι χωρισμένα απ' αλλήλων. (5) Προς τούτοις υπάρχει το ορεκτικόν, το οποίον και κατά τον λόγον και κατά την δύναμιν αυτού φαίνεται ότι είναι διάφορον πάντων των άλλων. Αλλ' είναι άτοπον να το αποσπάσωμεν απ' αυτών. Διότι και η βούλησις γεννάται εις το λογικόν μέρος, και η επιθυμία και το πάθος υπάρχει εις το άλογον. Αλλ' εάν η ψυχή είναι τρία μέρη χωριστά, η όρεξις θα είναι εις έκαστον αυτών.
4. Και τώρα περί ου πρόκειται ο λόγος, ερωτώμεν: τί είναι το κινούν κατά τόπον το ζώον; Την μεν κίνησιν, ήτις συνίσταται εις αύξησιν και μείωσιν και ήτις υπάρχει εις πάντα τα ζώα, φαίνεται ότι το κινούν αυτήν είναι αι δυνάμεις αι υπάρχουσαι εις πάντα, η γεννητική και η θρεπτική· περί δε της αναπνοής και της εκπνοής και περί ύπνου και εγρηγόρσεως θα εξετάσωμεν ύστερον, διότι και ταύτα έχουσι πολλάς δυσκολίας.
5. Αλλά περί της τοπικής κινήσεως πρέπει να εξετάσωμεν ποίον είναι το αίτιον το δίδον την κίνησιν, καθ' ην το ζώον πορεύεται. Ότι μεν τούτο δεν είναι η θρεπτική δύναμις, είναι φανερόν διότι η κίνησις αύτη, η πορεία γίνεται πάντοτε προς σκοπόν τινα και ομού με φαντασίαν τινά ή όρεξιν. Διότι ουδέν ον κινείται, εάν δεν επιθυμή ή εάν δεν αποφεύγη τι, εκτός εάν διά βίας εξωτερικής κινήται. Άλλως και αυτά τα φυτά θα ηδύναντο να κινώνται, και θα είχον όργανόν τι κατάλληλον προς την κίνησιν ταύτην. (6) [σ. 139]
6. Ομοίως δε ούτε η αισθητική δύναμις (κινεί τοπικώς)· διότι υπάρχουσι πολλά ζώα, τα οποία έχουσι μεν αίσθησιν, αλλά μένουσι διαρκώς ακίνητα. Αν λοιπόν η φύσις τίποτε δεν κάμνη ματαίως (ασκόπως), αλλά και ουδέποτε στερεί τι εκ των αναγκαίων, εκτός εις τα ανάπηρα και ατελή όντα. Αλλά τα ζώα περί ων πρόκειται είναι τα τέλεια, ουχί δε ανάπηρα. Απόδειξις τελειότητος είναι το ότι δύνανται να γεννώσιν (όμοια) και να ακμάζωσι και αποθνήσκωσιν, ώστε έπρεπε να έχωσι και τα όργανα πορείας.
7. Αλλά προσέτι ούτε η συλλογιστική δύναμις ούτε ο ονομαζόμενος νους (7) είναι ο κινών τοπικώς. Διότι ο μεν θεωρητικός νους δεν νοεί κανέν εξ εκείνων, τα οποία μέλλουσι να πραχθώσιν, ουδέ λέγει τι περί εκείνου, όπερ δέον να αποφεύγωμεν ή να επιδιώκωμεν, ενώ η κίνησις ανήκει εις το ον το φεύγον ή επιδιώκον πράγμά τι. Τουναντίον, όταν θεωρή τις πράγμα τι, ο νους ουδέ τότε επιτάσσει να διώκωμεν ή να φεύγωμεν αυτό, λ. χ. πολλάκις διανοείται τι τρομερόν ή ηδύ πράγμα, αλλά δεν διατάττει να το φοβώμεθα, η καρδία όμως κινείται, αν δε το πράγμα είναι ευάρεστον, άλλο όργανον κινείται.
8. Προσέτι δε και όταν προστάττη ο νους και λέγη η διάνοια να αποφεύγη ή να επιζητή τίς τι, δεν κινείται, αλλά πράττει κατά την επιθυμίαν του, ως ο ακρατής. Και γενικώς βλέπομεν ότι εκείνος, όστις γνωρίζει την ιατρικήν, δεν θεραπεύει (πάντοτε), διότι κάτι άλλο παρά την ιατρικήν δύναται να ενεργή, σύμφωνα με την επιστήμην. (8) Αλλ' ακόμη ούτε η όρεξις είναι η αρχή η κυρία (9) της κινήσεως ταύτης· διότι οι εγκρατείς, αν και ορέγονται και επιθυμούσι, δεν πράττουσιν όμως εκείνα τα οποία επιθυμούσιν, αλλ' υπακούουσιν εις τον νουν.
Σημειώσεις
1) Το κριτικόν λοιπόν, περιλαμβάνει το αισθητικόν, το φανταστικόν και το διανοητικόν.
2) Περί του θρεπτικού θα ομιλήση έπειτα.
3) Ο Πλάτων.
4) Ο Πλάτων ως βάσιν των διαιρέσεων τούτων της ψυχής ελάμβανε τας χρείας του σώματος.
5) Ο Πλάτων θέτει το λογιστικόν εις την κεφαλήν, τον θυμόν εις το στήθος και την επιθυμίαν εις το υπογάστριον.
6) Αν η θρέψις ήτο η αίτια της τοπικής κινήσεως, έπρεπε και τα φυτά να κινώνται, διότι και αυτά τρέφονται.
7) Όστις μόνον έργον έχει το νοείν.
8) Ουχί η επιστήμη αλλ' η φύσις θεραπεύει. Η επιστήμη εξηγεί τας αρχάς και τους νόμους της ενεργείας της φύσεως.
9) Ούτε η όρεξις ούτε ο λόγος κεχωρισμένοις, αλλά μόνον ηνωμένοι (η λογική όρεξις) είναι η αρχή της κινήσεως [του πράττειν] εν τοις ανθρώποις.
*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.