Friday, 1 February 2019

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Περί φαντασίας.— Η αίσθησις και η νόησις διαφέρουσιν αλλήλων.— Πλάναι αρχαιοτέρων φιλοσόφων. — Διαφοραί φαντασίας από των άλλων δυνάμεων, αισθήσεως, επιστήμης, νου, δόξης.—Φύσις της φαντασίας.— Αναφοραί αυτής προς την αίσθησιν.

1. [σ. 112] Επειδή την ψυχήν ορίζουσι κυρίως διά δύο διαφόρων χαρακτηριστικών, ήτοι διά της τοπικής κινήσεως και εξ άλλου διά της νοήσεως, της κρίσεως και της αισθήσεως, νομίζεται ότι και το νοείν και το φρονείν είναι είδός τι αισθήσεως, διότι και κατά τας δύο ταύτας ενεργείας η ψυχή κρίνει και γινώσκει τι εκ των όντων. Και οι αρχαίοι δε έλεγον ότι είναι το αυτό η νόησις και η αίσθησις. Ούτως ο Εμπεδοκλής είπεν ότι, “Όταν είναι παρόν (το πράγμα), αυξάνεται η φρόνησις των ανθρώπων” και αλλαχού “Εκ τούτου συμβαίνει εις αυτούς πάντοτε να σκέπτωνται περί πραγμάτων διαφόρων”. Το αυτό δηλούσι και τα του Ομήρου “Τοιούτος είναι ο νους”.
2. Πάντες δήλα δη ούτοι υπολαμβάνουσιν, ότι η νόησις είναι σωματικόν τι καθώς η αίσθησις, και ότι το όμοιον αισθάνεται και νοεί το όμοιον, ως είπομεν εν αρχή της πραγματείας ταύτης. Και όμως ούτοι έπρεπε συγχρόνως να είπωσι και πώς απατάται η ψυχή (1), διότι η απάτη είναι συνηθεστέρα εις τα ζώα, και η ψυχή αυτών περισσότερον χρόνον ευρίσκεται εν τη απάτη. Δι' ο κατά την θεωρίαν ταύτην ή πρέπει, καθώς λέγουσί τινες, πάντα όσα φαίνονται, να είναι αληθή ή πρέπει άλλως η θίξις των ανομοίου [σ. 113] να είναι η απάτη, διότι αύτη είναι η γνώμη η εναντία προς το ότι το όμοιον γνωρίζει το όμοιον. Φαίνεται δε ότι εν τη περιπτώσει ταύτη και η απάτη και η γνώσις των εναντίων είναι η αυτή (2).
3. Ότι λοιπόν δεν είναι το αυτό πράγμα η αίσθησις και η νόησις, είναι φανερόν διότι της μεν αισθήσεως μετέχουσι πάντα τα ζώα, της δε νοήσεως ολίγα (3) μόνον. Αλλ' ούτε κατά τούτο είναι το αυτό με την αίσθησιν η νόησις, εν ή διορίζονται το ορθόν και το μη ορθόν, και η μεν ορθή νόησις είναι φρόνησις και επιστήμη και αληθής δόξα (4), η δε μη ορθή νόησις τα εναντία τούτων. Δήλα δη η μεν αίσθησις, όταν αισθάνηται των ιδίων αντικειμένων, είναι πάντοτε αληθής και υπάρχει εις πάντα τα ζώα, αλλά δύναταί τις να διανοήται και ψευδώς και η δύναμις αύτη, η διάνοια, δεν υπάρχει εις κανέν ζώον, εις το οποίον δεν υπάρχει και ο λόγος.
4. Και η φαντασία δε είναι διάφορος και της αισθήσεως και της διανοίας, και δεν γίνεται μεν άνευ αισθήσεως, αλλά και άνευ αυτής (της φαντασίας) δεν υπάρχει σύλληψις (5) Είναι δε φανερόν ότι η φαντασία και η σύλληψις διαφέρουσι. Διότι το πάθος τούτο, η φαντασία, εξαρτάται εξ ημών, και, όταν θέλωμεν, δυνάμεθα να φανταζώμεθα (διότι δυνάμεθα έμπροσθεν των οφθαλμών ημών ν' ανακαλέσωμεν οιονδήποτε αντικείμενον, καθώς μεταχειρίζονται εικόνας εις την μνημονικήν τέχνην). Αλλά να δοξάζωμεν (6) δεν [σ. 114] εξαρτάται εξ ημών, διότι αναγκαίως πάσα δόξα (γνώμη) είναι ή ψευδής ή αληθής (7). Προσέτι δε, όταν η δόξα ημών αναφέρηται είς τι δεινόν ή φοβερόν, ευθύς συμπάσχομεν, ομοίως δε συμπάσχομεν και όταν συλλάβωμεν θαρραλέον τι. Αλλ' ως προς την φαντασίαν ευρισκόμεθα ούτως, ως εάν βλέπωμεν έν τινι ζωγραφία πράγματα φοβερά ή θαρραλέα.
5. Υπάρχουσι δε και αυτής της υπολήψεως διαφοραί, η επιστήμη και η δόξα και η φρόνησις και τα εναντία τούτων, αλλά περί των διαφόρων σημασιών αυτών θα ομιλήσωμεν αλλαχού. Περί δε της νοήσεως, επειδή είναι διάφορος της αισθήσεως, και έν τινι σημασία φαίνεται ότι είναι φαντασία, κατ' άλλην δε σύλληψις, πρώτον θα ομιλήσωμεν περί φαντασίας και έπειτα περί της συλλήψεως.
6. Εάν η φαντασία είναι η δύναμις, διά της οποίας λέγομεν ότι φάντασμα τι (εικών) μας εμφανίζεται, και αν τούτο λέγωμεν ουχί μεταφορικώς, τότε η φαντασία είναι μία δύναμις ή μία έξις εξ εκείνων, διά των οποίων κρίνομεν και γινώσκομεν το αληθές ή το ψευδές. Τοιαύται δε δυνάμεις είναι η αίσθησις, η δόξα, η επιστήμη και ο νους. Ότι δε η φαντασία δεν είναι αίσθησις, είναι φανερόν εκ των επομένων. Η αίσθησις δηλ. είναι ή δύναμις ή ενέργεια, ως η όψις και η όρασις. Αλλά και χωρίς να υπάρχη τις εκ τούτων των όρων λειτουργεί η φαντασία. Τοιαύτα είναι τα φαντάσματα, τα οποία συμβαίνουν κατά τους ύπνους (όνειρα) (8). Έπειτα η αίσθησις είναι πάντοτε παρούσα, η φαντασία όμως ουχί. Εάν δε ή φαντασία ήτο το αυτό με την κατ' ενέργειαν αίσθησιν, τότε θα υπήρχεν εις πάντα τα ζώα, αλλά δεν φαίνεται αληθές τούτο· π. χ. δεν υπάρχει εις τον μύρμηκα, εις την μέλισσαν [σ. 115] ή εις τον σκώληκα. Προσέτι αι μεν αισθήσεις είναι πάντοτε αληθείς, τα δε φαντάσματα είναι ως επί το πλείστον ψευδή. Έπειτα, όταν η κατ' ενέργειαν αίσθησις ημών είναι ακριβής ως προς το αισθητόν αντικείμενον, δεν λέγομεν ότι φανταζόμεθα, ότι τούτο είναι λ. χ. άνθρωπος, αλλά ούτω λέγομεν μόνον όταν δεν αισθανώμεθα σαφώς· τότε η αίσθησις δύναται να είναι αληθής ή ψευδής. Και προσέτι, ως και πρότερον είπομεν, αι εικόνες μας εμφανίζονται, και όταν κλείωμεν τα όμματα.
7. Αλλά προσέτι η φαντασία δεν είναι ούτε εκ των πάντοτε αληθευουσών δυνάμεων, οίαι είναι η επιστήμη ή ο νους· διότι η φαντασία δύναται να είναι και ψευδής· λείπεται λοιπόν να ίδωμεν αν είναι δόξα, διότι γίνεται και δόξα αληθής και δόξα ψευδής. Αλλά την δόξαν (γνώμην) παρακολουθεί η πίστις, διότι δεν είναι δυνατόν έχων τις μίαν γνώμην να μη πιστεύη εις την γνώμην του. Αλλά πίστις δεν υπάρχει εις κανέν των κατωτέρων ζώων, ενώ φαντασία υπάρχει εις πολλά. [Προσέτι, αν εις πάσαν δόξαν ακολουθή η πίστις, εις την πίστιν ακολουθεί η πεποίθησις και εις την πεποίθησιν παρακολουθεί ο λόγος· αλλ' όμως είς τινα των ζώων υπάρχει η φαντασία, ουχί όμως ο λόγος].
8. Είναι λοιπόν φανερόν ότι η φαντασία δεν είναι ούτε δόξα ηνωμένη μετ' αισθήσεως ούτε δόξα (ερχομένη) διά της αισθήσεως, ούτε συμπλοκή δόξης και αισθήσεως (9). Και διά ταύτα είναι φανερόν, ότι η δόξα δεν είναι δόξα άλλου πράγματος ειμή εκείνου, το οποίον είναι και της αισθήσεως αντικείμενον, θέλω να είπω λ.χ. ότι η φαντασία του λευκού είναι η συμπλοκή δόξης του λευκού και αισθήσεως του λευκού, αλλ' ουχί συμπλοκή δόξης του αγαθού και αισθήσεως του λευκού. Η φαντασία ούτως είναι δόξα περί εκείνου, όπερ αισθάνεται τις ουχί κατά συμβεβηκός (10). [σ. 116]
9. Αλλά πάλιν έχομεν και εικόνας ψευδείς πραγμάτων, περί των οποίων συγχρόνως έχομεν αληθή σύλληψιν, π. χ. φαίνεται μεν ο ήλιος έχων ενός ποδός διάμετρον, αλλ' όμως πιστεύεται ότι είναι μεγαλύτερος της γης. Δέον λοιπόν ή να βάλη τις κατά μέρος την αληθή γνώμην του ην είχε περί του πράγματος (χωρίς όμως τούτο να μεταβληθή και χωρίς ούτος να λησμονήση την γνώμην του ή να μεταβάλη αυτήν) ή αν την έχη ακόμη, αναγκαίως η αυτή γνώμη είναι αληθής άμα και ψευδής (11). Αλλά ψευδής θα εγίνετο γνώμη τις, ότε απαρατηρήτως ήθελε μεταβληθή το πράγμα (12). Η φαντασία λοιπόν δεν είναι ούτε μία των ειρημένων δυνάμεων, ούτε εξ αυτών αποτελείται.
10. Αλλ' επειδή δύναται πράγμα τι κινηθέν να κίνηση άλλο, η δε φαντασία φαίνεται ότι είναι κίνησις τις, ήτις δεν γίνεται άνευ αισθήσεως, άλλα μόνον εις όντα αισθανόμενα· και προς πράγματα των οποίων δύναται να γίνη αίσθησις, και επειδή είναι δυνατόν να γίνη κίνησις μόνον υπό της ενεργείας της αισθήσεως, η κίνησις δε αύτη πρέπει να είναι ίση με την δύναμιν της αισθήσεως, διά τούτο η φαντασία, δύναταί τις ειπείν, είναι κίνησις, ήτις ούτε άνευ αισθήσεως ούτε εις μη αισθανόμενα όντα δύναται να υπάρχη. Προσέτι πολλά δύναται να πράξη και να πάθη διά ταύτην το υποκείμενον το έχον αυτήν, και τέλος αύτη δύναται να είναι και αληθής και ψευδής.
11. Τούτο (13) δε συμβαίνει διά τους εξής λόγους. Το αίσθημα [σ. 117] των πραγμάτων, τα οποία ιδιάζουσιν εις εκάστην των αισθήσεων, είναι αληθές ή έχει ολίγιστον το ψευδός. Δεύτερον· το αίσθημα δύναται να αναφέρηται εις το συμβεβηκός, και τότε δύναται να ψεύδηται (να πλανάται). Ότι π. χ. πράγμα τι είναι λευκόν αληθεύει, αν όμως προστεθή, ότι το λευκόν αντικείμενον είναι τούτο ή άλλο τι πράγμα, γεννάται απάτη. Τρίτον· πλάνη γεννάται επί των κοινών ιδιοτήτων εις πάσας τας αισθήσεις και επί εκείνων τα οποία επακολουθούσιν εις τα συμβεβηκότα, εν οις περιέχονται ιδιαίτεραι ιδιότητες, εννοώ π. χ. κίνησιν και μέγεθος, τα οποία είναι συμβεβηκότα των αισθητών αντικειμένων, και ως προς τα οποία προ πάντων είναι δυνατόν να απατηθή τις υπό της αισθήσεως.
12. Αλλ' η κίνησις η γινομένη υπό της ενεργείας της αισθήσεως θα διαφέρη κατά τα τρία ταύτα είδη αισθήσεως (τα έξης). Η μεν πρώτη κίνησις η προερχομένη εκ της αισθήσεως (14) παρούσης είναι αληθής· αι δε άλλαι δύο, είτε παρόν είναι το αισθητόν είτε όχι, δύνανται να είναι ψευδείς, αλλά μάλιστα όταν το αισθητόν είναι μακράν. Εάν λοιπόν η φαντασία ουδέν άλλο περιέχη παρά τα ειρημένα, και αν είναι αύτη ό,τι ελέχθη, δύναται να ορισθή, ότι η φαντασία είναι κίνησις γινομένη (εν τη ψυχή) υπό της ενεργεία αισθήσεως.
13. Επειδή δε η όψις είναι η κατ' εξοχήν αίσθησις, διό η φαντασία έλαβε το όνομα της εκ του φάους (φωτός), διότι είναι αδύνατον να ίδωμεν άνευ φωτός.
14. Και επειδή αι εικόνες της φαντασίας εμμένουσιν (εν τη ψυχή) και είναι όμοιαι με τα αισθήματα, πολλά ένεκεν αυτών πράττουσι τα ζώα, άλλα μεν διότι δεν έχουσι νουν, π. χ. τα κατώτερα ζώα, άλλα δε, ως οι άνθρωποι, διότι ενίοτε επισκοτίζεται ο νους αυτών υπό του πάθους, ή των νόσων ή του ύπνου. Περί της φαντασίας [σ. 118] λοιπόν τί είναι και διά τί είναι αύτη ας αρκέσωσι τα ειρημένα.(15)

Σημειώσεις

1) Ώφειλον να μη είπωσι μόνον πως η ψυχή γινώσκει, θίγουσα το όμοιον, αλλά και πως εξαπατάται.
2) Επειδή τα εναντία είναι, αχώριστα, ο γινώσκων το εν αυτών γινώσκει και το άλλο, και ο απατώμενος περί του ενός απατάται και περί του αλλού.
3) Οι άνθρωποι μόνοι και εκ τούτων ουχί πάντες έχουσι νόησιν.
4) Του νοείν είδη είναι α') φρόνησις, όταν έχη αντικείμενον πρακτικόν σκοπόν· β') επιστήμη, όταν η νόησις είναι θεωρητική και το συμπέρασμα αποδεικτόν· γ') δόξα αληθής, όταν το συμπέρασμα (ή κρίσις) είναι αληθές, αλλά δεν προκύπτει δι' επιστημονικής πορείας ή δεν είναι αποδεικτόν.
5) Υπόληψιν λέγει ο Αριστοτέλης. Είδη της υπολήψεως είναι επιστήμη, δόξα, φρόνησις και τα εναντία αυτών.
6) Να φέρωμεν κρίσιν επί αντιλήψεως,
7) Η φαντασία είναι ελευθέρα εις την μόρφωσιν εικόνων, η κρίσις όμως δεν είναι αυθαίρετος. Δι' ό η κρίσις είναι αναγκαίως αληθής ή ψευδής, οφείλει δε να είναι αληθής.
8) Δεν υπάρχει δύναμις, διότι βλέπομεν υπνώττοντες την εικόνα, αλλ' ούτε και ενεργεία όψις υπάρχει, διότι κοιμώμεθα.
9) Αναιρεί την διδασκαλίαν του Πλάτωνος, λέγοντος ότι, όταν αισθανώμεθά τι και προσέτι έχωμεν την δόξαν ότι τούτο ούτως έχει, τότε αυτό είναι η φαντασία.
10) Πρέπει άρα η αίσθησις και η δόξα να συμφωνώσι και να μη αντιμάχωνται, ίνα ενωθώσι και αποτελέσωσι την φαντασίαν, αλλ' αν η μία αληθεύη και η άλλη ψεύδηται, ως εν τω παρατιθεμένω παραδείγματι του ηλίου, αδύνατον να συμπλακώσιν εις μίαν φαντασίαν.
11) Όπερ αδύνατον.
12) Ανάγκη ή να αποβάλη τις την αληθινήν δόξαν περί ηλίου, ή φυλάττων αυτήν να αμελή της αισθήσεως. Αλλά είναι αδύνατον να αποβάλη την δόξαν, ενώ και το πράγμα δεν μετεβλήθη, αλλά διατηρείται και αυτό ομοίως, ως και ο δοξάζων· ούτε πάλιν φυλάττων την δόξαν δύναται να πιστεύη εις την φαντασίαν, ότι είναι ποδιαίος ο ήλιος.
13) Τα να είναι αληθής ή ψευδής η φαντασία.
14) Της αντιλήψεως των ιδιαζόντων εις έκαστον, ως λ.χ. το φως είναι ίδιον της όψεως.
15) Τα στάδια της γνώσεως είναι τρία: Πρώτον είναι η αίσθησις, δεύτερον η φαντασία, η δύναμις της χρήσεως εικόνων απόντων αντικειμένων, και τρίτον ο νους. Η φαντασία προϋποθέτει αναγκαίως την αίσθησιν και ο νους την φαντασίαν. Η αίσθησις χορηγεί εις την ψυχήν πληθύν εντυπώσεων και εικόνων του εξωτερικού κόσμου, και αναφέρεται εις παρόν αντικείμενον. Η φαντασία είναι η δύναμις του φυλάττειν και αναπλάττειν τας εντυπώσεις και τας εικόνας, όταν τα αντικείμενα δεν είναι παρόντα. Είναι δε φανερόν, ότι άνευ της φαντασίας ούτε μνήμη ούτε νόησις δύνανται να λειτουργήσωσιν. Η λέξις φαντασία δηλοί και την δύναμιν και το φάντασμα, ήτοι την εσωτερικήν εικόνα απόντος αισθητού αντικειμένου. Προσέτι δηλοί και την εμφάνειαν και το ψευδές φάσμα. Η πιστή εικών του πραγματικού είναι τόσον αληθής, όσον και το αίσθημα. Ούτως η φαντασία παρέχει εικόνα και φως εντός της ψυχής. Είναι δε διττή, φαντασία αισθητική, ήτοι αναπλαστική των εικόνων του πραγματικού κόσμου, και φαντασία λογιστική, ήτοι πλαστική ή δημιουργική, ήτις ανήκει μόνον εις τον άνθρωπον, ενώ την πρώτην έχουσι και τα κτήνη.
Η φαντασία, ως δύναμις δεχομένη ή τηρούσα τας εικόνας, είναι η πηγή της μνήμης και της αναμνήσεως.—Φαντασία και μνήμη διαφέρουσι κατά δύο τινά: α') η μνήμη θεωρεί το φάντασμα ως εικόνα, ως αντίτυπον πράγματός τινος, ενώ η φαντασία θεωρεί αυτό απλώς ως εικόνα, β') η μνήμη θεωρεί ότι το πράγμα, ου αντίτυπον είναι το φάντασμα, έχομεν ίδει ή μάθει, αναγνωρίζομεν αυτό ως μέρος παρελθούσης εμπειρίας.—Ανάμνησις είναι η βεβουλευμένη και συνειδητή αναπόλησις της εικόνος, εξαρτάται δε εκ του αρχικού συνειρμού των κινήσεων ή των στοιχείων. Δυνάμει του συνειρμού τούτου μία εικών αναπλάθεται υπ' άλλης πρότερον συνδεθείσης μετ' αυτής. Οι νόμοι αυτού είναι 1) ο του ομοίου, 2) ο του εναντίου, 3) ο του σύνεγγυς ή συνεχόμενου. Η δημιουργική φαντασία πλάττει εικόνας, οίτινες δεν αντιστοιχούσι προς παρελθούσας εμπειρίας ή αισθήσεις, αλλ' έχουσι μόνον ιδανικήν ή υποκειμενικήν ύπαρξιν. Τοιαύται εικόνες είναι και αι φαντασίαι καθ' ύπνους και εν παραφροσύνη, αλλά και αι της καλλιτεχνίας κλπ. Η φαντασία αύτη χορηγεί εις τον νουν γενικάς εικόνας προς σχηματισμόν γενικών εννοιών.

*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.