Tuesday, 26 February 2019

ALBERT EINSTEIN: LETTER TO SCHLICK ON HUME, KANT, MACH AND SPECIAL RELATIVITY



Einstein’s 1915 letter to Schlick on Hume, Kant, Mach, and Special Relativity
It was recently (February 2019) reported in the press that a hitherto unknown letter from Einstein to philosopher and physicist Moritz Schlick had been discovered, wherein Einstein speaks of the influence of Scottish philosopher David Hume  (1711–1776) upon his Theory of Special Relativity.

Professor David Purdie, at the University of Edinburgh, who discovered the letter was kind enough to send me a transcript of the German letter which is here presented in an English translation.


Though Hume and Mach’s influence on Einstein was already known – e.g. as stated in Einstein’s Autobiographical Notes – this letter is certainly revealing in other details.

Berlin, 14th December 1915.
Dear Colleague!
   I received your paper yesterday and have already thoroughly studied it through. It is one of the best that has ever been written about relativity. From a philosophical point of view, nothing at all seems to have been written that clearly about the subject. You have mastered the subject matter so to expose it completely, I have nothing to do with your statements. The relation of the theory of relativity to Lorentz’s theory is excellently presented, truly masterfully in its relation to Kant’s teaching and his successors. The trust in the “apodictic certainty” of the “synthetic judgments a priori” is severely shaken by the realization of the invalidity of even one of these judgments. Your remarks that positivism suggests Relativity Theory without demanding it are also very correct. You have also correctly seen that this line of thought had a great influence on my endeavours, namely E. Mach and much more Hume, whose Treatise on the Understanding* I studied with zeal and admiration shortly before finding the theory of relativity.
It is very possible that without these philosophical studies I would not have come to the solution. Your remarks about the general theory of relativity are also quite correct, as far as this theory has been correct up to now.
The new finding is the result that there is a theory which is compatible with all previous experiences, that the equations of arbitrary transformations of space-time variables are covariant to each other. Thus time & space lose the last rest of physical reality. All that remains is to understand the world as a four-dimensional (hyperbolic) continuum of 4 dimensions. The fact that one can simplify the slides of the theory a posteriori by choosing the reference system in such a way that the determinant equation |guv| = -1 is fulfilled is of no significance in epistemological terms.
The empirical controllability of the theory is not quite as sad as you indicate. The theory quantitatively explains the perihelion movement of Mercury found by Leverrier.
The influence of the gravitational potential on the colour of the emitted light demanded by the theory has already been qualitatively confirmed by astronomy ([by] Freundlich). There is also a good chance of testing the result concerning the curvature of the light rays by the gravitational field. By asking you to visit me, if your way leads you to Berlin, I wish you the best – regards your completely devoted,
A. Einstein

*[Einstein refers to “Traktat über den Verstand”, which does not exist. Thus it is unclear whether Einstein is referring to Hume’s Treatise on Human Nature (Ein Traktat Über Die Menschliche Natur) or An Enquiry Concerning Human Understanding (Eine Untersuchung über den menschlichen Verstand).]

[translated via DeepL Translator, then modified.]


Saturday, 9 February 2019

FYODOR DOSTOYEVSKY: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ


-Στις αναμνήσεις  κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν  τα εμπιστεύεται σ΄όλο  τον κόσμο, αλλά μόνο στους  φίλους του. Υπάρχουν  άλλα που δεν τα εμπιστεύεται  στους φίλους του, τα λέει μονάχα στον εαυτό του, κι αυτό στα κρυφά. Και τέλος, υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος φοβάται να τα ομολογήσει και στον ίδιο του τον εαυτό και τέτοια λογής  πράγματα μαζεύονται πολλά σε κάθε καθωσπρέπει άνθρωπο.

-… τους έδειχνα μεμιάς τα δόντια κι ένιωθα ανείπωτη ευχαρίστηση, όσο λίγη και να’ ταν η στεναχώρια που προξενούσα  στον άλλον, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές. Συνήθως ήταν άνθρωποι δειλοί, είχαν την ανάγκη μου.

-…μα  ο παραμικρός γλυκός λόγος, ένα φλιτζάνι τσάι, αρκούσαν  να με ησυχάσουν.

-…ένας έξυπνος άνθρωπος δεν κατορθώνει  ποτέ να πετύχει στον  προορισμό του, μόνο ένας ηλίθιος το καταφέρνει.

-…γιατί  ο άνθρωπος  της δράσης είναι γενικά ένα περιορισμένο πνεύμα.

-Ποιός θα μπορούσε να ζήσει παραπάνω  από σαράντα χρόνια; ….οι ηλίθιοι και οι παλιάνθρωποι.

-…το να σκέφτεσαι  υπερβολικά πολύ, είναι αρρώστια, πραγματική αρρώστια.

-…όχι  μόνο  η υπερβολική πνευματική δραστηριότητα αλλά κάθε είδους πνευματική  δραστηριότητα είναι  αρρώστια.

-…μοιάζει να είναι παρηγοριά για τον  τιποτένιο άνθρωπο   το να έχει πλήρη επίγνωση της εξαχρείωσής του.

-Είναι αναμφισβήτητο ότι  η απελπισία  μας προσφέρει  τις πιο δυνατές ηδονές.

-Όταν  μας αδράχνει ο πόθος της  εκδίκησης , όλα τ΄άλλα αισθήματα  που υπάρχουν μέσα μας εκμηδενίζονται.

-…τον ακούν με αηδία, δεν πιστεύουν στην ειλικρίνεια των παραπόνων του και λέει μέσα τους ότι απλούστατα , θα μπορούσε να βογκάει χωρίς  ψεύτικα ξεφωνητά αλλά κάνει αυτή τη θεατρική επίδειξη  από μοχθηρία…Λοιπόν , ακριβώς στα ξεφωνητά και στη δειλία του κρύβεται η απόλαυση. «Σας τυραννώ»  λέει  μέσα του «σας σπαράζω την καρδιά δεν αφήνω να κοιμηθεί κανείς μέσα στο σπίτι».

-Πόσες φορές  δε μου ΄τυχε να προσβληθώ χωρίς λόγο, μόνο από ευχαρίστηση. Ήξερα καλά  πως δεν υπήρχε καμία αφορμή για να θυμώσω, μα θύμωνα  σαν να υπήρχε , και καταντούσα να παραδεχτώ ότι ήμουν στα αλήθεια προσβλημένος.

-Γιατί για να δράσει  κανείς , πρέπει , προπαντός  να είναι απόλυτα ήσυχος, να μην του μένει καμία αμφιβολία.

-…ο άνθρωπος  εκδικείται , γιατί πιστεύει πως η εκδίκηση είναι δικαιοσύνη,  και νατος , ηρεμεί τόσο, που τον βλέπεις  και εκδικείται ψύχραιμα  και  με επιτυχία , βέβαιος ότι εκτελεί  μια πράξη τίμια και δίκαιη. Εγώ όμως δεν βλέπω εδώ ούτε  δικαιοσύνη, ούτε τιμιότητα, δηλαδή όταν  εκδικούμαι το κάνω μόνο από κακία.

-…ο μόνος  και σωστός  προορισμός  του έξυπνου ανθρώπου είναι η φλυαρία, αυτό είναι : να χάνει τον καιρό του σε ανόητες συζητήσεις.

-Ο πολιτισμός  αναπτύσσει στον άνθρωπο  μονάχα μια πολύπλευρη  ευαισθησία  απέναντι στα  συναισθήματα, και  τίποτ΄άλλο. Και μέσα  απ΄αυτή την  πολυμορφία του , ποιος ξέρει αν δε θα  καταντήσει μια μέρα  να βρίσκει ευχαρίστηση ακόμη και στην αιματοχυσία.

-…σε κάθε εποχή  και σε κάθε  τόπο , πάντα άρεσε  στον άνθρωπο  να κινείται  και να δρα σύμφωνα με  την θέλησή του και όχι όπως τον προστάζει η λογική ή το συμφέρον του.

-Ο άνθρωπος μόνο ένα  πράγμα έχει ανάγκη να είναι  η θέλησή του εντελώς ανεξάρτητη, όσο και αν του στοιχίζει αυτή του η ανεξαρτησία, όσες και αν είναι οι κακές συνέπειες που συνεπάγονται.

-Η πιο παράξενη ιδιοτροπία …κρύβει μέσα της ότι  μας  είναι  πιο αγαπητό και πιο σπουδαίο : την  προσωπικότητα και την ατομικότητά μας.

-Νομίζω, μάλιστα, ότι ο καλύτερος  ορισμός του ανθρώπου είναι ο ακόλουθος: ον δίποδο και αχάριστο. Μα  αυτό δεν είναι όλο; Δεν είναι αυτό το μεγαλύτερό του ελάττωμα;

-Εκμηδενίστε  τις επιθυμίες μου, σβήστε το ιδανικό μου, δείξτε μου κάτι καλύτερο και θα σας ακολουθήσω.

-…μολονότι είμαστε  ικανοί  να μείνουμε σαράντα χρόνια  στην τρύπα μας χωρίς να πούμε λέξη, ωστόσο όταν  βγούμε στο φως της μέρας μιλάμε ακατάπαυστα

-Λένε πως με την  εργασία ο άνθρωπος γίνεται  καλός και τίμιος, του δίνεται τουλάχιστον η ευκαιρία.

-Καμαρώνεται  πως είστε ευσυνείδητοι αλλά τρικλίζετε, γιατί μολονότι η εξυπνάδα σας  δουλεύει , η καρδιά  σας είναι μαραμένη  από την διαστροφή των αισθήσεων. Και χωρίς αγνή καρδιά  δεν μπορεί να υπάρξει τέλεια και  δίκαιη συνείδηση.

-Δώστε του πλούτη, ανοίξτε τον στην ευτυχία- ενισχύστε τον όσο θέλετε χρηματικά για να μην κάνει τίποτε άλλο παρά να κοιμάται, να τρώει γλυκίσματα και να προλέγει το σταματημό της παγκόσμιας ιστορίας, και τότε ακόμη ο άνθρωπος, από αχαριστία και μοχθηρία, θα κάνει ατιμίες.

-Αχ, κύριοι , ποια θέληση λοιπόν θα έχω  όταν  τα πάντα θα είναι ένας πίνακας μονάχα αριθμητική και «δύο και δύο κάνουν τέσσερα»;  Είτε λοιπόν  το θέλω είτε όχι «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» Είναι θέληση αυτό;

-…θέλετε να κάνετε τον άνθρωπο να πετάξει από πάνω του τις παλιές  του συνήθειες και θέλετε  να διορθώσετε τη θέλησή του σύμφωνα  με τις απαιτήσεις  της επιστήμης και της λογικής.

-…ο άνθρωπος είναι ένα ζώο , κατ΄εξοχήν δημιουργικό.

-…ολέθρια τεμπελιά που, καθώς ξέρουμε  είναι μητέρα της  διαφθοράς.

-…ίσως  ο σκοπός  στον οποίο τείνει η ανθρωπότητα να είναι  δηλαδή  μόνο το  ακατάπαυστο  παίξιμο, ενδιαφέρεται μόνο  για την  ίδια τη ζωή, και όχι  για το σκοπό της που δεν είναι άλλος βέβαια παρά το «δύο και δύο κάνουν  τέσσερα», δηλαδή  ένας τύπος. Μα  το δύο και δύο κάνουν τέσσερα δεν είναι πια η ζωή , κύριοι, είναι η αρχή του θανάτου.

-…ε λοιπόν και το δύο και δύο κάνουν πέντε, είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο.

-...η συνείδηση είναι  για τον άνθρωπο το πιο μεγάλο δυστύχημα.

-Η αγάπη των πρώτων χρόνων του γάμου θα περάσει, είναι αλήθεια, μα θα αντικατασταθεί από κάποια άλλη που αξίζει περισσότερο . Οι ψυχές  τότε  θα σμίξουν όλα τα συμφέροντά τους θα είναι κοινά, δεν θα κρύβει τίποτε  ο ένας από τον άλλο .  Έπειτα έρχονται τα παιδιά  και κάθε στιγμή  τους  όσο πικρή και αν  είναι, θα τους  φαίνεται  γλυκιά. Πρέπει  να αγαπάμε μόνο, και να έχουμε θάρρος . Κάθε εργασία  γίνεται  τότε με καλή καρδιά , κι αν  στερηθείς  και το ψωμί ακόμη για χάρη των παιδιών  σου , πάλι  θα είσαι ευτυχισμένος. Γιατί  θα σ΄αγαπήσουν γι΄αυτή σου την θυσία, για τον ίδιο σου τον εαυτό εργάζεσαι, τα παιδιά μεγαλώνουν και νιώθεις ότι τους γίνεσαι παράδειγμα και στήριγμα, ακόμη και αφού πεθάνεις σ΄όλη  τους τη ζωή θα διατηρήσουν μέσα τους τα αισθήματά σου, τις ιδέες σου, έτσι όπως τους τα μετέδωσες, και θα είναι όπως η εικόνα σου όμοια μ΄εσένα.

-…η αγάπη  είναι  η ανάσταση της γυναίκας, η αναγέννηση η σωτηρία, αδιάφορο από ποιό χαμό και πως δεν  μπορεί να ολοκληρωθεί αλλιώτικα.

-τί είναι προτιμότερο; Η μέτρια ευτυχία ή ο υψηλός πόνος;

-…θα υποφέραμε περισσότερο  αν οι τρελοί  μας  πόθοι  πραγματοποιούνταν. Σταθείτε , προσπαθήστε , για παράδειγμα  να μας  δώσετε  περισσότερη  ανεξαρτησία ; βγάλτε από τη μέση  τα εμπόδια , μεγαλώστε τον  κύκλο  της δράσης σας , χαλαρώστε  την κηδεμονία , ε λοιπόν ναι,  σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι… θα ξαναζητήσουμε  αμέσως  την κηδεμονία.

-Είμαστε πεθαμένοι  μόλις γεννηθούμε  και χρόνια  και χρόνια μας γεννούν  πατέρες που δεν είναι ζωντανοί  μια κατάσταση  που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ.

-…ήμουν δειλός και δουλικός, ακριβώς γιατί ήμουν μορφωμένος.

-Μόνο οι γάιδαροι  κι όσοι  τους μοιάζουν  κάνουν  τους γενναίους, κι αυτό ως ένα σημείο.

-…πρέπει  να είναι  κανείς καλοντυμένος. Αυτό  έχει , κάποια δύναμη επιβολής, κι είναι  σαν να σε  φέρνει  στο ίδιο επίπεδο με τον αντίπαλό σου στα μάτια  της υψηλής κοινωνίας.

-Οι  συμμαθητές μου με  υποδέχτηκαν  με  σαρκασμούς μοχθηρούς κι ανελέητους, γιατί  δεν έμοιαζα με κανένα τους.

-Μα μόλις  παραδόθηκε  ολότελα  σ΄εμένα, τον αντιπάθησα αμέσως και τον  περιφρονούσα σαν να μην  τον είχα χρειαστεί  για τίποτ΄άλλο , παρά για να πετύχω  αυτή τη νίκη, να τον υποτάξω.

-Στο πρόσωπό της υπήρχε  κάτι το αθώο και καλό, σοβαρό, τόσο, που σ’ έκανε να παραξενεύεσαι.

-Άξαφνα, είδα καθαρά τί πράγμα  ανόητο και  σιχαμερό ήταν η κραιπάλη που αρχίζει  πρόστυχα, χωρίς την αγάπη και την ντροπή που στεφανώνουν τον αληθινό έρωτα.

-Κι όταν αγαπά κανείς μπορεί να ζήσει και χωρίς την ευτυχία. Η ζωή  και δυστυχία  ακόμα  είναι όμορφη ,  είναι ευχάριστο  να ζει κανείς , αδιάφορο το πώς.

-…ο άντρας δεν μπορεί να χρησιμεύει  για υπόδειγμα  στη γυναίκα.

- Όσο άσχημα και να περνά κανείς στην οικογένειά του -είναι  πάντα ο πατέρας  και η μητέρα μας, δεν είναι εχθρός μας ούτε ξένος. Ακόμη και αν  σου  δείχνουν αγάπη μια φορά   το χρόνο , ξέρεις  ωστόσο  ότι βρίσκεσαι  σπίτι σου.

-…πρέπει να μάθουμε  πρώτα να ζούμε  οι ίδιοι, κι έπειτα  να κατηγορούμε τους άλλους.


*Dostojevskij, Fedor Michajlovic (2010), Υπόγειο, μτφ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα.

Wednesday, 6 February 2019

GERMAN EXPRESSIONISM


   Όταν αναφερόμαστε στον εξπρεσιονισμό στον κινηματογράφο, εννοούμε τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, που αρχίζει το 1911 κι είναι κατ’ αρχήν ένα αντινατουραλιστικό κίνημα. Η θεωρητικός του γερμανικού εξπρεσιονισμού Λότε Άισνερ (1896-1983) αρχίζει το βιβλίο της με τίτλο H δαιμονική οθόνη, με ένα κείμενο του Γκαίτε: «Οι Γερμανοί είναι ωστόσο παράξενοι άνθρωποι. Τη μία με τις βαθυστόχαστες σκέψεις τους και την άλλη με τις ιδέες εκείνες που ακατάπαυστα αναζητούν κι εισάγουν σ’ όλες τις φάσεις της ζωής, φθάνουν στο σημείο να δυσκολεύουν τη ζωή τους υπερβολικά. Ας έχεις το θάρρος ν’ αφήνεσαι στις εντυπώσεις σου… Κι ας μη σε διακρίνει πάντοτε η άποψη ότι εκτός από τις ιδέες και τις αφηρημένες σκέψεις όλα τ’ άλλα είναι μάταια.» (1827). Ο Γκαίτε μ’ αυτό το κείμενο μεταξύ άλλων προτείνει μια χρυσή ισορροπία μεταξύ της έμπνευσης και της δράσης, της άφεσης στη ζωή και στη ροή της. Δεν μπορούμε να τα προβλέπουμε όλα και δεν μπορούμε να είμαστε μηχανές, θυμίζει στους συμπατριώτες του ο Γκαίτε δύο αιώνες πριν και σε μας σήμερα. Οι ταινίες του γερμανικού εξπρεσιονισμού αντλούν τη θεματολογία τους από τη δισυπόστατη φύση του ανθρώπου, δηλαδή το γεγονός ότι είμαστε μεν φθαρτοί αλλά, ταυτόχρονα, συλλαμβάνουμε το άφθαρτο και το αιώνιο και ότι μέσα μας ενυπάρχει το καλό και το κακό. Στο σημαντικό έργο Φάουστ του μεγάλου γερμανού ποιητή Γκαίτε συναντάμε την έννοια της διχασμένης προσωπικότητας. Η θεματολογία των ταινιών του γερμανικού εξπρεσιονισμού επηρεάζει όλη την ανθρωπότητα διότι αποκαλύπτει με καλλιτεχνικό τρόπο την σχιζοφρενική κατάσταση που βρισκόταν τότε, δηλαδή λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος. Πολλοί παρομοίασαν τον Δρ. Καλιγκάρι, τον κεντρικό τερατώδη αντιήρωα στην ταινία Το εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι (1920) του Ρόμπερτ Βίνε (1873-1938), με τον Χίτλερ. Ο Δρ. Καλιγκάρι σε ένα νούμερο πλανόδιων τσαρλατάνων, βάζει τον Τσέζαρε, μόνιμα υπνωτισμένο, να λέει τα μελλούμενα στο κοινό. Έτσι αποκαλύπτει σε εκείνον που τον ρωτάει ότι την αυγή θα πεθάνει, αλλά είναι ο ίδιος ο Τσέζαρε που τον σκοτώνει, με τις οδηγίες του Καλιγκάρι. Πολλοί είπαν ότι η ταινία προφητικά παρουσίασε ακριβώς αυτό που έκανε ο Χίτλερ λίγο μετά την εποχή της επιτυχίας της ταινίας, σε έναν ολόκληρο λαό. Τον υπνώτισε να πάει να σκοτώσει άλλους λαούς και υπερθεμάτιζε πάνω στο γεγονός, όπως ο Τσέζαρε και ο Καλιγκάρι. Η διχοστασία, στοιχείο του γερμανικού λαού, ταυτόχρονα με το σκοτάδι, γέννησε και αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, όπως αυτά του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Αισθητικά οι ταινίες όλες έχουν έντονο στιλιζάρισμα. Η ψυχανάλυση επηρεάζει τη σκέψη των σεναριογράφων που ασχολούνται με το φανταστικό και με ψυχονευρωτικές καταστάσεις. Έτσι και το παίξιμο των ηθοποιών είναι ακραίο, κι έχει μείνει στην ιστορία της υποκριτικής ως εξπρεσιονιστικό παίξιμο. Οι ταινίες έχουν θεατρικότητα. Οι λήψεις γίνονται σε πλατό με σκηνικά εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα και η εξπρεσιονιστική ζωγραφική - ιδιαίτερα του νορβηγού ζωγράφου Μούνκ (1863-1944) - επηρεάζει άμεσα και σηματοδοτεί την αισθητική του κάδρου. Οι φωτισμοί είναι κιάρο-σκούρο με ακραίες φωτοσκιάσεις. Η προοπτική είναι ζωγραφιστή κι όχι πραγματική. Χρησιμοποιείται το καδράρισμα με διαγώνιους που θυμίζουν περισσότερο ζωγραφική του μανιερισμού και σίγουρα του εξπρεσιονισμού. Οι σκιές, οι καθρέφτες και οι σκάλες παίζουν δραματουργικό ρόλο. Τα εξωτερικά πλάνα γυρίζονται σε ντεκόρ. Εξαιρούνται τα εξωτερικά της ταινίας Νοσφεράτου (1922) του  Φρήντριχ Βίλχελμ Μουρνάου (1888-1931) για την οποία είχαν γίνει ρεπεράζ στη Ρουμανία και η φωτογραφία είχε εξαίρετη για την εποχή ποιητικότητα. Στον γερμανικό εξπρεσιονισμό δε χρησιμοποιείται καθόλου το μετρικό μοντάζ που είναι το κατεξοχήν μοντάζ του βωβού κινηματογράφου.  Η κάμερα κάνει πολλές κινήσεις. Ένας από τους οπερατέρ της εποχής χειριζόταν την κάμερα συνέχεια στο χέρι. Οι φωτισμοί φορτώνονταν πάνω από τις κατασκευές των σκηνικών, σε ειδικές σκαλωσιές. Άλλωστε αυτό συμβαίνει σε όλο τον κινηματογράφο μέχρι τον Ουέλς και την ταινία του σταθμό στην κινηματογραφική άρθρωση Ο πολίτης Κέιν (1941). Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, επειδή στηρίζεται ιδιαίτερα στην καλλιέπεια της φωτογραφίας, αναδεικνύει μεγάλους οπερατέρ όπως τους Άρνο Βάγκνερ (1889-1958), Καρλ Χόφμαν (1885-1974), Ευγένιο Σουφτάν (1893-1977), Μπόρις Κάουφμαν (1897-1980), Καρλ Φρόιντ (1890-1969). Ο σεναριογράφος των περισσότερων ταινιών αυτής της αισθητικής είναι ο Καρλ Μάγιερ (1896-1977). Ταινία σταθμός του γερμανικού εξπρεσιονισμού, που εισάγει το κίνημα είναι Ο φοιτητής της Πράγας (1913) των Στέλα Ρίε (1880-1914) και Πάουλ Βέγκενερ (1874-1948). Σ’ αυτή την ταινία πρωτοεμφανίζεται ένα δύσκολο, για εκείνη την εποχή, εφέ. Ο πρωταγωνιστής χάνεται και ξαναεμφανίζεται μέσα από έναν καθρέφτη. Άλλες χαρακτηριστικές ταινίες της αισθητικής του γερμανικού εξπρεσιονισμού είναι Το εργαστήρι του δόκτορος Καλιγκάρι (1920) του Ρόμπερτ Βίνε (1873-1938), και ο Νοσφεράτου (1922) του Μουρνάου (1888-1931). Νοσφεράτου είναι γερμανική μεσαιωνική λέξη και δηλώνει τον άνθρωπο που πίνει αίμα.
   Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός έχει τρείς φάσεις. Οι πιο χαρακτηριστικές ταινίες της πρώτης φάσης είναι η Μητρόπολη (1927) του εμπνευσμένου αυστριακού σκηνοθέτη Φριτς Λάνγκ (1890-1976) και το Γκόλεμ (1920) του Πάουλ Βέγκενερ (1874-1948). Στη Μητρόπολη ο Λανγκ ξεπερνάει κάθε ταινία της εποχής και δημιουργεί ένα φουτουριστικό ποίημα με όλα τα στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού και ιδιαίτερη φαντασία. Η Μητρόπολη χρησιμοποιείται ως πηγή άντλησης ιδεών και εικόνων για τα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του ΄50 στην Αμερική και επηρεάζει το έργο πολλών μελλοντικών κινηματογραφιστών. Η δεύτερη φάση του ονομάζεται κάμερσπιλ που σημαίνει μουσική δωματίου ή παιχνίδι δωματίου. Ο όρος προέρχεται από το γεγονός ότι οι ταινίες διαδραματίζονται μέσα σ’ έναν κλειστό χώρο. Χαρακτηριστικές ταινίες του κάμερσπιλ είναι Η Νύχτα του Αγίου Σιλβέστρου (1923) του ρουμάνικης καταγωγής Λούπου Πικ (1886-1931) και το Βαριετέ (1925) του γερμανού Εβάλντ Αντρέ Ντιπόν (1891-1956). Η τρίτη φάση είναι γνωστή με την ονομασία νέα αντικειμενικότητα. Συνδέεται με τον αυστριακό Γκέοργκ Παμπστ (1885-1967) και την ταινία Δρόμος χωρίς χαρά (1925). Ο Παμπστ έκανε γυρίσματα σε φυσικούς χώρους και χρησιμοποίησε ερασιτέχνες κομπάρσους, γεγονός που παρέπεμψε στην ονομασία νέα αντικειμενικότητα. Στην ταινία πρωταγωνιστεί η μεγάλη σουηδή  ηθοποιός και αργότερα ντίβα του Χόλιγουντ, Γκρέτα Γκάρμπο. Πολλά από τα χαρακτηριστικά του γερμανικού εξπρεσιονισμού πέρασαν μετά και στον ομιλούντα γερμανικό κινηματογράφο. Αυτό το βλέπουμε στις παγκόσμιες επιτυχίες Μ (1931) του Φριτς Λανγκ, συγκλονιστική ταινία για τη ζωή ενός δράκου, με τον εξαιρετικό ηθοποιό Πίτερ Λόρι, στην Όπερα της πεντάρας (1931) του Παμπστ και στον Γαλάζιο άγγελο (1930) του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ (1894-1969). Όταν  ο Χίτλερ αναλαμβάνει την εξουσία, επιμένει να σφετερίζεται το νόημα της Μητρόπολης του Φριτς Λανγκ κι ο σκηνοθέτης αδυνατώντας να ζήσει άλλο στην Ευρώπη καταφεύγει στο Χόλιγουντ. Ευτυχώς, θα έλεγε κανείς, για το Χόλιγουντ και την τεράστια επιρροή που επέφεραν οι σκηνοθέτες του γερμανικού εξπρεσιονισμού σε αυτό. Ο Λανγκ δεν είναι ο μόνος. Λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ναζί έρχονται στην εξουσία, όλοι οι σκηνοθέτες του γερμανικού εξπρεσιονισμού καταφεύγουν στο Χόλιγουντ, όπου συνεχίζουν να σκηνοθετούν και επηρεάζουν με την αισθητική τους τον αμερικανικό κινηματογράφο, δημιουργώντας το στιλ του φιλμ νουάρ.


*Κωνσταντοπούλου Βάλλυ, Εισαγωγή στην Αισθητική του Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα, 2015.

Sunday, 3 February 2019

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΑΦΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Ουδέν ζώον δύναται να είναι εξ ενός στοιχείου. — Η αφή συνιστά το ζώον ουσιωδώς.— Μόνον των απτικών ποιοτήτων αι υπερβολαί είναι ολέθριαι εις το ζώον.

1. Είναι φανερόν, ότι το σώμα του ζώου δεν δύναται να είναι απλούν• λ. χ. μόνον εκ πυρός ή εξ αέρος. Τω όντι άνευ μεν αφής ουδεμία άλλη αίσθησις δύναται να υπάρξη, διότι παν σώμα έμψυχον έχει, ως είπομεν, την αίσθησιν της αφής. Τα άλλα στοιχεία, πλην της γης, δύνανται να γίνωνται όργανα αισθήσεως. Αλλά πάντα μεν τα αισθητήρια παράγουσιν αίσθημα διά των διαμέσων σωμάτων. Η αφή όμως αισθάνεται τα πράγματα αμέσως απτομένη αυτών και διά τούτο έχει και το όνομα τούτο. Και όμως και τα άλλα αισθητήρια όργανα διά της αφής αισθάνονται, αλλά [σ. 151] δι' άλλου τινος διαμέσου, μόνη δε αυτή φαίνεται ότι αισθάνεται δι' αμέσου επαφής. Ώστε το σώμα του ζώου δεν δύναται ν' αποτελήται αποκλειστικώς από εν εκ των στοιχείων τούτων, ούτε αποκλειστικώς δύναται ν' αποτελήται εκ γης. Διότι η αφή είναι ως μέσος τις ορός πάντων των απτών αντικειμένων και το αισθητήριον όργανον αυτής δύναται να δεχθή ου μόνον τας διαφόρους ιδιότητας άς έχει η γη, αλλά και τας του θερμού και ψυχρού (1) και πάντων των άλλων απτών. Και διά τούτο δεν αισθανόμεθα διά των οστών και των τριχών και των τοιούτων μερών, διότι είναι εκ γης• διά τούτο και τα φυτά ουδεμίαν έχουσιν αίσθησιν, διότι είναι εκ γης. Άνευ λοιπόν της αφής δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καμμία άλλα αίσθησις, και το όργανον αυτής (η σάρξ δεν είναι ούτε εκ γης αποκλειστικώς ούτε εξ ουδενός άλλου στοιχείου.
2. Είναι άρα φανερόν, ότι τα ζώα κατ' ανάγκην αποθνήσκουσιν, εάν στερώνται μόνης ταύτης της αισθήσεως• διότι ούτε είναι δυνατόν να έχη αυτήν ον το οποίον δεν είναι ζώον, ούτε ον ζώον είναι ανάγκη να έχη άλλην αίσθησιν πλην ταύτης. Και διά τούτο αι μεν άλλαι αισθηταί ποιότητες, το χρώμα, ο ήχος και η οσμή δεν καταστρέφουσι το ζώον διά της υπερβολής αυτών, αλλά μόνον τα αισθητήρια όργανα αυτού (2), εκτός εάν το καταστρέφωσι κατά συμβεβηκός• π. χ. εάν μετά του ήχου γίνη βιαία ώθησις και κτύπημα (3) ή αν υπό οπτικών αισθημάτων και οσμής κινώνται άλλα αντικείμενα, τα οποία καταστρέφουσι το σώμα διά της αφής των (4). Ο χυμός καταστρέφει το ζώον καθ' όσον συμβαίνει να συνάπτηται με το της αφής όργανον (ο δηλητηριώδης χυμός λ. χ.) [σ. 152]
3. Η υπερβολή όμως των απτών, ήτοι των θερμών και ψυχρών και σκληρών φονεύει το ζώον (5). Διότι η υπερβολή παντός αισθητού αντικειμένου καταστρέφει το όργανον της αισθήσεώς του, ώστε και του απτού η υπερβολή καταστρέφει την αφήν, η αφή δε είναι η αίσθησις, δι' ης ορίζεται η ζωή, διότι απεδείχθη ότι άνευ αφής είναι αδύνατον να υπάρξη ζώον. Διά τούτο η υπερβολή των οπτικών εντυπώσεων φθείρει ουχί μόνον το αισθητήριον, αλλά και αυτό το ζώον, διότι ταύτην μόνην την αίσθησιν πρέπει να έχη αναγκαίως. Τας δε άλλας αισθήσεις έχει το ζώον, ως είπομεν, ουχί χάριν της υπάρξεως, άλλα χάριν της ευζωίας (του ευ είναι) αυτού• λ. χ. έχει την όψιν, ίνα δύναται να βλέπη, επειδή είναι εν τω αέρι και εν τω ύδατι, και εν γένει εντός μέσου διαφανούς, την δε γεύσιν έχει διά το ευάρεστον και δυσάρεστον, ίνα αισθάνηται τας ιδιότητας ταύτας εν τη τροφή του και επιθυμή αυτήν και κινήται, ίνα την αποκτήση, την δε ακοήν έχει, όπως δηλούταί τι εις αυτό, την δε γλώσσαν, ίνα αυτό φανεροί τι εις άλλο (6).

Σημειώσεις

1) Αίτινες δεν είναι πλέον διαφοραί της γης, αλλά του πυρός.
2) Την ενέργειαν του οργάνου και ενίοτε αυτό το όργανον. Φως λίαν ζωηρόν δύναται να τυφλώση και ήχος λίαν ισχυρός φέρει κώφωσιν.
3) Ουχί π. χ. η βροντή δύναται να φονεύση τα ζώον, αλλ' ο αήρ και ο άνεμος ο συνοδεύων αυτήν.
4) Αι άλλαι αισθήσεις είναι τροποποιήσεις της αφής.
5) Υπερβολικόν ψύχος κλπ. φονεύει.
6) Ουχί δε μόνον προς την γεύσιν.


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΗΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'

Συγκεφαλαίωσις των περί της αισθητικής και της νοητικής ψυχής λεχθέντων. — Η ψυχή είναι τρόπον τινά τα όντα. Φύσις του νοητού και του αφηρημένου. — Το έργον της αισθήσεως και της φύσεως.— Άνευ εικόνων ο νους δεν νοεί.

1. [σ. 135] Τώρα δε συγκεφαλαιώσαντες τα λεχθέντα περί ψυχής, λέγομεν πάλιν, ότι η ψυχή είναι τρόπον τινά πάντα τα όντα. Διότι πάντα τα όντα είναι ή αισθητά ή νοητά (1)· και η μεν επιστήμη είναι τρόπον τινά τα επιστητά (νοητά), η δε αίσθησις είναι τα αισθητά.
2. Πρέπει δε να εξετάσωμεν πώς τούτο είναι δυνατόν. Η επιστήμη και η αίσθησις διαιρούνται εκάστη κατά τα πράγματα (τα αντικείμενα αυτών), η μεν δυνάμει (2) κατά τα εν δυνάμει όντα πράγματα, η δε ούσα ενδελέχεια κατά τα εν εντελεχεία όντα πράγματα. Το αισθητικόν δε και το επιστημονικόν μέρος της ψυχής είναι δυνάμει αυτά τα πραγματικά αντικείμενα, τούτο μεν το επιστητόν, εκείνο δε το αισθητόν αντικείμενον. Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ή αυτά τα πράγματα ή τα είδη αυτών. Αυτά μεν τα πράγματα δεν είναι βεβαίως η ψυχή, διότι ουχί ο λίθος (η ύλη), αλλά το είδος είναι εν τη ψυχή. Ώστε η ψυχή είναι καθώς η χειρ. Διότι και η χειρ είναι το όργανον των άλλων οργάνων, και [σ. 136] ο νους είναι το είδος των (νοητών) ειδών (3) και η αίσθησις το είδος των αισθητών.
3. Επειδή όμως εκτός των αισθητών μεγεθών (των εχόντων έκτασιν) ουδέν πράγμα υπάρχει κεχωρισμένον, ως υποτίθεται (4)· άρα τα νοητά είναι εις τα αισθητά είδη· λέγω δε νοητά τα κατ' αφαίρεσιν λεγόμενα και όσα είναι έξεις και πάθη (ιδιότητες και μεταβολαί) των αισθητών πραγμάτων. Και διά τούτο η ψυχή, εάν δεν ησθάνετο, ουδέν απολύτως ήθελε μάθει ή εννοήσει· και όταν θεωρή τι, ανάγκη είναι να θεωρή και εικόνα τινά της φαντασίας. Διότι αι εικόνες είναι είδος αισθημάτων, αλλ' άνευ ύλης. Είναι δε η φαντασία διάφορος από την κατάφασιν και την άρνησιν· διότι μια συμπλοκή εννοιών εις κρίσιν (5) είναι το αληθές και το ψεύδος. Αλλά κατά τι διαφέρουσιν αι πρώται έννοιαι (6), ώστε να μη συγχέωνται με τας εικόνας της φαντασίας ; Βεβαίως αι έννοιαι αύται δεν είναι εικόνες, αλλά και δεν είναι άνευ εικόνων.

Σημειώσεις

1) Και επομένως ψυχικά.
2) Όταν η αίσθησις ή ο νους είναι μόνον δυνάμει, δεν αισθάνονται ούτε νοούσι πράγματι τα όντα. Ταύτα λοιπόν, καθό αισθητά και νοητά, δεν είναι τότε, ειμή δυνάμει.
3) Ο νους είναι προς τα αισθητά είδη, τα οποία δέχεται η αίσθησις, ό,τι η αίσθησις είναι προς τα αισθητά αντικείμενα, των οποίων δέχεται το είδος.
4) Τα είδη δεν είναι χωριστά. Ο Πλάτων όμως εδίδασκεν ότι αι ιδέαι έχουσι χωριστήν ύπαρξιν.
5) Ήτις είναι έργον του νου.
6) Τα πρώτα νοήματα του νου, τα απλά και αδιαίρετα, χρονικώς είναι ύστερα των εικόνων, αφού είναι αύται αναπόσπαστα από των εικόνων. Κατ' ουσίαν όμως τα νοήματα είναι υπέρτερα των εικόνων, όσω ο νους είναι υπέρτερος της φαντασίας και της αισθήσεως. Τα νοήματα είναι ενέργειαι του νου περί τας υποκειμένας εικόνας. Αι εικόνες καθ' εαυτάς δεν είναι ούτε αληθείς, ούτε ψευδείς. Αλήθεια και ψεύδος ανήκει μόνον εις τας κρίσεις ή εις εικόνα, όταν κατηγορήταί τι κατ' αυτής.


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'

Περί της κατά τόπον κινήσεως.—Περί των μερών της ψυχής.—Αιτία της κινήσεως ο νους και η όρεξις ομού.

1. [σ. 137] Επειδή δε η ψυχή των ζώων ορίζεται διά δύο δυνάμεων, ήτοι διά της κριτικής (ήτις είναι έργον της διανοίας) και της αισθήσεως(1) και αφ' ετέρου διά της κατά τόπον κινήσεως (2), περί μεν της αισθήσεως και του νου αρκούσι τα ειρημένα, περί δε της κινητικής δυνάμεως θα εξετάσωμεν: τί άρά γε μέρος της ψυχής δύναται να είναι; είναι μέρος αυτής χωριστόν ολικώς ή νοερώς, ή ολόκληρος η ψυχή (κινεί); Και αν είναι μέρος τι, είναι τούτο ιδιαίτερον και διάφορον από των συνήθως λεγομένων και τα οποία έχομεν πραγματευθή, ή είναι τι εκ τούτων των μερών;
2. Αλλά εγείρεται ευθύς η ερώτησις: κατά ποίαν έννοιαν πρέπει να λέγωμεν ότι η ψυχή έχει μέρη, και πόσα έχει; Διότι φαίνεται τρόπον τίνα ότι είναι άπειρα τα μέρη, και ότι δεν είναι μόνον εκείνα τα όποια τίνες λέγουσι (3) διορίζοντες αυτά, το λογιστικόν, το θυμικόν και το επιθυμητικόν, κατ' άλλους δε το λογικόν και το άλογον. Διότι συμφώνως προς τας διαφοράς (4), κατά τας οποίας κάμνουσι τας διαιρέσεις ταύτας, θα φανώσι και άλλα μέρη τα όποια έχουσιν έκτασιν μεγαλυτέραν τούτων, περί ων και τώρα [σ. 138] έχομεν είπη· ήτοι το θρεπτικόν, όπερ υπάρχει και εις τα φυτά και εις όλα τα ζώα, και το αισθητικόν, όπερ δεν δύναται τις ευκόλως να κατάταξη ούτε ως άλογον, ούτε ως λογικόν.
3. Προσέτι υπάρχει το φανταστικόν μέρος, όπερ κατά μεν τον τρόπον του είναι διαφέρει πάντων των αλλων, αλλά με ποίον των μερών τούτων είναι το αυτό ή διάφορον είναι πολύ δύσκολον να είπη τις, αν υπολαμβάνη ότι τα μέρη της ψυχής είναι χωρισμένα απ' αλλήλων. (5) Προς τούτοις υπάρχει το ορεκτικόν, το οποίον και κατά τον λόγον και κατά την δύναμιν αυτού φαίνεται ότι είναι διάφορον πάντων των άλλων. Αλλ' είναι άτοπον να το αποσπάσωμεν απ' αυτών. Διότι και η βούλησις γεννάται εις το λογικόν μέρος, και η επιθυμία και το πάθος υπάρχει εις το άλογον. Αλλ' εάν η ψυχή είναι τρία μέρη χωριστά, η όρεξις θα είναι εις έκαστον αυτών.
4. Και τώρα περί ου πρόκειται ο λόγος, ερωτώμεν: τί είναι το κινούν κατά τόπον το ζώον; Την μεν κίνησιν, ήτις συνίσταται εις αύξησιν και μείωσιν και ήτις υπάρχει εις πάντα τα ζώα, φαίνεται ότι το κινούν αυτήν είναι αι δυνάμεις αι υπάρχουσαι εις πάντα, η γεννητική και η θρεπτική· περί δε της αναπνοής και της εκπνοής και περί ύπνου και εγρηγόρσεως θα εξετάσωμεν ύστερον, διότι και ταύτα έχουσι πολλάς δυσκολίας.
5. Αλλά περί της τοπικής κινήσεως πρέπει να εξετάσωμεν ποίον είναι το αίτιον το δίδον την κίνησιν, καθ' ην το ζώον πορεύεται. Ότι μεν τούτο δεν είναι η θρεπτική δύναμις, είναι φανερόν διότι η κίνησις αύτη, η πορεία γίνεται πάντοτε προς σκοπόν τινα και ομού με φαντασίαν τινά ή όρεξιν. Διότι ουδέν ον κινείται, εάν δεν επιθυμή ή εάν δεν αποφεύγη τι, εκτός εάν διά βίας εξωτερικής κινήται. Άλλως και αυτά τα φυτά θα ηδύναντο να κινώνται, και θα είχον όργανόν τι κατάλληλον προς την κίνησιν ταύτην. (6) [σ. 139]
6. Ομοίως δε ούτε η αισθητική δύναμις (κινεί τοπικώς)· διότι υπάρχουσι πολλά ζώα, τα οποία έχουσι μεν αίσθησιν, αλλά μένουσι διαρκώς ακίνητα. Αν λοιπόν η φύσις τίποτε δεν κάμνη ματαίως (ασκόπως), αλλά και ουδέποτε στερεί τι εκ των αναγκαίων, εκτός εις τα ανάπηρα και ατελή όντα. Αλλά τα ζώα περί ων πρόκειται είναι τα τέλεια, ουχί δε ανάπηρα. Απόδειξις τελειότητος είναι το ότι δύνανται να γεννώσιν (όμοια) και να ακμάζωσι και αποθνήσκωσιν, ώστε έπρεπε να έχωσι και τα όργανα πορείας.
7. Αλλά προσέτι ούτε η συλλογιστική δύναμις ούτε ο ονομαζόμενος νους (7) είναι ο κινών τοπικώς. Διότι ο μεν θεωρητικός νους δεν νοεί κανέν εξ εκείνων, τα οποία μέλλουσι να πραχθώσιν, ουδέ λέγει τι περί εκείνου, όπερ δέον να αποφεύγωμεν ή να επιδιώκωμεν, ενώ η κίνησις ανήκει εις το ον το φεύγον ή επιδιώκον πράγμά τι. Τουναντίον, όταν θεωρή τις πράγμα τι, ο νους ουδέ τότε επιτάσσει να διώκωμεν ή να φεύγωμεν αυτό, λ. χ. πολλάκις διανοείται τι τρομερόν ή ηδύ πράγμα, αλλά δεν διατάττει να το φοβώμεθα, η καρδία όμως κινείται, αν δε το πράγμα είναι ευάρεστον, άλλο όργανον κινείται.
8. Προσέτι δε και όταν προστάττη ο νους και λέγη η διάνοια να αποφεύγη ή να επιζητή τίς τι, δεν κινείται, αλλά πράττει κατά την επιθυμίαν του, ως ο ακρατής. Και γενικώς βλέπομεν ότι εκείνος, όστις γνωρίζει την ιατρικήν, δεν θεραπεύει (πάντοτε), διότι κάτι άλλο παρά την ιατρικήν δύναται να ενεργή, σύμφωνα με την επιστήμην. (8) Αλλ' ακόμη ούτε η όρεξις είναι η αρχή η κυρία (9) της κινήσεως ταύτης· διότι οι εγκρατείς, αν και ορέγονται και επιθυμούσι, δεν πράττουσιν όμως εκείνα τα οποία επιθυμούσιν, αλλ' υπακούουσιν εις τον νουν.

Σημειώσεις

1) Το κριτικόν λοιπόν, περιλαμβάνει το αισθητικόν, το φανταστικόν και το διανοητικόν.
2) Περί του θρεπτικού θα ομιλήση έπειτα.
3) Ο Πλάτων.
4) Ο Πλάτων ως βάσιν των διαιρέσεων τούτων της ψυχής ελάμβανε τας χρείας του σώματος.
5) Ο Πλάτων θέτει το λογιστικόν εις την κεφαλήν, τον θυμόν εις το στήθος και την επιθυμίαν εις το υπογάστριον.
6) Αν η θρέψις ήτο η αίτια της τοπικής κινήσεως, έπρεπε και τα φυτά να κινώνται, διότι και αυτά τρέφονται.
7) Όστις μόνον έργον έχει το νοείν.
8) Ουχί η επιστήμη αλλ' η φύσις θεραπεύει. Η επιστήμη εξηγεί τας αρχάς και τους νόμους της ενεργείας της φύσεως.
9) Ούτε η όρεξις ούτε ο λόγος κεχωρισμένοις, αλλά μόνον ηνωμένοι (η λογική όρεξις) είναι η αρχή της κινήσεως [του πράττειν] εν τοις ανθρώποις.


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'

Το κινούν το ζώον είναι η όρεξις, ήτις περιλαμβάνει την βούλησιν και τον νουν. Την όρεξιν κινεί το ορεκτόν αντικείμενον. Τούτο είναι το πρώτον κινούν, το κινούν, όπερ, ακίνητον αυτό, κινεί το άλλο.

1. [σ. 140] Φαίνεται (1) λοιπόν, ότι δύο είναι τα κινούντα το ζώον, η όρεξις ή ο νους, εάν υποτεθή ότι και η φαντασία είναι νόησίς τις (2), διότι πολλά άλλα, εναντία της λογικής γνώσεως (3), επακολουθούσιν εις τας εικόνας της φαντασίας, και εις τα άλογα ζώα δεν υπάρχει μεν νόησις και συλλογισμός, αλλ' όμως υπάρχει η φαντασία. (4) Άρα μόνα τα δύο ταύτα δύνανται να κινώσι τοπικώς, ο νους και η όρεξις.
2. Νουν δε λέγω εδώ τον συλλογιζόμενον χάριν σκοπού τινος, και αφορώντα εις την πράξιν νουν, όστις διαφέρει από τον θεωρητικόν, διότι έχει ηθικόν σκοπόν. (5) Και πάσα όρεξις έχει σκοπόν τινα, το δε πράγμα του οποίου υπάρχει όρεξις γίνεται αρχή της κινήσεως. Ο τελικός σκοπός είναι η αρχή της πράξεως (6). Ώστε [σ. 141] ευλόγως αύται αι δύο δυνάμεις, η όρεξις και ο πρακτικός νους φαίνεται ότι είναι αιτίαι της κινήσεως. Διότι το αντικείμενον της ορέξεως (το ορεκτόν) κινεί ημάς, διά τούτου δε και η διάνοια κινεί, διότι το ορεκτόν είναι η αρχή αυτής.
3. Και η φαντασία δε, όταν κινή το ζώον, δεν το κινεί άνευ ορέξεως. Ούτω λοιπόν εν είναι το αίτιον της κινήσεως της ορεκτικής δυνάμεως, το αντικείμενον αυτής. Διότι, αν υπήρχον δύο αίτια κινήσεως, ο νους και η όρεξις, θα παρήγον κίνησιν κατά κοινήν τινα ιδέαν. Αλλ' όμως ο μεν νους αληθώς δεν φαίνεται ότι κινεί άνευ της ορέξεως. Διότι και η βούλησις είναι όρεξις (7) και όταν το έμψυχον κινήται κατά συλλογισμόν τινα κινείται και κατά βούλησιν. Η όρεξις όμως κινεί εις πράξεις και εναντίον του λόγου (8) διότι η επιθυμία είναι (9) όρεξίς τις.
4. Ο νους λοιπόν πάντοτε είναι ορθός, η όρεξις όμως και η φαντασία είναι άλλοτε ορθαί, άλλοτε δε ουχί ορθαί. Διά τούτο το ορεκτόν αντικείμενον πάντοτε κινεί εις πράξεις και είναι ή το (πραγματικόν) αγαθόν (10) ή το φαινόμενον ως αγαθόν (11) και ουχί πάν αγαθόν (12) αλλά μόνον το αγαθόν το πρακτόν (όπερ δέον να πράττηται), το πρακτόν δε τούτο αγαθόν είναι το δυνάμενον να είναι άλλως παρ' ό,τι είναι (13).
5. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι η δύναμις της ψυχής η καλουμένη όρεξις είναι η αιτία της κινήσεως εις πράξιν (14), αλλά κατά τους αναλύοντας τα μέρη της ψυχής, εάν αναλύωσι και χωρίζωσι [σ. 142] κατά τας δυνάμεις αυτής γίνονται πάμπολλα μέρη, το θρεπτικόν, το αισθητικόν, τα νοητικόν, το βουλευτικόν και το ορεκτικόν· ταύτα δε διαφέρουσι μεταξύ των περισσότερον παρά το επιθυμητικόν και το θυμικόν.
6. Καίτοι δε ορέξεις δύνανται να είναι εναντίαι προς αλλήλας, ως συμβαίνει, όταν είναι εναντία ο λόγος και αι επιθυμίαι (15), γίνεται τούτο μόνον εις τα όντα τα οποία έχουσι το αίσθημα του χρόνου. Διότι ο μεν νους διατάττει να ανθιστάμεθα διά το μέλλον (διά τα επακόλουθα), η δε επιθυμία αποβλέπει εις το παρόν(16), διότι εις ταύτην φαίνεται το παρόν ευάρεστον (η στιγμιαία ηδονή) ως το απολύτως ευάρεστον και ως το απολύτως αγαθόν, διότι δεν βλέπει το μέλλον. Διά ταύτα κατ' είδος (18) μεν είναι μία η αρχή η κινούσα, ήτοι το ορεκτικόν μέρος καθό ορεκτικόν. Αριθμητικώς όμως πολλαί κινητικαί δυνάμεις δύνανται να είναι εν αυτή. Αλλά πρώτον πάντων των κινούντων είναι το ορεκτόν αντικείμενον, διότι τούτο, χωρίς να κινήται, κινεί καθ' όσον νοείται ή συλλαμβάνεται υπό της φαντασίας. Κατ' αριθμόν όμως τα κινούντα εις πράξιν, ορεκτά και ορεκτικά, είναι περισσότερα (19).
7. Επειδή δε τρεις όροι διακρίνονται, πρώτον το κινούν, δεύτερον το όργανον, δι' ου τούτο κινεί, και τρίτον το κινούμενον πράγμα, εκ τούτων το μεν κινούν είναι διττόν, αφ' ενός μεν είναι εν στοιχείον ακίνητον, εξ άλλου δε είναι εν στοιχείον κινούν και κινούμενον. Και το μεν ακίνητον κινούν είναι το πρακτέον αγαθόν, το δε κινούν και κινούμενον είναι η ορεκτική δύναμις, διότι [σ. 143] το ον το ορεγόμενον κινείται καθ' όσον ορέγεται, και η όρεξις είναι μία κίνησις καθ' όσον είναι ενέργεια (του ορεκτικού). Το δε κινούμενον είναι το ζώον· το όργανον δε, δι' ου κινεί η όρεξις, τούτο είναι όργανον σωματικόν (η καρδία κλπ.). Αλλά περί τούτου θα εξετάσωμεν όταν και τας κοινάς σώματος και ψυχής λειτουργίας θα θεωρήσωμεν.
8. Τώρα δε δυνάμεθα να είπωμεν κεφαλαιωδώς, ότι η κίνησις είναι οργανική εκεί όπου είναι έν η αρχή και το τέλος, ως εις τον γιγγλυμόν. (20) Διότι εις ένα γιγγλυμόν το κυρτόν και το κοίλον είναι το εν μεν τέλος, το δε άλλο είναι αρχή. Και διά τούτο το μεν μένει ακίνητον, το δε κινείται, και ενώ είναι νοητώς ταύτα διακεκριμένα, πραγματικώς είναι αχώριστα. Διότι πάσαι αι κινήσεις γίνονται δι' απώσεως και έλξεως. Και πρέπει διά τούτο εν σημείον να μένη ακίνητον, όπως είναι το κέντρον εν τω κύκλω, και εκ τούτου να αρχίζη η κίνησις (21).
9. Εν γένει λοιπόν, ως είπομεν, το ζώον δύναται να κινή εαυτό μόνον καθ' όσον είναι ορεκτικόν (έχει όρεξιν), αλλά δεν δύναται να έχη όρεξιν άνευ φαντασίας, πάσα δε φαντασία είναι ή λογική ή αισθητική, (22) Ταύτης δε μετέχουσι και τα άλλα ζώα και ο άνθρωπος (23).

Σημειώσεις

1) Το πρώτον αίτιον της κινήσεως είναι το αντικείμενον της ορέξεως, το ορεκτόν πράγμα.
2) Ουχί νους, αλλ' ενέργεια του νου.
3) Διότι, ως είπεν ανωτέρω, ο νους του ανθρώπου ουδέν δύναται να συλλάβη άνευ εικόνος.
4) Ήτις αναπληρούσα τον νουν γεννά την κίνησιν.
5) Ούτος είναι ο επιτακτικός λόγος (φρόνησις επιτακτική. Ηθ. Νικομ., VI 102.) Ο θεωρητικός λόγος αντικείμενον έχει την αναγκαίαν αλήθειαν, ο δε πρακτικός το ενδεχόμενον και αιρετόν.
6) Το τέλος της πράξεως είναι ελατήριον ή αφετηρία.
7) Η βούλησις είναι όρεξις διανοητική ή ορθή ή μετά λόγου.
8) Και διά τούτο όρεξις και λόγος δεν παράγουσι κίνησιν κατά κοινήν μορφήν.
9) Ζωηρά όρεξις.
10) Όπερ κινεί τον νουν.
11) Όπερ κινεί την επιθυμίαν και τον θυμόν.
12) Δεν είναι το απόλυτον και το αΐδιον αγαθόν.
13) Είναι το μερικόν αγαθόν, όπερ δύναται να γίνη και να μη γίνη, και είναι αγαθόν πρός τινα και ουχί πάντοτε αγαθόν.
14) Εν τη ψυχή· πρώτη δε αιτία είναι το ορεκτόν.
15) Και ανωτέρω ερρήθη : Καθ' όσον η όρεξις γεννάται εκ του λόγου, ή του θυμικού, ή της επιθυμίας, εμφανίζεται υπό τρεις ενεργείας.
16) Μόνος ο άνθρωπος έχει συνείδησιν του χρόνου κατά τας τρεις διαστάσεις, τα άλλα δε ζώα κατά συμβεβηκός αισθάνονται τον χρόνον, αισθανόμεθα πρότερα παθήματα.
17) Πρέπει πρώτον να νοήση τις ή να παραστήση εαυτώ αντικείμενον, ίνα έπειτα ορεχθή αυτού.
18) Αντιθέτως προς το κατ' αριθμόν.
19) Ούτω πηγή της ορέξεως είναι ο νους ή η αίσθησις ή η φαντασία.
20) Γιγγλυμός λέγεται, ως γνωστόν, η διάρθρωσις των οστών, καθ' ην το μέλος κινείται κατά μίαν διεύθυνσιν, ως είναι η του αγκώνος και της κνήμης.
21) Ούτω και εν τω ζώω ανάγκη να μένη τι εν τω μέσω και από τούτου να γίνηται η κίνησις των μερών.
22) Η αισθητική υπάρχει και εις τα άλογα ζώα, η δε λογική μόνον εις τους ανθρώπους, οίτινες αντεξετάζουσι διαφόρους παραστάσεις και κρίνουσι ποία είναι η προτιμότερα. Ο νους είναι το ακίνητον, όπερ κινεί και ωθεί. Το ορεκτόν αντικείμενον έλκει την όρεξιν.
23) Ο λόγος ή ο νους καθ' όσον ενεργεί εν τω κύκλω της γνώσεως λέγεται θεωρητικός, ενεργών δ' εν τω κύκλω της ηθικότητος λέγεται πρακτικός. Έργον του μεν θεωρητικού είναι να κρίνη μεταξύ αληθείας και [σ. 144] ψεύδους, του δε πρακτικού μεταξύ αγαθών και κακών. Εκείνος γινώσκει μόνον, ούτος κρίνει, σταθμίζει, εκτιμά, βουλεύεται, αποφασίζει και προστάττει. Η αρετή τούτου είναι η φρόνησις, αντικείμενον δε τα πρακτά αγαθά, τα καθ' έκαστον, αντιθέτως προς τον θεωρητικόν, όστις αντικείμενον έχει τα καθ' όλου, τας αρχάς και τους νόμους. Ο πρακτικός λόγος και τα προστάγματα αυτού είναι αχώριστα από της βουλήσεως. Ως νομοθετική δύναμις ούτος οδηγεί και φωτίζει την βούλησιν, ήτοι την προς το αγαθόν προσπάθειαν, ης κατωτάτη μορφή είναι η ορμή, υψίστη δε η λογική όρεξις. Τα συστατικά στοιχεία της ηθικής βουλήσεως είναι ο πρακτικός λόγος ή νους και η όρεξις. Της ορέξεως ή επιθυμίας συστατικά στοιχεία είναι: 1) παράστασίς τις ή γνώσις, “το ορεκτικόν ουκ άνευ φαντασίας”· 2) συναίσθημα ηδονής ή άλγους· 3) προσπάθεια ή ενέργεια. Η όρεξις περιέχει αίρεσιν ή φυγήν, το αντικείμενον δ' αυτής είναι το ελατήριον της πράξεως. Αλλ' όπως μόνος ο λόγος δεν γεννά πράξιν, ούτως η επιθυμία μόνη δεν είναι λογική και ηθική. Δια τούτο ο Αριστοτέλης ορίζει την προαίρεσιν όρεξιν διανοητικής ή νουν ορεκτικόν, ορίζει δηλ. ότι η ηθική βούλησις είναι σύνθετος εκ λόγου και ορέξεως. Και ο λόγος ενταύθα ενεργεί εν μορφή πρακτικού συλλογισμού, ου το συμπέρασμα είναι επιτακτικόν· λ. χ. “πάντες οι πολίται οφείλουσι να υπακούωσι τοις νόμοις”. Εγώ είμαι πολίτης, άρα οφείλω κλπ. Εκ των όρων του συλλογισμού τούτου, ουχί ο μείζων και γενικός, αλλ' ο ελάσσων, η μερική έννοια είναι η κινούσα εις πράξιν· ο λόγος, δι' ον υπακούω τοις νόμοις, είναι ότι εγώ ειμι πολίτης (Όρα το τέλος του επομένου κεφαλαίου).


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'

Περί ατελών ζώων.— Και αυτά έχουσι φαντασίαν αισθητικήν, αόριστον δε αιτίαν κινήσεως.—
Βούλησις και λόγος.

1. [σ. 145] Πρέπει δε να εξετάσωμεν και περί των ατελών ζώων (1) ποίον είναι το αίτιον το κινούν τα ζώα, τα οποία μόνην αίσθησιν έχουσι την αφήν. Είναι δυνατόν να έχωσι ταύτα φαντασίαν και επιθυμίαν ή ουχί ; Διότι φαίνεται ότι αισθάνονται λύπην και ηδονήν, εάν δε έχωσι ταύτα, τότε αναγκαίως έχουσι και επιθυμίαν (2). Αλλά φαντασία πώς δύναται να υπάρχη εις τα ζώα ; Ή πρέπει να απαντήσωμεν, ότι όπως ταύτα κινούνται απροσδιορίστως (3) ούτω και η δύναμις αύτη υπάρχει μεν εν αυτοίς, αλλά κατά τρόπον αόριστον;
2. Η αισθητική λοιπόν φαντασία υπάρχει, ως είπομεν, και εις τα κατώτερα ζώα, η βουλευτική όμως μόνον εις τα λογικά ζώα υπάρχει. Διότι, το αν πρέπει τις να πράξη τούτο ή εκείνο, είναι έργον βεβαίως συλλογισμού· και πρέπει αναγκαίως να μετρή πάντα με έν μέτρον (4), διότι επιδιώκει πάντοτε το μεγαλύτερον αγαθόν (5), και ούτω δύναται εκ πολλών εικόνων ν' αποτελή μίαν παράστασιν (6). Αίτιον δε του να νομίζηται, ότι τα [σ. 146] ατελή ζώα δεν έχουσι δόξαν (γνώμην), είναι τούτο, ότι δεν έχουσι την δύναμιν να συμπεράνωσιν εκ συλλογισμού, εν ω η δόξα περιέχει αυτήν (7).
3. Διά τούτο η όρεξις αυτών δεν έχει την βουλευτικήν δύναμιν (αποφασίζουσαν βούλησιν). Αλλ' η όρεξις νικά ενίοτε την βούλησιν και κινεί εις πράξεις· άλλοτε όμως η βούλησις νικά την όρεξιν, και πάλιν ως (αναρριπτομένη) σφαίρα, η όρεξις νικά όρεξιν άλλην, ως όταν επικρατή ακρασία. Αλλά πάντοτε η ανωτέρα (8) δύναμις είναι φύσει αρχικωτέρα και κινητική. Ώστε η κίνησις δύναται να λάβη τρεις διευθύνσεις (9).
4. Το επιστημονικόν (γνωστικόν) όμως μέρος της ψυχής δεν κινείται (10), αλλά μένει ακίνητον. Αλλ' επειδή η μεν σύλληψις του καθόλου, η γενική έννοια, διαφέρει της συλλήψεως του καθ' έκαστα (της μερικής εννοίας), διότι η μεν πρώτη λέγει γενικώς ότι ο τοιούτος οφείλει να πράττη ταύτην την πράξιν, η δε ότι ούτος ο ατομικός άνθρωπος οφείλει να ενεργή ούτως (και εγώ είμαι ατομικός άνθρωπος), αυτή η μερική έννοια κινεί, ουχί η καθολική (ή γενική). Ή αμφότεραι συνδυαζόμεναι είναι αίτια κινήσεως, αλλ' η μεν μάλλον ως ηρεμούσα, η δε ουχί ηρεμούσα (5).

Σημειώσεις

1) Λ. χ. των ζωοφύτων, των μαλακίων κλπ.
2) Άρα έχουσι και όρεξιν επομένως και φαντασίαν.
3) Προδήλως νοεί κίνησιν εν τη ψυχή. Το ζώον αισθάνεται μόνον, ότι αντικείμενον τι προξενεί αυτώ ηδονήν ή λύπην, αλλ' ουδέν γινώσκει περί του αντικειμένου τούτου, δι' ο πάντα είναι αδιόριστα εν τω ζώω.
4) Οίον είναι η ηδονή, ή το συμφέρον ή το καθήκον.
5) Ο Αριστ. ακολουθών την έννοιαν του μέτρου λέγει το “μεγαλύτερον”.
6) Το λογικόν αντεξετάζει τας παραστάσεις προς το μέτρον, κλίνει πολλάκις, και ούτως εκ πολλών συμπεραίνεται έν, μία απόφασις.
7) Η πράξις του αλόγου κινείται υπό απλής φαντασίας, άνευ συλλογισμού, άνευ κρίσεως (δόξης). Αλλ' η όρεξις του λογικού ζώου είναι και μετά δόξης και άνευ δόξης, αλλά διά τούτο ουχί πάσα όρεξις είναι βούλησις (λογική όρεξις).
8) Η νικώσα.
9) 1ον ο λόγος κινεί την όρεξιν, 2ον η όρεξις τον λόγον, 3ον όρεξις την όρεξιν. Ή άλλως. Υπάρχει α') το παράγγελμα του απαθούς νου, όπερ ενεργεί επί της ορέξεως κίνησιν ωθιστικήν· β') όταν αντικείμενόν τι διεγείρη την όρεξιν και διά ταύτης εξεγείρεται ο νους, η κίνησις είναι ανάλογος προς έλξιν· γ') Η πλήρης κίνησις καταλήγει εις πράξιν σωματικής ή φυσικής κινήσεως.
10) Η μερική έννοια κινεί εις πράξιν. Όρα Ηθ. Νικ. VΙΙ. 3.6.


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΘΡΕΠΤΙΚΟΥ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'

Το θρεπτικόν είναι κοινόν εις πάντα τα ζώντα· το δε αισθητικόν εις μόνα τα ζώα.— Το σώμα του ζώου είναι αναγκαίως μικτόν — Το ζώον δεν είναι αναγκαίον να έχη πάσας τας αισθήσεις, αλλά η αφή και η γεύσις είναι αναγκαίαι.

1. [σ. 147] Ανάγκη λοιπόν παν ον, το οποίον έχει ζωήν, να έχη την θρεπτικήν ψυχήν, και να έχη αυτήν από της γεννήσεως μέχρις του θανάτου αυτού. Διότι αναγκαίως, παν ότι εγεννήθη, έχει αύξησιν και ακμήν και θάνατον, και ταύτα είναι αδύνατον να υπάρξωσιν άνευ τροφής. Κατ' ανάγκην λοιπόν εις πάντα τα όντα τα γεννώμενα και θνήσκοντα υπάρχει η θρεπτική δύναμις.
2. Αλλά δεν είναι αναγκαίον να υπάρχη αίσθησις εις πάντα τα ζώντα. Διότι ούτε εκείνα, των οποίων το σώμα είναι απλούν (1), δύνανται να έχωσιν αφήν (ούτε άνευ της αφής δύναται να υπάρχη κανέν ζώον), ούτε εκείνα, τα οποία δεν δύνανται να δεχθώσι τα είδη άνευ ύλης, ούτε αυτά δύνανται να αισθάνωνται (2).

3. Αλλά το ζώον είναι αναγκαίον να έχη αίσθησιν, εάν η φύσις ουδέν δημιουργή ματαίως (ασκόπως). Διότι πάντα τα πράγματα τα φυσικά υπάρχουσι χάριν σκοπού τινος; ή είναι συμπτώματα (όροι) των υπαρχόντων ένεκα σκοπού τίνος. Εάν λοιπόν παν σώμα, το οποίον δύναται να πορεύηται, δεν είχεν αίσθησιν, θα κατεστρέφετο και δεν θα έφθανεν εις τον τελικόν σκοπόν τον [σ. 148] οποίον επιδιώκει η φύσις (3). Διότι πώς θα τραφή τούτο; Τα μένοντα ακίνητα (τα φυτά λ.χ.) λαμβάνουσι την τροφήν των εκ του τόπου, όπου εγεννήθησαν.
4. Δεν είναι όμως δυνατόν σώμα γεννητόν και μη ον ακίνητον να έχη ψυχήν και νουν κριτικόν, αλλά αίσθησιν να μη έχη. Αλλά προσέτι ουδέν ον αγέννητον (4) είναι δυνατόν να μη έχη αίσθησιν. Διατί άρά γε να μη έχη αυτήν ; Διότι βεβαίως η έλλειψις θα ήτο καλύτερα ή δια την ψυχήν ή διά το σώμα. Αλλά ενταύθα ούτε το εν ούτε το άλλο τούτων είναι αληθές. Διότι η μεν ψυχή διά τούτο δεν θα νοή περισσότερον, το δε σώμα δεν θα διαρκή περισσότερον χρόνον. Άρα ουδέν σώμα μη μένον ακίνητον έχει ψυχήν άνευ αισθήσεως.
5. Αλλά προσέτι, εάν το σώμα έχη αίσθησιν, αναγκαίως είναι ή απλούν ή μικτόν· αλλά απλούν δεν δύναται να είναι, διότι άλλως δεν θα έχη αφήν, ενώ αναγκαίως πρέπει να έχη αυτήν. Τούτο δε είναι φανερόν εκ των εξής:
6. Επειδή το ζώον είναι σώμα έμψυχον, παν δε σώμα είναι απτόν, απτόν δε λέγεται το διά της αφής αισθητόν πράγμα, ανάγκη και τα σώμα του ζώου να έχη την αίσθησιν της αφής (5), ίνα δύναται το ζώον να διατηρήται. Αι μεν άλλαι αισθήσεις, η όσφρησις, η ακοή, η όψις (6) αισθάνονται δι' άλλων μεσολαβούντων (αέρος, ύδατος)· αλλ' όταν το ζώον άπτηται (εγγίζη) τινός, εάν δεν έχη αίσθησιν, δεν θα δύναται άλλα μεν να φεύγη, άλλα δε να λαμβάνη· και, αν συμβαίνη τούτο, αδύνατον θα είναι να διατηρήται το ζώον.

7. Διά τούτο και η γεύσις είναι είδος αφής, διότι είναι η αί [σ. 149] σθησις της τροφής, η δε τροφή είναι πράγμα απτόν. Ο ήχος όμως και το χρώμα και η οσμή δεν τρέφουσιν, ούτε φέρουσιν αύξησιν ούτε φθοράν, ώστε εξ ανάγκης πρέπει η γεύσις να είναι αφή τις, διότι είναι αίσθησις εκείνου, όπερ δύναται να άπτηται και να τρέφη. Αυταί λοιπόν είναι αι αισθήσεις (7) αι αναγκαίαι εις το ζώον, και είναι φανερόν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ζώον άνευ αφής.
8. Αι δε λοιπαί αισθήσεις υπάρχουσι μόνον διά το αγαθόν του ζώου και ουχί εις πάντα τα ζώα (8), αλλά είς τινα μόνον, λ. χ. εις το πορευτικόν (περιπατούν) ζώον είναι ανάγκη να υπάρχωσι. Διότι, εάν μέλλη να διατηρήται, ου μόνον πρέπει να αισθάνηται, όταν εγγίζη τι, αλλά και μακρόθεν πρέπει να αισθάνηται Τούτο δε συμβαίνει, εάν διά τινος μεσολαβούντος σώματος (9) δύναται να αισθάνηται. Διότι εκείνο μεν το διάμεσον πάσχει και κινείται υπό του αισθητού αντικειμένου, το δε αισθητήριον υπό του διαμέσου.
9. Τω όντι, όπως το αίτιον το κινούν τοπικώς τι ενεργεί μέχρι του να το κάμη να μεταβάλλη (τόπον), και όπως το αίτιον το ωθούν άλλο τι ενεργεί μέχρι του να το κάμη να ωθήση άλλο τι, και ούτως εξακολουθεί η κίνησις διά τινος διαμέσου, και όπως το μεν πρώτον κινεί και ωθεί χωρίς να ωθήται, το δε τελευταίον ωθείται μόνον χωρίς να ωθή, και τα διάμεσα (πολλά δε δύνανται να είναι τα διάμεσα) ωθούσι και ωθούνται, ούτω συμβαίνει και εις την πορείαν της αλλοιώσεως (εν τη αισθήσει), πλην ότι, ενώ η μεταβολή γίνεται, μένει το αντικείμενον εν τω αυτώ τόπω, π. χ. εάν τις βυθίση αντικείμενον τι εις κηρόν, ο κηρός κινείται μέχρι τόσου (βάθους), όσον εβυθίσθη το αντικείμενον· ο λίθος όμως ουδόλως μεταβάλλεται, ενώ το ύδωρ κινείται βαθύτατα, ο δε αήρ πλείστον πάντων δέχεται και μεταδίδει την κίνησιν, εάν διαμένη [σ. 150] είς και φυλάττη την συνέχειαν αυτού. Διά τούτο εν τη ανακλάσει του φωτός καλύτερον είναι να υπολαμβάνωμεν ουχί (10) ότι η οπτική εικών εξερχομένη εκ του οφθαλμού ανακλάται οπίσω εις αυτόν, αλλά ότι ο αήρ πάσχει υπό του σχήματος και του χρώματος εφ' όσον διατηρεί την ενότητα αυτού (11), είναι δε εις επί λείας επιφανείας. Διά τούτο πάλιν ο αήρ κινεί την όψιν ως εάν το επί του κηρού χαραττόμενον σημείον διεδίδετο μέχρι του άκρου του κηρού (12).

Σημειώσεις

1) Η αφή απαιτεί α') την αισθανομένην ψυχήν, β') το αισθητόν σώμα. Ή άλλως· απλούν είναι το σώμα το εξ ενός μόνου στοιχείου. πυρός, αέρος κ.λ. αποτελούμενον.
2) Ακριβώς διότι η αίσθησις είναι η δύναμις του δέχεσθαι τα είδη άνευ της ύλης.
3) Το ζώον, εάν μη είχεν αισθήσεις, ίνα διακρίνη τα ωφέλιμα και τα επιβλαβή, και ίνα κινήται προς εύρεσιν των μεν και αποφυγήν των άλλων, δεν θα έφθανεν εις το τέλος του, δηλ. να γεννά όμοια αυτού όντα.
4) Και αυτά τα αγέννητα και αΐδια σώματα, τα άστρα, έχουσι την δύναμιν της αισθήσεως (Αριστοτ. περί Ουρανού 285α29, 292β2).
5) Δι' ης κρίνει τα ωφελούντα και τα βλάπτοντα αυτό.
6) Είναι ωφέλιμοι αι αισθήσεις αύται, αλλ' ουχί απαραίτητοι όσον η αφή.
7) Η αφή και η γεύσις.
8) Τα ζωόφυτα π.χ. μένοντα ακίνητα δεν έχουσι χρείαν των αισθήσεων τούτων.
9) Οίον είναι ο αήρ ή το ύδωρ.
10) Ως ο Πλάτων και ο Εμπεδοκλής, όστις παρεδέχετο διττήν απορροήν εκ του όμματος και εκ του αισθήματος.
11) Εφ' όσον διάστημα είναι μία συνεχής μάζα.
12) Η οπτική δηλ. εικών διαχωρεί διά της μάζης του αέρος μέχρι του αντιθέτου άκρου αυτής και ούτω μεταβαίνει εις το οπτικόν όργανον, καθ' όν τρόπον δύναταί τις να συλλάβη την σφραγίδα μετά του σημείου αυτής διαπερώσαν διά της μάζης του κηρού είς τι πράγμα ικανόν να δεχθή αυτήν.


*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.

Saturday, 2 February 2019

ARISTOTLE: ΠΕΡΙ ΝΟΗΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ



ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'

Εν τω νω η ενέργεια προτέρα της δυνάμεως.— Ο νους διώκων ή φεύγω
v τα πράγματα καταφάσκει η αποφάσκει.— Αι εικόνες της φαντασίας είναι προς τον νουν ό,τι τα αισθήματα προς την αίσθησιν. —Το αληθές και το ψεύδος είναι προς τον νουν ό,τι το αγαθόν και το κακόν.— Περί της αφαιρετικής δυνάμεως του νου. Μαθηματικά (1)

1. Η κατ' ενέργειαν επιστήμη (γνώσις) είναι το αυτό με το γινωσκόμενον πράγμα, η δε κατά δύναμιν επιστήμη είναι μεν χρονικώς προτέρα της ενεργεία εις το αυτό άτομον, απολύτως όμως ουδέ κατά χρόνον είναι προτέρα. Διότι πάντα τα γινόμενα γίνονται από ον, όπερ υπάρχει ενεργεία, πραγματικώς (2). Φαίνεται δε ότι το αισθητόν αντικείμενον κάμνει ενεργόν την αισθητικήν δύναμιν, ήτις είναι ακόμη εν δυνάμει. Αλλ' ούτε πάσχει ούτε μεταβάλλεται η αίσθησις, και διά τούτο είναι είδος κινήσεως αύτη διάφορον του συνήθους. Διότι η κίνησις είναι η ενέργεια του ατελούς, η δε κυρίως ενέργεια είναι άλλο τι, είναι η ενέργεια του τετελεσμένου (3). [σ. 132]
2. To αισθάνεσθαι λοιπόν τα πράγματα είναι όμοιον με το ονομάζειν (4) και με το νοείν αυτά απλώς. Αλλ' όταν το αίσθημα είναι ηδύ (5) ή λυπηρόν, η ψυχή τρόπον τινά καταφάσκουσα ή αποφάσκουσα επιδιώκει ή αποφεύγει αυτό. Και το να αισθάνηται ηδονήν ή λύπην (6) δηλοί ενέργειαν του αισθητικού κέντρου σχετικήν προς το αγαθόν ή το κακόν καθό τοιαύτα. Και η ενεργεία δε φυγή (του κακού) και η ενεργεία επιθυμία (του αγαθού) είναι το αυτό με την λύπην και την ηδονήν. Και το ορεκτικόν και το φευκτικόν (μέρος) δεν είναι διάφορα ούτε μεταξύ των ούτε από του αισθητικού, διαφέρουσι δε μόνον κατά τον τρόπον του είναι.

3. Εις δε την διανοητικήν ψυχήν (7) αι εικόνες της φαντασίας είναι όπως τα αισθήματα είναι εις την αίσθησιν. Όταν δε αποφανθή καταφατικής ή αρνητικώς ότι το πράγμα (8) είναι αγαθόν ή κακόν, εκείνο μεν επιδιώκει, τούτο δε αποφεύγει. Διά τούτο ουδέποτε νοεί η ψυχή άνευ εικόνος. Όπως ο αήρ κάμνει τοιούτον ή τοιούτον αποτέλεσμα επί της κόρης, και αυτή πάλιν κάμνει άλλο αποτέλεσμα, ούτω και η ακοή (9), αλλά το έσχατον κέντρον ή μέσον της αισθήσεως είναι μία μόνη δύναμις (10), της [σ. 133] οποίας το είναι έχει πολλούς τρόπους εκφράσεως (το αυτό και περί των εικόνων σχετικώς προς την νόησιν).
4. Πως δε διακρίνει η ψυχή την διαφοράν του γλυκέος και του θερμού, είπομεν και πρότερον, δέον δε και νυν να είπωμεν το εξής: είναι δηλαδή ενωτική τις αρχή, ήτις είναι ως έσχατον όριον (11). Αι αποφάνσεις αυτής ανάγονται εις ενότητα διά της αναλογίας και της αριθμητικής αναφοράς και σχετίζονται προς αλλήλας, όπως τα εξωτερικά πράγματα (γλυκύ, θερμόν). Ο νους είναι προς τα φαντάσματα ως η κοινή αίσθησις είναι προς τα διάφορα αισθήματα, τα οποία ενώνει. Ουδόλως δε διαφέρει το να ερωτώμεν πώς η ψυχή διακρίνει τα όμοια (γλυκύ, θερμόν), ή πώς τα εναντία· λ. χ. λευκόν και μέλαν (ομογενή, ήτοι χρώματα). Έστω ότι το Α το λευκόν είναι προς το Β το μέλαν, όπως η έννοια Γ προς την Δ και αντιστρόφως· εάν τώρα αι έννοιαι Γ, Δ είναι εις εν μόνον αντικείμενον, θα είναι ούτω προς αλλήλας (εν τω νω), καθώς και τα Α, Β προς άλληλα, ήτοι θα είναι εν και το αυτό πράγμα, αλλ' ο τρόπος του είναι αυτών δεν θα είναι ο αυτός. Και η συμπλοκή Γ Δ είναι ανάλογος προς την Α Β. Ο αυτός συλλογισμός θα γίνη και αν το μεν Α είναι το γλυκύ, το δε Β το λευκόν (12).
5. Η νοητική λοιπόν ψυχή νοεί τα είδη (13) εις τας εικόνας της φαντασίας, και επειδή εν ταύταις τρόπον τινά ορίζει αυτή τί πρέπει να επιδιώκη και τί να φεύγη, και όταν έτι δεν είναι [σ. 134] παρόν το αίσθημα, κινείται εις ενέργειαν, όταν κατέχηται υπό των φαντασμάτων. Λ. χ. αισθανόμενός τις ότι δαυλός είναι ανημμένος (14) και διά της κοινής αισθήσεως (15) βλέπων ότι ούτος κινείται, καταλαμβάνει (16) ότι υπάρχει πλησίον εχθρός. (17)
6. Άλλοτε δε διά των εν τη ψυχή φαντασμάτων ή νοημάτων (18) ο νους ως να έβλεπε τα πράγματα διανοείται και αποφασίζει τα μέλλοντα αναφορικώς προς τα παρόντα. Και όταν είπη εκεί (εν τω κόσμω των εικόνων), ότι το πράγμα είναι ηδύ ή λυ πηρόν, ενταύθα (εν τω κοσμώ των πραγμάτων) φεύγει ή επιδιώκει αυτό, και εν γένει πράττει. Και το άνευ πράξεως, ήτοι το αληθές και το ψεύδος, ανήκουσιν εις το αυτό γένος με το αγαθόν και το κακόν, διαφέρουσι δε μόνον κατά το ότι εκείνα είναι απόλυτα, ταύτα δε είναι πρός τι άτομον αγαθά ή κακά (σχετικά).

7. Τα δε κατ' αφαίρεσιν λεγόμενα (19) ο νους τα νοεί καθώς όταν νοή την σιμότητα (20)· καθό σιμότητα δεν την νοεί χωριστά από την ρίνα, καθό όμως κοιλότητα, εάν την νοή ενεργεία, την νοεί άνευ της σαρκός, εις την οποίαν είναι η κοιλότης. Ούτω και τα μαθηματικά όντα, όταν ο νους νοή αυτά, τα νοεί κεχωρισμένα, καίτοι δεν είναι καθ' εαυτά κεχωρισμένα από των σωμάτων.
8. Εν γένει ο ενεργεία νους, όταν νοή τα πράγματα, είναι αυτά τα πράγματα. Αλλ' άρά γε δύναται ο νους, μη ων αυτός κεχωρισμένος από μεγέθους (του σώματος), να νοή τα κεχωρισμένα ή όχι; Περί τούτου θα εξετάσωμεν ύστερον.

Σημειώσεις

1) Το κεφάλαιον τούτο έχει πολλά τα ασυνάρτητα, φαίνεται δε ότι συγκρίνει τον θεωρητικόν και τον πρακτικόν νουν.
2) Ούτως η επιστήμη έρχεται τω μαθητή εκ διδασκάλου κατέχοντος και διδάσκοντος ή εφαρμόζοντος αυτήν.
3) Το τετελεσμένον δεν χρήζει πλέον κινήσεως, ίνα φθάση εις το τέλος του, εις την τελειότητα του, αλλ' ενεργεί άλλως.
4) Χωρίς να καταφάσκωμεν ή να αρνώμεθα την ύπαρξιν ή τα προσόντα αυτών (απλούν αίσθημα).
5) Δεύτερος βαθμός του αισθητικού (συναίσθημα).
6) Τρίτος βαθμός του αισθητικού (ορμή προς ενέργειαν), ότε η απλή έννοια μεταβάλλεται εις κρίσιν, λαμβάνει θεωρητικώς την μορφήν καταφάσεως ή αρνήσεως, πρακτικώς δε την της διώξεως ή φυγής. Εκεί έχομεν αλήθειαν ή ψεύδος, εδώ δε αγαθόν ή κακόν.
7) Εξακολουθεί την σύγκρισιν νου και αισθήσεως.
8) Ουχί πλέον εξωτερικόν τι, αλλ' εικών την οποίαν η ψυχή έχει εν εαυτή.
9) Αι εικόνες είναι προς τον νουν ό,τι αι μεταβολαί της κόρης είναι προς την δράσιν, και ό,τι αι του ωτός είναι προς την ακοήν. Αι εικόνες μεσολαβούσιν ως διάμεσα, όπως η κόρη ή το ους.
10) Είναι η κοινή αίσθησις, η συνενούσα απάσας τας αντιλήψεις και δρώσα επί των αισθημάτων ως ο νους επί των εικόνων.
11) Όπως η κοινή αίσθησις είναι ως κέντρον ή όριον, ένθα συγχέονται αι διάφοροι αισθήσεις, ούτω και ο νους είναι το όριον, ένθα συνενούνται αι διάφοροι εικόνες ή παραστάσεις.
12) Διά τούτων ο Αριστοτέλης φαίνεται εξηγών, ότι, όπως αι ποιότητες συμπλέκονται έν τινι πράγματι και αποτελούσιν ενιαίον τι αντικείμενον, ούτως υποκειμενικώς αποτελούσι μίαν και την αυτήν έννοιαν η σύλληψιν. Κατά την σημασίαν είναι αι αυταί, διαφέρουσι δε μόνον κατά τον τρόπον της υπάρξεως.
13) Τα οποία η αίσθησις αμέσως αντιλαμβάνεται.
14) Πρώτος βαθμός, ή όψις.
15) Δεύτερος βαθμός, ή κοινή αίσθησις γνωρίζουσα την κίνησιν.
16) Τρίτος βαθμός, ο νους.
17) Τον όποιον δέον ν' αποφύγη, και ο νους αποφασίζει ν' αποφύγη.
18) Ουχί πλέον διά των εικόνων παρόντων αντικειμένων.
19) Την γραμμήν, επιφάνειαν κλπ., τα οποία νοούνται άνευ των φυσικών σωμάτων, των οποίων είναι πέρατα.
20) Σιμή λέγεται η ανασεσυρμένη και κοίλη ρις, τουναντίον δε λέγεται γρυπή.



*Ἀριστοτέλους Περὶ Ψυχῆς, Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα, 1911.