Ο Jacques Lacan στο βιβλίο του «Λειτουργία και Πεδίο της Ομιλίας και της Γλώσσας στην
Ψυχανάλυση» επιχειρεί ένα τολμηρό για την ψυχανάλυση της εποχής βήμα: συνθέτοντας
στοιχεία εγελιανισμού (κυρίως την ερμηνεία του Alexandre Kojève), στοιχεία του
χαϊντεγκεριανού υπαρξισμού, τους δομισμούς των Ferdinand de Saussure (γλωσσικός)
και Levi Strauss (ανθρωπολογικός), ανακοινώνει συγχρόνως επιστροφή στον Freud. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε αστοχία, με
αυτήν του όμως την φιλοδοξία ο Lacan δημιουργεί ένα
νέο ψυχαναλυτικό πρόγραμμα με πολλές επί μέρους καινοτομίες στο εσωτερικό του.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ολόκληρη η (μέτα-)νεωτερική γαλλική
φιλοσοφία, αυτό δηλαδή που έμεινε να καλείται «μεταμοντερνισμός», εμπεριέχει
είτε ρητώς είτε υπορρήτως, είτε κριτικά είτε απολογητικά, πτυχές του λακανικού προγράμματος.
Μία από αυτές τις καινοτομίες, η οποία προκάλεσε και μία σημαντική στροφή της
ψυχανάλυσης στο «πεδίο της Ομιλίας και της Γλώσσας» είναι ο νέος ορισμός του Lacan για το ασυνείδητο.
Η κεντρική θέση του λακανικού κειμένου που οδηγεί και στην νέα πρόσληψη του ασυνειδήτου είναι η αντινομία Γλώσσας & Ομιλίας που εκφράζει την αντινομία Γλώσσας & Επιθυμίας. Η ομιλία, για τον Lacan, αποτελεί έκφραση των επιθυμιών, οι οποίες «διαλύονται» (με την εγελιανή έννοια του όρου) μέσα στη γλώσσα με αποτέλεσμα να «απωθούνται» και να διαμορφώνουν το ασυνείδητο. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση στον βαθμό που ο Lacan αντιτάσσει στον «υλισμό» του υπαρξισμού, στο περίφημο δηλαδή «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», το «η ουσία προηγείται της ύπαρξης» ενώ, ταυτοχρόνως, αναιρεί και την έννοια του υπερβατολογικού υποκειμένου των υποκειμενικών ιδεαλιστών ως προϋπάρχοντος (a priori). Ο Lacan ανοίγει δηλαδή ένα διπλό μέτωπο τόσο απέναντι στον υπαρξισμό όσο και απέναντι στον υποκειμενικό ιδεαλισμό με όχημα τη γλώσσα και τις δομές της. Κατά τον Lacan το υποκείμενο για να συγκροτηθεί ως Υποκείμενο ευθύς εξ αρχής, θα πρέπει πρώτα να διαμεσολαβηθεί από τη γλώσσα, η οποία δεν είναι άμεσο προϊόν του ίδιου του υποκειμένου, αλλά συλλογικό/κοινωνικό προϊόν που προϋπάρχει του εκάστοτε υποκειμένου. Δηλαδή, δεν γεννιέται το παιδί με μία δική του γλώσσα και, επομένως, ως υποκείμενο ευθύς εξ αρχής, αλλά την παραλαμβάνει έτοιμη κατά την παιδική του ανάπτυξη. Και η γλώσσα που παραλαμβάνει είναι μία ήδη διαμορφωμένη και καθορισμένη γλώσσα που αποτελεί φορέα όλων των πολιτισμικών, ιστορικών και κοινωνικών στοιχείων που θα το καθορίσουν ως υποκείμενο και ως ταυτότητα. Ο Lacan επανέρχεται σε αυτή την θέση ξανά και ξανά, ασκώντας συγχρόνως κριτική τόσο στους υπαρξιστές όσο και στους υποκειμενικούς ιδεαλιστές: η μετάβαση από το άτομο στο υποκείμενο συντελείται μέσω της γλώσσας, η γλώσσα δημιουργεί το υποκείμενο και, υπό αυτή την έννοια, η γλώσσα (μέσω των προ-καθορισμένων δομών της) προϋπάρχει του υποκειμένου. Το άτομο μετατρέπεται σε υποκείμενο διαμέσου της γλώσσας, την οποία το παιδί παραλαμβάνει από την μητέρα-οικογένεια-κοινότητα σε μικρή ηλικία και με προκαθορισμένη μορφή.
Πρόκειται για μία καθαρά δομική προσέγγιση της ψυχαναλυτικής θεωρίας αφού το υποκείμενο προσλαμβάνεται εδώ ως υποκείμενο/φορέας της ομιλίας, διαμεσολαβημένο και δομημένο από την γλώσσα. Αυτό ωστόσο δεν είναι κάτι το καινούριο αναφορικά με τους υποκειμενικούς ιδεαλιστές στον βαθμό που και για αυτούς το υποκείμενο είναι ο φορέας του Λόγου. Η διαφορά έγκειται στο ότι το υποκείμενο της ομιλίας μιλιέται προτού ακόμη μιλήσει (διαφοροποίηση από τους υποκειμενικούς ιδεαλιστές) και επομένως είναι προτού ακόμη υπάρξει (διαφοροποίηση από τους υπαρξιστές), αλλά και θα εμμένει στο είναι (της γλώσσας) ακόμη και όταν θα έχει πάψει να υπάρχει ως καθ’ έκαστο υποκείμενο. Και εδώ αναδεικνύεται κατά τον Lacan η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο: η επιθυμία σε Άλλον μετατρέπεται σε ομιλία, και αυτό είναι το στοιχείο που καθορίζει εντέλει το υποκείμενο. Χαρακτηριστικά ο Lacan αναφέρει: «Η στιγμή κατά την οποία η επιθυμία εξανθρωπίζεται, είναι η ίδια στιγμή κατά την οποία το υποκείμενο γεννιέται στη γλώσσα». Η γλώσσα όμως αφ’ εαυτή είναι μία καθαρή αφαίρεση, μία καθαρή άρνηση της πραγματικότητας. Ο Lacan εδώ και προς επίρρωση των λεγομένων του χρησιμοποιεί δύο αφορισμούς, έναν του Hegel και έναν του Levi Strauss: «Η Λέξη είναι ο φόνος του Πράγματος» (Hegel) και «Η Λέξη είναι πιο πραγματική από το Πράγμα» (Levi Strauss). Μέσω των δύο αυτών αφορισμών ο Lacan θέλει να υποστηρίξει την θέση του ότι όταν η επιθυμία μετατρέπεται σε γλώσσα τότε ο άνθρωπος γίνεται «άνθρωπος», υπό την έννοια ότι τότε και μόνον τότε γεννιέται πραγματικά το υποκείμενο. Αλλά αυτή η μετατροπή, που είναι μία άρνηση του πραγματικού, αφενός μεν αλλοτριώνει το ίδιο το υποκείμενο και αφετέρου επιτρέπει στις επιθυμίες να «διαλύονται» εντός της ίδιας της ομιλίας του υποκειμένου με αποτέλεσμα να μένουν ανικανοποίητες και να απωθούνται διαμορφώνοντας έτσι το ασυνείδητο. Το σύμβολο πράγματι «δολοφονεί» το πράγμα αφού πρόκειται για την απόλυτη υποταγή του πράγματος στο σημαίνον: το έμβιο ον υποτάσσεται απόλυτα στο Όνομα, ο οργανισμός στο Υποκείμενο και το πράγμα στη Λέξη. Και αυτό ακριβώς είναι για τον Lacan ο άνθρωπος. Και η «απώλεια» αυτή είναι πάντα συνυφασμένη με την ίδια τη Γλωσσική Πράξη (Ομιλία) που συγκροτεί «τις ίδιες τις υποκειμενικές συμβολικές λειτουργίες του ανθρώπου». Η απώλεια αυτή επισυμβαίνει διότι η Λέξη δεν συναντά ποτέ το Πράγμα αφού αποτελεί κατ’ ουσίαν άρνηση του ενώ είναι πάντα ελλειμματική σε σχέση με αυτό, στον βαθμό που αδυνατεί να το εκφράσει στην ολότητα του και να εξαντλήσει το νόημα του. Το ίδιο το νόημα τείνει να διαψεύδει (πάντα) την σημασία της. Κι αυτό διότι το νόημα του μηνύματος εμπεριέχει πάντα την «επιθυμιακή προθετικότητα» (όρος μεταφερμένος από τον Edmund Husserl στην λακανική ψυχολογία της επιθυμίας): «Μου λέει αυτό. Αλλά τί εννοεί; Τί θέλει να μου πεί;» ή, πιο συγκεκριμένα: «Τί με θέλει;» Η Ομιλία, μέσω της Γλώσσας, αφορά πάντα ένα παιχνίδι ερμηνείας της επιθυμίας του Άλλου. Το Εγώ ως Υποκείμενο εκφράζει για τον Lacan μία συγκεκριμένη γλωσσική βαθμίδα και όχι κάποιο «προκαθορισμένο άτομο».
Η κεντρική θέση του λακανικού κειμένου που οδηγεί και στην νέα πρόσληψη του ασυνειδήτου είναι η αντινομία Γλώσσας & Ομιλίας που εκφράζει την αντινομία Γλώσσας & Επιθυμίας. Η ομιλία, για τον Lacan, αποτελεί έκφραση των επιθυμιών, οι οποίες «διαλύονται» (με την εγελιανή έννοια του όρου) μέσα στη γλώσσα με αποτέλεσμα να «απωθούνται» και να διαμορφώνουν το ασυνείδητο. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση στον βαθμό που ο Lacan αντιτάσσει στον «υλισμό» του υπαρξισμού, στο περίφημο δηλαδή «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», το «η ουσία προηγείται της ύπαρξης» ενώ, ταυτοχρόνως, αναιρεί και την έννοια του υπερβατολογικού υποκειμένου των υποκειμενικών ιδεαλιστών ως προϋπάρχοντος (a priori). Ο Lacan ανοίγει δηλαδή ένα διπλό μέτωπο τόσο απέναντι στον υπαρξισμό όσο και απέναντι στον υποκειμενικό ιδεαλισμό με όχημα τη γλώσσα και τις δομές της. Κατά τον Lacan το υποκείμενο για να συγκροτηθεί ως Υποκείμενο ευθύς εξ αρχής, θα πρέπει πρώτα να διαμεσολαβηθεί από τη γλώσσα, η οποία δεν είναι άμεσο προϊόν του ίδιου του υποκειμένου, αλλά συλλογικό/κοινωνικό προϊόν που προϋπάρχει του εκάστοτε υποκειμένου. Δηλαδή, δεν γεννιέται το παιδί με μία δική του γλώσσα και, επομένως, ως υποκείμενο ευθύς εξ αρχής, αλλά την παραλαμβάνει έτοιμη κατά την παιδική του ανάπτυξη. Και η γλώσσα που παραλαμβάνει είναι μία ήδη διαμορφωμένη και καθορισμένη γλώσσα που αποτελεί φορέα όλων των πολιτισμικών, ιστορικών και κοινωνικών στοιχείων που θα το καθορίσουν ως υποκείμενο και ως ταυτότητα. Ο Lacan επανέρχεται σε αυτή την θέση ξανά και ξανά, ασκώντας συγχρόνως κριτική τόσο στους υπαρξιστές όσο και στους υποκειμενικούς ιδεαλιστές: η μετάβαση από το άτομο στο υποκείμενο συντελείται μέσω της γλώσσας, η γλώσσα δημιουργεί το υποκείμενο και, υπό αυτή την έννοια, η γλώσσα (μέσω των προ-καθορισμένων δομών της) προϋπάρχει του υποκειμένου. Το άτομο μετατρέπεται σε υποκείμενο διαμέσου της γλώσσας, την οποία το παιδί παραλαμβάνει από την μητέρα-οικογένεια-κοινότητα σε μικρή ηλικία και με προκαθορισμένη μορφή.
Πρόκειται για μία καθαρά δομική προσέγγιση της ψυχαναλυτικής θεωρίας αφού το υποκείμενο προσλαμβάνεται εδώ ως υποκείμενο/φορέας της ομιλίας, διαμεσολαβημένο και δομημένο από την γλώσσα. Αυτό ωστόσο δεν είναι κάτι το καινούριο αναφορικά με τους υποκειμενικούς ιδεαλιστές στον βαθμό που και για αυτούς το υποκείμενο είναι ο φορέας του Λόγου. Η διαφορά έγκειται στο ότι το υποκείμενο της ομιλίας μιλιέται προτού ακόμη μιλήσει (διαφοροποίηση από τους υποκειμενικούς ιδεαλιστές) και επομένως είναι προτού ακόμη υπάρξει (διαφοροποίηση από τους υπαρξιστές), αλλά και θα εμμένει στο είναι (της γλώσσας) ακόμη και όταν θα έχει πάψει να υπάρχει ως καθ’ έκαστο υποκείμενο. Και εδώ αναδεικνύεται κατά τον Lacan η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο: η επιθυμία σε Άλλον μετατρέπεται σε ομιλία, και αυτό είναι το στοιχείο που καθορίζει εντέλει το υποκείμενο. Χαρακτηριστικά ο Lacan αναφέρει: «Η στιγμή κατά την οποία η επιθυμία εξανθρωπίζεται, είναι η ίδια στιγμή κατά την οποία το υποκείμενο γεννιέται στη γλώσσα». Η γλώσσα όμως αφ’ εαυτή είναι μία καθαρή αφαίρεση, μία καθαρή άρνηση της πραγματικότητας. Ο Lacan εδώ και προς επίρρωση των λεγομένων του χρησιμοποιεί δύο αφορισμούς, έναν του Hegel και έναν του Levi Strauss: «Η Λέξη είναι ο φόνος του Πράγματος» (Hegel) και «Η Λέξη είναι πιο πραγματική από το Πράγμα» (Levi Strauss). Μέσω των δύο αυτών αφορισμών ο Lacan θέλει να υποστηρίξει την θέση του ότι όταν η επιθυμία μετατρέπεται σε γλώσσα τότε ο άνθρωπος γίνεται «άνθρωπος», υπό την έννοια ότι τότε και μόνον τότε γεννιέται πραγματικά το υποκείμενο. Αλλά αυτή η μετατροπή, που είναι μία άρνηση του πραγματικού, αφενός μεν αλλοτριώνει το ίδιο το υποκείμενο και αφετέρου επιτρέπει στις επιθυμίες να «διαλύονται» εντός της ίδιας της ομιλίας του υποκειμένου με αποτέλεσμα να μένουν ανικανοποίητες και να απωθούνται διαμορφώνοντας έτσι το ασυνείδητο. Το σύμβολο πράγματι «δολοφονεί» το πράγμα αφού πρόκειται για την απόλυτη υποταγή του πράγματος στο σημαίνον: το έμβιο ον υποτάσσεται απόλυτα στο Όνομα, ο οργανισμός στο Υποκείμενο και το πράγμα στη Λέξη. Και αυτό ακριβώς είναι για τον Lacan ο άνθρωπος. Και η «απώλεια» αυτή είναι πάντα συνυφασμένη με την ίδια τη Γλωσσική Πράξη (Ομιλία) που συγκροτεί «τις ίδιες τις υποκειμενικές συμβολικές λειτουργίες του ανθρώπου». Η απώλεια αυτή επισυμβαίνει διότι η Λέξη δεν συναντά ποτέ το Πράγμα αφού αποτελεί κατ’ ουσίαν άρνηση του ενώ είναι πάντα ελλειμματική σε σχέση με αυτό, στον βαθμό που αδυνατεί να το εκφράσει στην ολότητα του και να εξαντλήσει το νόημα του. Το ίδιο το νόημα τείνει να διαψεύδει (πάντα) την σημασία της. Κι αυτό διότι το νόημα του μηνύματος εμπεριέχει πάντα την «επιθυμιακή προθετικότητα» (όρος μεταφερμένος από τον Edmund Husserl στην λακανική ψυχολογία της επιθυμίας): «Μου λέει αυτό. Αλλά τί εννοεί; Τί θέλει να μου πεί;» ή, πιο συγκεκριμένα: «Τί με θέλει;» Η Ομιλία, μέσω της Γλώσσας, αφορά πάντα ένα παιχνίδι ερμηνείας της επιθυμίας του Άλλου. Το Εγώ ως Υποκείμενο εκφράζει για τον Lacan μία συγκεκριμένη γλωσσική βαθμίδα και όχι κάποιο «προκαθορισμένο άτομο».
*By
Philippos V Philios.