
Ένας ευκατάστατος μεσήλικας
τραπεζίτης με ειδυλλιακή οικογενειακή κατάσταση και σκάφος, περνάει υπαρξιακή
κρίση στο Μανχάταν που ζει με τη σύζυγό του. Άκεφος, άτονος και με εμφανή τα
σημάδια της κατάθλιψης, βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας μέσης ηλικίας, αφού
νιώθει ανικανοποίητος με τη συμβατική ζωή που έχει ζήσει μέχρι τώρα. Με αφορμή
κάποια μυστηριώδη τηλεφωνήματα που δέχεται από έναν παλιό φίλο (Murray Hamilton), τον οποίο θεωρούσε μέχρι πρότινος
νεκρό, του δίνεται η ευκαιρία να έρθει σε επαφή με μία αινιγματική «εταιρεία»
που υπόσχεται να του μεταμορφώσει ριζικά τη ζωή. Η «εταιρεία» («Σατανική
Επιχείρηση» είναι ο Ελληνικός τίτλος), μια μυστική και παράνομη επιχείρηση
υψηλής τεχνολογίας και πολλών διασυνδέσεων που διευθύνει ο «Γέρος» (Will Geer), του προτείνει με το αζημίωτο μία δεύτερη ευκαιρία μέσω
ενός «προγράμματος»: να του βρει πτώμα, να σκηνοθετήσει τον θάνατο του (σε
πυρκαγιά μέσα σε δωμάτιο ξενοδοχείου), να του κάνει πλαστική εγχείρηση για να
αλλάξει πρόσωπο και να του προσφέρει μία νέα ζωή και ταυτότητα, με το επάγγελμα
που πάντα ονειρευόταν, σε ένα νέο μέρος. «Όλα νέα, όλα διαφορετικά, όπως πάντα
επιθυμούσες», του λέει πιασάρικα ο εωσφορικός εκτελεστικός διευθυντής της
εταιρείας, κ. Ruby (Jeff Corey). Ενώ αρχικά ταλαντεύεται, έπειτα από πίεση δέχεται να
υπογράψει το φαουστιανό συμβόλαιο που θα του δώσει πίσω την χαμένη του νεότητα
και ένα νέο ξεκίνημα. Αυτούς που μπαίνουν στο εν λόγω πρόγραμμα η εταιρεία τους
αποκαλεί "Seconds" - λόγω της δεύτερης ευκαιρίας στην ζωή που τους
παρέχεται. Ο Arthur Hamilton (John Randolph) πληρώνει και ξεκινάει τη νέα του
ζωή ως ο διάσημος ζωγράφος Antiochus Tony (Rock Hudson) σε παραλιακή βίλα στην Καλιφόρνια
με θέα τον Ειρηνικό. Την νέα του ζωή δείχνει να την απολαμβάνει, εν πρώτοις,
στο έπακρο, εκτονώνοντας όλα του τα απωθημένα: πάρτι, βακχικά όργια, κοινωνικές
δεξιώσεις, καταχρήσεις, κτλ. Γνωρίζει και μια νεαρή όμορφη γυναίκα που
ονομάζεται Nora (Salome Jens) και σύντομα γίνονται ζευγάρι. Όλα δείχνουν να κυλάνε
ρόδινα, μες την ευτυχία και την ανεμελιά. Σε όλη την διάρκεια των νέων
περιπετειών του η εταιρεία τον παρακολουθεί από κοντά ελέγχοντας την πορεία
του. Δεν αργεί όμως η νέα του ζωή να μετατραπεί σε εφιάλτη: αρχίζει να πλήττει
και με την νέα του ταυτότητα, να έχει νοσταλγία για την γυναίκα του και την
κόρη του, ακόμα και για την παλιά του βαρετή εργασία. Αρχίζει, έτσι, να ψάχνει
να μάθει όσα περισσότερα μπορεί για την μυστηριώδη αυτή εταιρεία και αυτά που
πρόκειται να του αποκαλυφθούν δεν θα του αρέσουν καθόλου.
Ο John Frankenheimer σκηνοθετεί με αριστουργηματικό
τρόπο ένα sci-fi medical thriller βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του David Ely που, πέραν των ψυχολογικών ζητημάτων που θέτει, έχει και
πολιτική διάσταση: αφορά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και πιο συγκεκριμένα, του
μακαρθισμού στην Αμερική, που έπειτα από τις διώξεις δημιουργήθηκε η ανάγκη για
«ψεύτικες ταυτότητες». Ακόμα, η ταινία, όπως και η ομώνυμη νουβέλα, είναι
χαλαρά βασισμένη στον Φάουστ του Γκαίτε: ο πρωταγωνιστής υπογράφει συμβόλαιο
απόκτησης της νεότητας του με τον διάβολο, εν προκειμένω την «εταιρεία», και το
τέλος είναι τραγικό όπως στον Φάουστ.
Ο Zizek χρησιμοποιεί την εν λόγω ταινία στο "The Pervert's Guide to Ideology" (2012) για να τεκμηριώσει την
ψυχαναλυτική του θέση - που είναι βέβαια του Lacan, ο οποίος με την σειρά του την έχει
πάρει από τον Nietzsche - ότι αυτό συμβαίνει όταν η
επιθυμία εκπληρώνεται. Για τον Zizek η «πραγμάτωση της επιθυμίας είναι
εφιάλτης». Ο Nietzsche το θέτει ως εξής:
«Μας συναρπάζουν περισσότερο οι
ίδιες οι επιθυμίες μας παρά το αντικείμενό τους.»
Η μεγάλη ψυχολογική αλήθεια που κρύβει η ταινία έγκειται στο εξής: οι
άνθρωποι ποθούν και ζηλεύουν πάντα αυτό που δεν έχουν, διότι το εξιδανικεύουν
ακριβώς επειδή δεν το έχουν - άπαξ και το αποκτήσουν, χάνουν, σύντομα, το ενδιαφέρον
τους. Για τον Nietzsche όμως το πρόβλημα της «επιθυμίας»
είναι στην πραγματικότητα πολύ βαθύτερο: επιθυμούμε την ίδια την επιθυμία και
όχι το αντικείμενο της, για αυτό και μόλις και εκπληρωθεί αυτή χάνει το νόημα
και την ηδονή που μας παρέχει το «αντικείμενο της επιθυμίας» και ψάχνουμε για
μία νέα επιθυμία. Η ίδια η επιθυμία νοηματοδοτεί το «αντικείμενο της
επιθυμίας». Ευτυχισμένος και με νόημα στην ζωή του ο άνθρωπος είναι ενόσω
επιθυμεί, για αυτό και η εκπλήρωση της επιθυμίας προκαλεί τέλμα και υπαρξιακό angst.
Η σκηνοθεσία του John Frankenheimer βασίζεται σε close-up, ευρυγώνιους φακούς και στραβές γωνίες λήψης όπως στα Noir για να δώσει μία διαστρεβλωμένη εικόνα της
πραγματικότητας. Ο σκηνοθέτης παίζει με το chiaroscuro, την οπτική και το «πεδίο βάθους»,
αποδίδοντας έτσι ψυχεδελική ονειρική διάσταση στην τραγωδία αντικατοπτρίζοντας
το zeitgeist του Ψυχρού Πολέμου. Ως προς το
περιεχόμενο, φέρει κι αυτό κεντρικά μοτίβα του υπαρξισμού, όχι του light γαλλικού όμως (Σαρτρ, Καμύ κτλ), αλλά του hardcore γερμανόφωνου, αφού η υπόθεση ξεκινάει ρεαλιστικά και
καταλήγει παρανοϊκός καφκικός εφιάλτης.
Όταν κυκλοφόρησε η ταινία ήταν οικονομική αποτυχία και οι κριτικοί την
έθαψαν. Έθαψαν μέχρι και τον Rock Hudson στον καλύτερο ρόλο της καριέρας
του. Στην πραγματικότητα, η ταινία ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της που
μάλλον δεν άντεχε έναν τέτοιο hardcore ψυχολογικό πεσιμισμό στο ήδη ζοφερό
κλίμα που επικρατούσε. Αργότερα έγινε cult και σήμερα λογίζεται ως «χαμένο
διαμάντι του κινηματογράφου».
*By Philippos V. Philios.