Thursday, 18 February 2021

15 ESSENTIAL SPAGHETTI WESTERNS

 

1. A Fistful of Dollars (1964) by Sergio Leone.

2. For a Few Dollars More (1965) by Sergio Leone.

3. The Big Gundown (1966) by Sergio Sollima.

4. Django (1966) by Sergio Corbucci.

5. The Good, the Bad and the Ugly (1966) by Sergio Leone.

6. Death Rides a Horse (1967) by Giulio Petroni.

7. Face to Face (1967) by Sergio Sollima.

8. A Bullet for the General (1967) by Damiano Damiani.

9. Day of Anger (1967) by Tonino Valerii.

10. The Great Silence (1968) by Sergio Corbucci.

11. The Mercenary (1968) by Sergio Corbucci.

12. Once Upon a Time in the West (1968) by Sergio Leone.

13. Companeros (1970) by Sergio Corbucci.

14. They Call Me Trinity (1970) by Enzo Barboni.

15. Duck You Sucker (1971) by Sergio Leone.

 

 

*By Philippos V Philios.


Tuesday, 16 February 2021

IL GRANDE SILENZIO (1968) BY SERGIO CORBUCCI


    Το “Il Grande Silenzio”, Revisionist Spaghetti Western film του 1968, με μουσική του μεγάλου Ennio Morricone, αναγνωρίζεται σήμερα ως το αριστούργημα του Sergio Corbucci.

   Η ταινία έχει το πιο παράξενο πρωταγωνιστικό δίδυμο που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε Western: τους Jean Louis Trintignant και Klaus Kinski. Ένας ρομαντικός Γάλλος και ένας παράφρων Γερμανός έρχονται αντιμέτωποι σε ένα ιταλικό Spaghetti Western... Λέγεται ότι ο Jean Louis Trintignant ζήτησε από τον Corbucci να έχει όσο το δυνατόν λιγότερους διαλόγους γίνεται και ο Corbucci τον έκανε εντελώς.. μουγγό. Στην πραγματικότητα, με το “Il Grande Silenzio” ο Corbucci απαντάει στο “A Fistful of Dollars” του Sergio Leone. Ως απάντηση στον λιγομίλητο Clint Eastwood (Man with No Name), ο Corbucci βάζει τον πρωταγωνιστή του, τον “Silenzio”, να είναι εντελώς μουγγός. O  Corbucci με την συγκεκριμένη ταινία του σκόπευε να ανατρέψει όλα τα Spaghetti Western στερεότυπα που προήγαγε ο Sergio Leone. Ο Leone παρουσιάζει τους Bounty Hunters ως «μετανοημένους καλούς», ενώ ο Corbucci τους παρουσιάζει ως σαδιστές δολοφόνους. Ο πρωταγωνιστής του Corbucci δεν είναι ο κλασικός σκληροτράχηλος, λιγομίλητος, μοναχικός cowboy, αλλά είναι μουγγός, βασανισμένος και ευαίσθητος. Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής δεν κρατάει revolver, αλλά semi-automatic Mauser C96, δηλαδή η ανωτερότητα του δεν έγκειται στο ταλέντο του, αλλά στο ημιαυτόματο όπλο του, που η τεχνολογία του είναι ανώτερη από τα revolvers. Ακόμα, ενώ το “A Fistful of Dollars” ξεκινάει με ένα κείμενο που λέει ότι «εκεί που η ζωή δεν έχει καθόλου αξία, ο θάνατος έχει λίγη», του Corbucci τελειώνει με ένα κείμενο που αναφέρεται στην εγκληματική δράση των Bounty Hunters υπό τον μανδύα της νομιμότητας και στην δημόσια κατακραυγή που ανάγκασε την Κυβέρνηση να τερματίσει την δράση τους. Η ταινία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων όταν κυκλοφόρησε και για την ερωτική σκηνή ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και μία μαύρη. Πρόκειται και για τη μόνη ρομαντική ερωτική σκηνή που υπάρχει σε ταινία του Corbucci, του οποίου τα Western είναι γενικά πολύ πιο βίαια από τα υπόλοιπα Spaghetti Western.

   Η μεγαλύτερη ανατροπή των στερεοτύπων όμως έγκειται στο τοπίο του “Il Grande Silenzio”: αντί για ερήμους με βράχους και κάκτους, εδώ έχουμε το απέραντο λευκό του χιονιού. Δεν είναι τυχαίο ότι το “Il Grande Silenzio” λογίζεται ως το κορυφαίο “Snow Western”, με αριστουργηματικό cinematography και φωτογραφία. Αγαπημένη ταινία του Tarantino, στο The Hateful Eight (2015) δεν υπάρχει ούτε μία σκηνή που να μην είναι εμπνευσμένη από αυτή. Ο Tarantino έβαλε το crew του να βλέπει συνέχεια το “Il Grande Silenzio” για να πετύχει το ίδιο cinematography, την ίδια φωτογραφία και την ίδια ακριβώς αίσθηση.

   Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Μεγάλη Χιονοθύελλα του 1899 στην Γιούτα. H ανομία και η παρανομία είχαν εκτροχιαστεί σε τέτοιο βαθμό που οι κυβερνήτες αποφάσισαν να νομιμοποιήσουν τους κυνηγούς επικηρυγμένων επί πληρωμή. Εμφανίστηκε έτσι το επάγγελμα του Bounty Hunter, δηλαδή πιστολέρο που κυνηγούσαν καταζητούμενους από τις αρχές για να τους παραδώσουν «νεκρούς ή ζωντανούς» επί πληρωμής. Αλλά πάντα προτιμούσαν να τους σκοτώσουν, δίχως να έχουν περάσει από δίκη, και να παραδώσουν τα πτώματα τους για να παραλάβουν τις αμοιβές. Οι επικηρυγμένοι για να σωθούν από το ανελέητο κυνηγητό που ξέσπασε εναντίον τους κρύφτηκαν στα βουνά φτιάχνοντας κοινότητες. Στην Γιούτα του 1899 έγινε μία μεγάλη σφαγή μίας τέτοιας κοινότητας και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να δώσει αμνηστία και να απαγορεύσει διά παντός το επάγγελμα του Bounty Hunter.

   Όσον αφορά το περιεχόμενο του “Il Grande Silenzio”, ο ίδιος ο Corbucci δήλωσε ότι πρόκειται για αλληγορία που αφορά τις πολιτικές δολοφονίες των Che Guevara, Martin Luther King, Robert F. Kennedy και Malcolm X, κάποιοι εκ των οποίων δολοφονήθηκαν καθώς γύριζε την ταινία.

   Η ταινία δεν έχει σχέση με τα υπόλοιπα διασκεδαστικά αλλά ρηχά Spaghetti Western του είδους, αφού καταπιάνεται φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά με την έννοια του νόμου. Οι στυγνοί δολοφόνοι Bounty Hunters εφαρμόζουν τον νόμο, είναι δηλαδή «νόμιμοι», ενώ οι καταζητούμενοι που παλεύουν να επιβιώσουν και να σωθούν είναι οι εγκληματίες, δηλαδή οι «παράνομοι», και η εν λόγω αντιστροφή είναι που δίνει τον σαρδόνιο θρίαμβο του «νόμου» στο τέλος.

 

 

*By Philippos V. Philios.

Sunday, 7 February 2021

SECONDS (1966) BY JOHN FRANKENHEIMER

 

 Ένας ευκατάστατος μεσήλικας τραπεζίτης με ειδυλλιακή οικογενειακή κατάσταση και σκάφος, περνάει υπαρξιακή κρίση στο Μανχάταν που ζει με τη σύζυγό του. Άκεφος, άτονος και με εμφανή τα σημάδια της κατάθλιψης, βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας μέσης ηλικίας, αφού νιώθει ανικανοποίητος με τη συμβατική ζωή που έχει ζήσει μέχρι τώρα. Με αφορμή κάποια μυστηριώδη τηλεφωνήματα που δέχεται από έναν παλιό φίλο (Murray Hamilton), τον οποίο θεωρούσε μέχρι πρότινος νεκρό, του δίνεται η ευκαιρία να έρθει σε επαφή με μία αινιγματική «εταιρεία» που υπόσχεται να του μεταμορφώσει ριζικά τη ζωή. Η «εταιρεία» («Σατανική Επιχείρηση» είναι ο Ελληνικός τίτλος), μια μυστική και παράνομη επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας και πολλών διασυνδέσεων που διευθύνει ο «Γέρος» (Will Geer), του προτείνει με το αζημίωτο μία δεύτερη ευκαιρία μέσω ενός «προγράμματος»: να του βρει πτώμα, να σκηνοθετήσει τον θάνατο του (σε πυρκαγιά μέσα σε δωμάτιο ξενοδοχείου), να του κάνει πλαστική εγχείρηση για να αλλάξει πρόσωπο και να του προσφέρει μία νέα ζωή και ταυτότητα, με το επάγγελμα που πάντα ονειρευόταν, σε ένα νέο μέρος. «Όλα νέα, όλα διαφορετικά, όπως πάντα επιθυμούσες», του λέει πιασάρικα ο εωσφορικός εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας, κ. Ruby (Jeff Corey). Ενώ αρχικά ταλαντεύεται, έπειτα από πίεση δέχεται να υπογράψει το φαουστιανό συμβόλαιο που θα του δώσει πίσω την χαμένη του νεότητα και ένα νέο ξεκίνημα. Αυτούς που μπαίνουν στο εν λόγω πρόγραμμα η εταιρεία τους αποκαλεί "Seconds" - λόγω της δεύτερης ευκαιρίας στην ζωή που τους παρέχεται. Ο Arthur Hamilton (John Randolph) πληρώνει και ξεκινάει τη νέα του ζωή ως ο διάσημος ζωγράφος Antiochus Tony (Rock Hudson) σε παραλιακή βίλα στην Καλιφόρνια με θέα τον Ειρηνικό. Την νέα του ζωή δείχνει να την απολαμβάνει, εν πρώτοις, στο έπακρο, εκτονώνοντας όλα του τα απωθημένα: πάρτι, βακχικά όργια, κοινωνικές δεξιώσεις, καταχρήσεις, κτλ. Γνωρίζει και μια νεαρή όμορφη γυναίκα που ονομάζεται Nora (Salome Jens) και σύντομα γίνονται ζευγάρι. Όλα δείχνουν να κυλάνε ρόδινα, μες την ευτυχία και την ανεμελιά. Σε όλη την διάρκεια των νέων περιπετειών του η εταιρεία τον παρακολουθεί από κοντά ελέγχοντας την πορεία του. Δεν αργεί όμως η νέα του ζωή να μετατραπεί σε εφιάλτη: αρχίζει να πλήττει και με την νέα του ταυτότητα, να έχει νοσταλγία για την γυναίκα του και την κόρη του, ακόμα και για την παλιά του βαρετή εργασία. Αρχίζει, έτσι, να ψάχνει να μάθει όσα περισσότερα μπορεί για την μυστηριώδη αυτή εταιρεία και αυτά που πρόκειται να του αποκαλυφθούν δεν θα του αρέσουν καθόλου.

   Ο John Frankenheimer σκηνοθετεί με αριστουργηματικό τρόπο ένα sci-fi medical thriller βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του David Ely που, πέραν των ψυχολογικών ζητημάτων που θέτει, έχει και πολιτική διάσταση: αφορά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και πιο συγκεκριμένα, του μακαρθισμού στην Αμερική, που έπειτα από τις διώξεις δημιουργήθηκε η ανάγκη για «ψεύτικες ταυτότητες». Ακόμα, η ταινία, όπως και η ομώνυμη νουβέλα, είναι χαλαρά βασισμένη στον Φάουστ του Γκαίτε: ο πρωταγωνιστής υπογράφει συμβόλαιο απόκτησης της νεότητας του με τον διάβολο, εν προκειμένω την «εταιρεία», και το τέλος είναι τραγικό όπως στον Φάουστ.

   Ο Zizek χρησιμοποιεί την εν λόγω ταινία στο "The Pervert's Guide to Ideology" (2012) για να τεκμηριώσει την ψυχαναλυτική του θέση - που είναι βέβαια του Lacan, ο οποίος με την σειρά του την έχει πάρει από τον Nietzsche - ότι αυτό συμβαίνει όταν η επιθυμία εκπληρώνεται. Για τον Zizek η «πραγμάτωση της επιθυμίας είναι εφιάλτης». Ο Nietzsche το θέτει ως εξής:

«Μας συναρπάζουν περισσότερο οι ίδιες οι επιθυμίες μας παρά το αντικείμενό τους.»

   Η μεγάλη ψυχολογική αλήθεια που κρύβει η ταινία έγκειται στο εξής: οι άνθρωποι ποθούν και ζηλεύουν πάντα αυτό που δεν έχουν, διότι το εξιδανικεύουν ακριβώς επειδή δεν το έχουν - άπαξ και το αποκτήσουν, χάνουν, σύντομα, το ενδιαφέρον τους. Για τον Nietzsche όμως το πρόβλημα της «επιθυμίας» είναι στην πραγματικότητα πολύ βαθύτερο: επιθυμούμε την ίδια την επιθυμία και όχι το αντικείμενο της, για αυτό και μόλις και εκπληρωθεί αυτή χάνει το νόημα και την ηδονή που μας παρέχει το «αντικείμενο της επιθυμίας» και ψάχνουμε για μία νέα επιθυμία. Η ίδια η επιθυμία νοηματοδοτεί το «αντικείμενο της επιθυμίας». Ευτυχισμένος και με νόημα στην ζωή του ο άνθρωπος είναι ενόσω επιθυμεί, για αυτό και η εκπλήρωση της επιθυμίας προκαλεί τέλμα και υπαρξιακό angst.

   Η σκηνοθεσία του John Frankenheimer βασίζεται σε close-up, ευρυγώνιους φακούς και στραβές γωνίες λήψης όπως στα Noir για να δώσει μία διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Ο σκηνοθέτης παίζει με το chiaroscuro, την οπτική και το «πεδίο βάθους», αποδίδοντας έτσι ψυχεδελική ονειρική διάσταση στην τραγωδία αντικατοπτρίζοντας το zeitgeist του Ψυχρού Πολέμου. Ως προς το περιεχόμενο, φέρει κι αυτό κεντρικά μοτίβα του υπαρξισμού, όχι του light γαλλικού όμως (Σαρτρ, Καμύ κτλ), αλλά του hardcore γερμανόφωνου, αφού η υπόθεση ξεκινάει ρεαλιστικά και καταλήγει παρανοϊκός καφκικός εφιάλτης.

   Όταν κυκλοφόρησε η ταινία ήταν οικονομική αποτυχία και οι κριτικοί την έθαψαν. Έθαψαν μέχρι και τον Rock Hudson στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Στην πραγματικότητα, η ταινία ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της που μάλλον δεν άντεχε έναν τέτοιο hardcore ψυχολογικό πεσιμισμό στο ήδη ζοφερό κλίμα που επικρατούσε. Αργότερα έγινε cult και σήμερα λογίζεται ως «χαμένο διαμάντι του κινηματογράφου».

 

 

*By Philippos V. Philios.



Thursday, 4 February 2021

THE ADDICTION (1995) BY ABEL FERRARA


   Η Kathleen Conklin (Lili Taylor) είναι φοιτήτρια φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Πηγαίνει σε όλα της τα μαθήματα και κάνει φιλοσοφικές συζητήσεις με τους καθηγητές της στα διαλείμματα. Ένα βράδυ, γυρνώντας από το μάθημα σπίτι, της την «πέφτει» μια μυστήρια γυναίκα στον δρόμο που της συστήνεται ως "Casanova" (Annabella Sciorra) και η οποία την δαγκώνει στον λαιμό και της πίνει το αίμα. Η Kathleen ξυπνάει με συμπτώματα βαμπιρισμού και την πιάνει στερητικό σύνδρομο αίματος. Την επόμενη νύχτα, στην βιβλιοθήκη της Σχολής της, γνωρίζει μία φοιτήτρια ανθρωπολογίας που την καλεί σπίτι της για να διαβάσουν μαζί. Εκεί, την δαγκώνει και της πίνει το αίμα. Την επόμενη νύχτα συναντάει κάποιον γνωστό στον δρόμο και τον προσκαλεί να κάνουν sex, αλλά στην διαδρομή τον δαγκώνει και του πίνει το αίμα. Παράλληλα με τα παραπάνω, έχει ξεκινήσει διδακτορικό στη φιλοσοφία με θέμα την έννοια της «ενοχής». Η «αναζήτηση για αίμα» διεκπεραιώνεται συγχρόνως με την έρευνας της για την «ενοχή». Μία άλλη νύχτα συναντάει στον δρόμο τον Peina (Christopher Walken), έναν γηραιό vampire που της προτείνει να διαβάζει το “Naked Lunch” του William S. Burroughs όποτε την πιάνει στερητικό σύνδρομο για να της φεύγει. Υποστηρίζει την διδακτορική της διατριβή με επιτυχία και γίνεται Doctor of Philosophy. Στο πάρτι αποφοίτησης του τμήματος της μαζί με την Casanova επιτίθονται στους παρευρισκομένους προκαλώντας ένα χαοτικό blood orgy. Η Kathleen παθαίνει overdose από το πολύ αίμα και καταλήγει στο νοσοκομείο. Εκεί, από ενοχές, παρακαλεί την νοσοκόμα να την αφήσει να πεθάνει και αυτή αρνείται. Μόλις φεύγει η νοσοκόμα αποφασίζει να αυτοκτονήσει και ανοίγει τα στόρια να μπει ήλιος. Εμφανίζεται η Casanova και κλείνει τα στόρια. Στην τελική σεκάνς, εμφανίζεται η Kathleen ημέρα να επισκέπτεται τον ίδιο της τον τάφο και με voice-over να λέει: "self-revelation is annihilation of self".

   Η Noirish Black & White με voice-over αυτή ταινία επιχειρεί να αναδείξει κεντρικά μοτίβα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, όπως αυτό της ενοχής και του υπαρξιακού angst (Kierkegaard) μέσα από τον εθισμό στο αίμα. Αν και η ταινία ερμηνεύεται συνήθως ως αλληγορία του εθισμού στην ηρωίνη, στη πραγματικότητα πηγαίνει πολύ πιο πέρα. Εμπλουτισμένη με πολλές φιλοσοφικές αναφορές (στην ταινία κουοτάρονται οι Nietzsche, Kierkegaard, Heidegger, Sartre, Beckett, Baudelaire), πολιτικές αναφορές σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (Ολοκαύτωμα κτλ) μέχρι και θρησκευτικές (κουοτάρονται θεολόγοι όπως ο Calvin και ο J.C. Sproul), που αφορούν κυρίως την έννοια της «εξιλέωσης/λύτρωσης», στην καθολική της εκδοχή. Κορυφαία στιγμή της ταινίας η καρτεσιανή (ανά)διατύπωση του cogito: “Pecco, ergo sum” (αμαρτάνω, άρα υπάρχω).

   Πρόκειται για άλλη μία αμφιλεγόμενη ταινία του Abel Ferrara που έλαβε μικτές κριτικές, όπως και όλες του οι ταινίες, φαντάζομαι, διότι μπλέκονται πολλά διαφορετικά ζητήματα χωρίς να διατηρείται η συνοχή και η σαφήνεια. Αν έπρεπε να εντοπίσω ένα κεντρικό μοτίβο, αυτό θα ήταν ο μηδενισμός μέσα από την αυτό-καταστροφή του ανθρώπου σε έναν μέτα-κόσμο που η «ηθική τάξη» έχει καταρρεύσει πλήρως. Αυτό είναι εξάλλου το κεντρικό μοτίβο των περισσότερων ταινιών του Abel Ferrara. Η ταινία γυρίστηκε με πολλά κλασικά noirish σκηνοθετικά elements, από την ονειρική ατμόσφαιρα, low-key lighting, gothic romance, femme fatale, στοιχεία horror, fatalism, art deco, chiaroscuro black & white με σκιές αποτυπωμένο σε στόρια, πρόσωπα και γραμμές στους τοίχους. Προσωπικά βρήκα ενδιαφέρουσα και την σκηνοθεσία της και τα φιλοσοφικά της themes, τα οποία όμως είναι πολλά και δοσμένα με τρόπο που μάλλον θάβουν το ούτως ή άλλως αδύναμο story.

 

 

*By Philippos V. Philios.