Monday, 27 July 2020

RENE KAES: IDEOLOGY



«Στα τέλη του 1970, μετά τον Μάη του '68, πολλοί συγγραφείς στην Ευρώπη διακήρυσσαν τον θάνατο των ιδεολογιών. Βάσιζαν τους ισχυρισμούς τους στην κατάρρευση των μεγάλων ογκόλιθων της ολοκληρωτικής σκέψης που είχαν συγκροτηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα και οργάνωσαν τις τεράστιες καταστροφές του αιώνα που ακολούθησε [...] επεξέτεινα, ωστόσο, την ανάλυση μου και στη μελέτη των ριζοσπαστικών και διακηρυγμένα καταστροφικών ιδεολογιών εκείνων των μαύρων χρόνων της Ευρώπης της δεκαετίας του 1970-1980, των Δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας και των μαζικών τρομοκρατικών επιθέσεων των τζιχαντιστών. [...] Η ιδεολογία καταργεί την Πολυπλοκότητα, που σε κάθε ζωντανή σκέψη ενσταλάζει την αμφιβολία, την Πολλαπλότητα και την Ετερογένεια, μην αναγνωρίζοντας στα γεγονότα παρά μία και μοναδική, κάθε φορά, αιτιότητα. Υπ' αυτή την έννοια, η ιδεολογία δεν πεθαίνει ποτέ. Το να διακυρύσσουμε τον θάνατο της διαψεύδοντας τις διάφορες εκφάνσεις της συνιστά παραγνώριση του γεγονότος ότι η ιδεολογία δεν ορίζεται από συγκεκριμένο περιεχόμενο: ένα πολιτικό ή θρησκευτικό δόγμα, μια επιστημονική θεωρία ή μια φιλοσοφία κάλλιστα μπορούν να λειτουργούν σύμφωνα με το πρότυπο της ιδεολογίας. Ο Freud είχε ήδη υποστηρίξει το 1932 πως ακόμα και η ψυχανάλυση, περιορισμένη σε μια Weltanschauung, μια κοσμοαντίληψη, ενδέχεται να λειτουργεί ως ιδεολογία. [...] Αυτό που ορίζω ως "Ιδεολογική Τοποθέτηση" συγκροτείται από την τριπλή αναφορά στην "Παντοδύναμη Ιδέα", στα "Δομικά" ή "Σκληρά Ιδεώδη" και στο "Αλλοτριωτικό Είδωλο". Μια ιδεολογική θέση δημιουργείται κάθε φορά που ο ψυχικός χώρος ενός υποκειμένου, μιας ομάδας ή ενός θεσμού είναι ή βιώνεται απειλούμενος. [...] Από ψυχαναλυτική σκοπιά, η διαμόρφωση, η συνεκτικότητα και οι λειτουργίες τις ιδεολογίας, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά της παρανοειδούς-σχιζοειδούς θέσης, ενώ σε άλλες με εκείνα τις καταθλιπτικής θέσης. Τα βασικά, δηλαδή, άγχη, οι σχέσεις με προστατευτικά αντικείμενα, οι μηχανισμοί άμυνας ενάντια σ' αυτά και οι διαδικασίες εξόδου που αντιστοιχούν σε κάθεμια από αυτές τις θέσεις συνθέτουν και στην περίπτωση της ιδεολογίας αντίστοιχους ενδιαφέροντες συνδυασμούς. [...] Η ελαχιστοποίηση ή και απάλειψη της Πολλαπλότητας, της Ετερογένειας και της Ιδιαιτερότητας είναι τα τρία κατ' εξοχήν στοιχεία των βίαιων και ακραίων ιδεολογιών. Κάθε φορά που η Πολλαπλότητα, η Ετερογένεια και η Ιδιαιτερότητα εξαλείφονται έχουμε "Κλειστές Ιδεολογίες", την διεκδίκηση της ομοιογενούς εθνικής προέλευσης, την ιδεολογία της φυλετικής καθαρότητας, την απόρριψη του ξένου, τις γενοκτονίες, τις πολιτικές εκφράσεις του εθνικισμού, την "φυλετική" αντίληψη της ταυτότητας κ.ο.κ. [...] Η ιδεολογία συνιστά την κατ' εξοχήν συλλογική αμυντική κατασκευή απέναντι στο άγχος της απειλής που δέχεται η ύπαρξη και, όπως κάθε σύμπτωμα, κρατιέται από την ιστορία ενός έκαστου όσο κι από την κοινή και μοιραζόμενη ιστορία. [...] Η ιδεολογία είναι ένας τρόπος σκέψης ενάντια στην διαδικασία σκέψης..»


*René Kaës, Η Ιδεολογία - Το Ιδεώδες, η Ιδέα, το Είδωλο, μτφρ. Κλήμης Ναυρίδης, εκδ. απαζήση, Αθήνα 2019.


Tuesday, 14 July 2020

MARCEL PROUST: IN SEARCH OF LOST TIME


Έτσι, για καιρό, όταν, ξύπνιος τη νύχτα, ξαναθυμόμουν το Κομπραί, δεν έβλεπα παρά μόνο ένα κομμάτι φωτεινής επιφάνειας να ξεχωρίζει μεσ' από αξεδιάλυτα σκοτάδια, σαν αυτά που η αναλαμπή πυροτεχνημάτων ή κάποια ηλεκτρική προβολή τα φωτίζει και τα κομματιάζει σ΄ ένα κτήριο, ενώ τα άλλα τμήματα μένουν πνιγμένα στη νύχτα: το μικρό σαλόνι, η τραπεζαρία, η αρχή της σκοτεινής αλέας απ' όπου θα 'ρχόταν ο κύριος Σουάν, ο ασυναίσθητος αίτιος για τις θλίψεις μου, ο προθάλαμος που περνούσα τραβώντας για το πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, τόσο σκληρή να την ανέβω, και, στην κορφή, η κρεβατοκάμαρά μου με το μικρό διάδρομο, με την τζαμωτή πόρτα για την είσοδο της μαμάς΄ με δυο λόγια, αυτό που έβλεπα ήταν, κοιταγμένο πάντα την ίδια ώρα, απομονωμένο απ' ό, τι θα μπορούσε να υπάρχει ολόγυρα, ξεχωρίζοντας μόνο του πάνω στο σκοτάδι, το σκηνικό το αυστηρά απαραίτητο για το δράμα του νυχτερινού γδυσίματός μου για τον ύπνο΄ λες και το Κομπραί το αποτελούσαν μόνο δυό πατώματα, που τα ένωνε μια στενή σκάλα, λες κι ήταν πάντα εφτά η ώρα το βράδυ. Είν'αλήθεια πως θα μπορούσα ν' απαντήσω σ' όποιον με ρωτούσε πως το Κομπραί περιλάμβανε κι άλλα πολλά και πως υπήρχε και σε άλλες ώρες. Αλλά καθώς ό, τι θα θυμόμουν θα μου το πρόσφερε μόνο η συνειδητή μνήμη, η μνήμη που την καθοδηγεί η νόηση, και καθώς οι πληροφορίες που μας δίνει για το παρελθόν δεν περισώζουν τίποτ'απ'αυτό, δεν θα είχα ποτέ τη διάθεση να σκεφτώ το υπόλοιπο αυτό τμήμα του Κομπραί. Όλο αυτό ήταν στην πραγματικότητα νεκρό για μένα. Νεκρό για πάντα; Ίσως. Υπάρχει πολύ τυχαίο σ' όλ'αυτά. Και ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δε μας επιτρέπει να περιμένουμε για καιρό την εύνοια του πρώτου. Βρίσκω πολύ λογική την κελτική δοξασία πως οι ψυχές αυτών που χάσαμε βρίσκονται δέσμιες σε κάποιο κατώτερο πλάσμα, σ' ένα ζώο, ένα φυτό, ένα πράγμα άψυχο, χαμένες πραγματικά για μας ως τη μέρα- και για πολλούς δεν έρχεται ποτέ-που τυχαίνει να περάσουμε πλάι στο δέντρο, ν 'αποκτήσουμε το αντικείμενο που είναι η φυλακή τους. Τότε σκιρτούν, μας καλούν, και μόλις τις αναγνωρίσουμε, τα μάγια λύνονται. Τις λευτερώσαμε, νίκησαν το θάνατο και επιστρέφουν να ζήσουν μαζί μας. Έτσι συμβαίνει και με το παρελθόν μας. Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να το ανακαλέσουμε, όλες οι προσπάθειες της νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω απ' την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο (στην αίσθηση που θα μας έδινε το υλικό αυτό αντικείμενο) που δεν υποπτευόμαστε. Το αντικείμενο αυτό, από την τύχη εξαρτάται αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε ή αν δεν θα το συναντήσουμε. Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε πια τίποτε για μένα απ' το Κομπραί, παρά μόνο η σκηνή και το δράμα της ώρας που έπρεπε να πλαγιάσω, όταν, μια χειμωνιάτικη μέρα, μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πως κρύωνα, πρότεινε να μου δώσει, μόλο που δεν το συνήθιζα, λίγο τσάι. Στην αρχή αρνήθηκα κι ύστερα, δεν ξέρω γιατί, άλλαξα γνώμη. Έστειλε να φέρουν ένα απ' αυτά τα κοντόχοντρα γλυκά που ονομάζονται Μικρές Μαντλέν και φαίνονται σαν να έχουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά, εξουθενωμένος από την πληχτική μέρα και την προοπτική ενός θλιβερού αύριο, έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι όπου είχα αφήσει να μουλιάσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, απομονωμένη, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μου είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ακίνδυνες τις καταστροφές της, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που επενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με μια πολύτιμη ουσία : ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, θνητό. Από πού μπορούσε να μου έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πως ήταν συνυφασμένη με τη γεύση του τσαγιού και του γλυκού, αλλά και πως την ξεπερνούσε απεριόριστα, πως δε μπορούσε να είναι της ίδιας φύσης. Από πού ερχόταν; Τι σήμαινε; Που θα τη συλλάβω; Πίνω μια δεύτερη γουλιά και δεν βρίσκω σ' αυτήν τίποτα περισσότερο από την πρώτη, πίνω μια τρίτη και μου προσφέρει κάτι λιγότερο από τη δεύτερη. Είναι καιρός να σταματήσω, η ενέργεια του ποτού φαίνεται να μειώνεται. Είναι φανερό πως η αλήθεια που γυρεύω δεν βρίσκεται σ' αυτό, αλλά μέσα μου. Αυτό την ξύπνησε, αλλά δεν την γνωρίζει, και μπορεί μόνο να την επαναλαμβάνει ασταμάτητα, με ολοένα λιγότερη δύναμη, αυτή την ίδια μαρτυρία που δεν είμαι σε θέση να ερμηνεύσω και που θέλω τουλάχιστον να μπορέσω να ξαναζητήσω και να ξαναβρώ ανέπαφη, στη διάθεσή μου, σε λίγο, για ένα αποφασιστικό ξεκαθάρισμα. Ακουμπώ το φλιτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου. Η σκέψη μου πρέπει να βρει την αλήθεια. Αλλά πώς; Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά που η σκέψη νιώθει πως την ξεπερνά ο ίδιος ο εαυτός της΄ όταν αυτός, ο ερευνητής, είναι ταυτόχρονα κι όλη η σκοτεινή χώρα που πρέπει να ερευνήσει κι όπου όλα του τα εφόδια δεν τον βοηθούν σε τίποτα. Να ερευνήσει; Όχι μόνο: να δημιουργήσει. Βρίσκεται απέναντι σε κάτι που δεν υπάρχει ακόμα και που μόνον αυτός μπορεί να πραγματοποιήσει, κι ύστερα να το φέρει μέσα στο δικό του φως. Κι αρχίζω πάλι ν' αναρωτιέμαι ποια μπορούσε να' ναι αυτή η άγνωστη κατάσταση, που δεν την έφερνε καμιά λογική απόδειξη , αλλά το αυταπόδεικτο της ευτυχίας της, της πραγματικότητας της, που μπροστά της οι άλλες πραγματικότητες εξανεμίζονταν. Θέλω να προσπαθήσω να την κάνω να ξαναφανεί. Πάω πίσω με τη σκέψη στη στιγμή που πήρα την πρώτη κουταλιά τσάι. Ξαναβρίσκω την ίδια κατάσταση, χωρίς περισσότερη ενάργεια. Απαιτώ από τη σκέψη μου μεγαλύτερη προσπάθεια, να ξαναφέρει για μιαν ακόμη φορά την αίσθηση που χάνεται. Και, για να μη σπάσει τίποτα την ορμή με την οποία θα προσπαθήσει να την ξανασυλλάβει, απομακρύνω κάθε εμπόδιο, κάθε σκέψη ξένη, προστατεύω τα αυτιά μου και την προσοχή μου από τους θορύβους της γειτονικής κάμαρας. Όμως, καθώς νιώθω τη σκέψη μου να κουράζεται χωρίς αποτέλεσμα, την πιέζω, αντίθετα, να δεχτεί τον περισπασμό που της αρνιόμουν, να σκεφτεί κάτι άλλο, ν' ανακτήσει δυνάμεις πριν από μιαν υπέρτατη προσπάθεια. Ύστερα για δεύτερη φορά δημιουργώ ένα κενό μπροστά της, ξανατοποθετώ απέναντί της τη γεύση της ακόμα πρόσφατης πρώτης γουλιάς και νιώθω να σκιρτά μέσα μου κάτι που μετακινείται, που θα θελε ν' ανυψωθεί, κάτι που ξέφυγε, λες απ΄την άγκυρά του, σε μεγάλο βάθος΄ δεν ξέρω τι είναι, ανεβαίνει όμως αργά΄ αισθάνομαι την αντίσταση κι ακούω το σάλαγο απ΄τις αποστάσεις που διασχίζει. Σίγουρα αυτό που δονείται έτσι στο βάθος του είναι μου πρέπει να 'ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση που, δεμένη μ' αυτή τη γεύση, προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Αγωνίζεται όμως πολύ μακριά, πολύ συγκεχυμένα΄ μόλις που διακρίνω την ουδέτερη αντανάκλαση, όπου μπερδεύεται το άπιαστο στροβίλισμα των χρωμάτων που αναταράχτηκαν΄ δεν μπορώ όμως ν' αναγνωρίσω τη μορφή, να της ζητήσω, αφού είναι ο μόνος δυνατός διερμηνέας, να μου μεταφράσει τη μαρτυρία της σύγχρονής της, της αχώριστης συντρόφου της, της γεύσης, να της ζητήσω να μου πει για ποια ειδική περίσταση, για ποια περασμένη εποχή πρόκειται. Θα φτάσει άραγε ως τη επιφάνεια της καθαρής μου συνείδησης, αυτή η ανάμνηση, η στιγμή απ' τα παλιά, που η έλξη μιας στιγμής απαράλλακτης ήρθε από τόσο μακριά να προκαλέσει, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει στα κατάβαθά μου; Δεν ξέρω. Τώρα δεν νιώθω πια τίποτα, έχει σταματήσει, έχει ίσως βουλιάξει ξανά΄ ποιος ξέρει αν θ' αναδυθεί πάλι ποτέ απ΄τη νύχτα της; Πρέπει να ξαναπροσπαθήσω, δέκα φορές απ την αρχή, να σκύψω επάνω της. Κι όπως πάντα, η νωθρότητα που μας εκτρέπει από κάθε δύσκολη προσπάθεια, από κάθε έργο σημαντικό, με συμβούλεψε να τα εγκαταλείψω όλα, να πιω το τσάι μου και να σκεφτώ μόνο τις σημερινές μου σκοτούρες, τις αυριανές μου επιθυμίες, που αφήνονται να τις αναμασώ χωρίς κόπο. Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (τη μέρα εκείνη δεν έβγαινα πριν απ' την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη της μικρής μαντλέν δεν μου' χε θυμίσει τίποτα πριν να τη γευτώ΄ ίσως γιατί, έχοντας δεί συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς όμως να τις δοκιμάσω, πάνω στα ράφια των ζαχαροπλαστείων, η εικόνα τους είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες του Κομπραί για να δεθεί μ' άλλες πιο πρόσφατες΄ ίσως γιατί, απ' αυτές τις αναμνήσεις τις εγκαταλειμμένες τόσον καιρό έξω απ' τη μνήμη, δεν επιζούσε τίποτα, όλα είχαν διαλυθεί΄ οι μορφές- κι αυτή ακόμα του μικρού κοχυλιού της ζαχαροπλαστικής, τόσο στρουμπουλά αισθησιακού κάτω απ΄τις αυστηρές κι ευλαβικές πτυχές του- είχαν διαλυθεί ή, κοιμισμένες, είχαν χάσει τη δύναμη της επέκτασης που θα τους επέτρεπε να ξαναδεθούν με τη συνείδηση. Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές , αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ'όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης. Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση του κομματιού της μαντλέν βουτηγμένο στο φλαμούρι που μου'δινε η θεία μου (μόλο που δεν ήξερα ακόμα τότε και μπόρεσα μόνο πολύ αργότερα ν' ανακαλύψω γιατί η ανάμνηση αυτή μ' έκανε τόσο ευτυχισμένο), αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σαν σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι που'βλεπε στον κήπο και το χαν χτίσει για τους γονείς μου στο πίσω του μέρος και μαζί με το σπίτι, την πόλη, απ΄το πρωί ως το βράδυ και μ' οποιοδήποτε καιρό, την Πλατεία όπου μ' έστελναν πριν απ' το γεύμα, τους δρόμους όπου πήγαινα να κάνω θελήματα, τα εξοχικά δρομάκια που παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Και σαν το παιχνίδι που διασκεδάζει τους Ιάπωνες, όταν μουσκεύουν σε μια κούπα πορσελάνης γεμάτη νερό μικρά κομμάτια χαρτί, αξεχώριστα ως τότε, μα που μόλις βραχούν, τεντώνονται, στρίβουν, χρωματίζονται, διαφοροποιούνται, γίνονται λουλούδια, σπίτια, πρόσωπα στέρεα και που τ'αναγνωρίζεις, έτσι και τώρα όλα τα λουλούδια του κήπου μας και του πάρκου του κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα της Βιβόν, κι οι καλοί άνθρωποι του χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, ολ΄αυτά που παίρνουν μορφή και υλική υπόσταση, βγήκαν, πόλη και κήποι, απ ' το φλιτζάνι μου με το τσάι.

 

*Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, μτφρ: Παύλος Α. Ζάννας, επιμ. Παναγιώτης Πούλος, εκδ. Εστία.

Tuesday, 7 July 2020

PETER GREENAWAY: 10 ESSENTIAL MOVIES


Peter Greenaway's 10 Essential Movies

1. The Falls (1980)

2. The Draughtsman's Contract (1982)

3. A Zed & Two Noughts (1985)

4. The Belly of an Architect (1987)

5. Drowning by Numbers (1988)

6. The Cook, the Thief, His Wife & Her Lover (1989)

7. Prospero's Books (1991)

8. The Baby of Mâcon (1993)

9. The Pillow Book (1996)

10. Nightwatching (2007) 


...........................................................................................................................................

" Both the tone and content of his films are cool (his dark tales of devious scheming and deadly revenge and insistence on the vulnerability of human flesh have provoked charges of misanthropy), but the stately tracking shots, ornate compositions, barbed, witty dialogue and endless allusions can be enthralling: watching a Greenaway film is akin to seeing a bizarre encyclopaedia come to life.”
― Geoff Andrew, The Director's Vision, 1999.


"
Peter Greenaway is one of Britain's most original and controversial directors… In addition to his work as a film-maker, he has also produced paintings, written books, had several one-man shows and curated exhibitions worldwide… Greenaway retains control over his films by working independently and generally writing his own scripts. His films are characterised by consummate design, lavish photography (Sacha Vierny often acts as cinematographer) and evocative scores (usually Michael Nyman).”
― Pauline Reay, Contemporary British and Irish Film Directors: A Wallflower Critical Guide, 2001.


"
There are contradictions in Greenaway’s works, a fact that seems to openly provoke divided opinion. Some would suggest that the fecundity of his vision and intellectual rigor are the stuff of great cinema; others, while admitting his originality, would still look for evidence of a deeper engagement with film as a medium, rather than as a vehicle for ideas. Lauded in Europe, under-distributed in the United States, loved and reviled in his own country, Greenaway is, nevertheless, in an enviable position for a filmmaker.”
― Saul Frampton & Rob Edelman, The St. James Film Directors Encyclopedia, 1998.


"
Expect a film by Peter Greenaway to both offend and impress you. You could equally be entering Greenaway's own private art gallery or the jaws of hell. The visual detail in Greenaway's work is amazing, be it after the style of Breughel or Bosch, although his narratives are spare and often elliptical. He has flirted with mainstream acceptance more than that other master of painterly, if often repellent images on film, Derek Jarman, but has always veered away again to the fringes of homo-erotic fantasy.”
― David Quinlan, Quinlan's Illustrated Guide to Film Directors, 1999.


"
Greenaway is not to everyone’s taste—but he does not claim to be. “I have often thought it was very arrogant to suppose you could make a film for anybody but yourself.” Which doesn’t mean that the lone, self-sufficient artist may not also be marked by arrogance. Greenaway is a filmmaker as one might be a modern painter or an experimental novelist. Despite the considerable art-house success of both The Draughtsman’s Contract and The Cook, the Thief…, he is not just a confessed intellectual, but someone fascinated by games, number theory, structuralist principles, and unmitigated aesthetics.”
― David Thomson, The New Biographical Dictionary of Film, 2010.


"
One of Britain's leading auteurs, Greenaway trained as a painter before spending eleven years, beginning in 1965, as a film editor. During this period he began making short, highly formalist films influenced by structural linguistics, ethnography and philosophy… An acclaimed study of 18th-century sexual intrigue set in an English country house, The Draughtsman's Contract staked out its director's central concerns with formal symmetries and parallels; each element of the plot was mirrored and repeated several times in order to create an elaborate, baroque structure, which proved popular with critics and public alike.”
― The Hollywood.com Guide to Film Directors, 2004.


...........................................................................................................................................


Peter Greenaway's 10 Favourite Movies


1. Strike (1925) by Sergei Eisenstein.

2. The Rules of the Game (1939) by Jean Renoir.

3. The Seventh Seal (1957) by Ingmar Bergman.

4. Throne of Blood (1957) by Akira Kurosawa.

5. Breathless (1960) by Jean-Luc Godard.

6. Last Year at Marienbad (1961) by Alain Resnais.

7. La Notte (1961) by Michelangelo Antonioni.

8. 8½ (1963) by Federico Fellini.

9. Fellini's Casanova (1976) by Federico Fellini.

10. The Marquise of O (1976) by Eric Rohmer.



*Source: TimeOut (1995)

Friday, 3 July 2020

TONY LAWSON: TRANSCENDENTAL ARGUMENTS


   In general, a transcendental argument takes some generalised features of experience (the premises) and infers conditions for these features to be the case (the conclusion). The status or credibility of a transcendental argument depends, therefore, in part upon the premises from which the argument proceeds. To what extent are the premises employed really generalised and uncontested observations? Moreover, the status of a transcendental argument will rest on the deductions made from the premises to their underlying conditions. If it is claimed that these conditions are necessary for the features of experience to be possible, deductions made can leave no room for doubt. The full epistemological burden of the argument will rest upon the initial premises and the subsequent deductive inferences made. If the claim made, however, is relaxed from necessary conditions to plausible explanations that will render the premises intelligible, the epistemological burden of the argument will be somewhat different. In such cases, the transcendental deductions will only aim at rendering acceptable and likely explanations of the initial observations. There may, in other words, be other possible explanations. Additional support for the conclusion offered may then be sought in sources outside the transcendental argument itself, such as specific empirical examples, illustrations and so on that bear on the questions at hand. Invoking additional backing of this kind, however, makes us leave the realm of ‘pure’ philosophising and enter the realm of combined philosophical and scientific enterprise.

   While transcendental arguments, under ideal conditions, might be relied upon to produce conclusions of high credibility, the prospects for such attainment when applied to social material are rather unpromising. Within the social sphere it is hard to find uncontested generalised observations of relevant features. And even if sufficiently interesting and uncontested generalised features were to be obtained, deductions made from them are quite unlikely to support claims to necessary underlying conditions for the premises to be the case. Due to the complexity of social reality one will, more often than not, have to settle for the more modest claim of plausible explanations in deductions or inferences of this kind. In general then, transcendental arguments within the social realm can hardly be relied upon to provide decisive arguments for the existence of any phenomena of interest, and hence for supplying a ‘pure’ philosophical or rationalistic support of any social ontology.

 

*Lawson (2009), Tony, Ontology & Economics, Routledge Taylor & Francis Group, London, p.p. 47-48.