Thursday, 1 August 2019

A CLOCKWORK ORANGE (1971) ΒΥ STANLEY KUBRICK



   Το A Clockwork Orange (1971) είναι ταινία παραγωγής, σκηνοθεσίας και σεναρίου του Stanley Kubrick βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Anthony Burgess. Τα genres που εντάσσεται η εν λόγω ταινία είναι: sci-fi, dystopian, crime & drama. Το theme της ταινίας (όπως και του ομώνυμου βιβλίου) είναι η βία, σε όλες της τις εκφάνσεις: βία ατομική, ομαδική, θεσμική και κρατική. Στις ιδιομορφίες της ταινίας συγκαταλέγονται η έντονη χρήση ευρυγώνιων φακών που δημιουργούν ένα γκροτέσκο θέαμα με την παραμόρφωση που προκαλούν, η συμβολική χρήση χρωμάτων με τα ζεστά χρώματα του κόκκινου και του πορτοκαλί να επικρατούν στο πρώτο μισό της ταινίας και τις παγερές αποχρώσεις του μπλε και γκρίζου στο δεύτερο μισό, τα εξεζητημένα κοστούμια και σκηνικά που αποτελούν μία ιδιαίτερη σύνθεση φουτουρισμού και παράδοσης καθώς και η argot διάλεκτος αγγλοποιημένων ρωσικών σε σαιξπηρική διαλογική μορφή. Η ταινία είναι στο μεγαλύτερο της μέρος μουσικά επενδεδυμένη με Rossini ενώ στα έντονα συναισθηματικά σημεία της με Beethoven. Η κοινωνική συζήτηση που άνοιξε για την ταινία, λόγω της υπερβολικής και ωμής βίας που αυτή παρουσιάζει, μεταφέρθηκε και στα έδρανα της Βρετανικής Βουλής, όπου συζητήθηκε το ενδεχόμενο απαγόρευσης της προβολής της. Η απάντηση του Kubrick ήταν άμεση: «Η βία υπήρχε ανέκαθεν στην τέχνη, υπάρχει στη Βίβλο, στον Όμηρο, στους Τραγικούς, στον Shakespeare. Ουδέποτε ένα προϊόν τέχνης προκάλεσε κοινωνική ζημιά».

ΥΠΟΘΕΣΗ

   Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον στην ημί-φουτουριστική Βρετανία μία συμμορία τεσσάρων νεαρών ασκεί παντός είδους βία: βανδαλισμούς, κλοπές, τρομοκρατία, βιασμούς μέχρι και φόνους. Κίνητρα τους είναι η ηδονή και η διασκέδαση. Ο πρωταγωνιστής και αρχηγός της συμμορίας, Alex DeLarge ενσαρκώνει την αρχετυπική ψυχοσύνθεση του σαδιστή: σαδιστής είναι αυτός που αντλεί ηδονή από την (επί-)κυριαρχία και από το να προκαλεί πόνο, σωματικό ή/και ψυχικό, στους άλλους. Ο Alex είναι σαδιστής, κάνει χρήση ναρκωτικών, του αρέσει το γάλα, ο Beethoven και έχει για κατοικίδιο ένα φίδι.
   Η συμμορία ασκεί βία σε αντίπαλες συμμορίες, βιάζει γυναίκες στον δρόμο, χτυπάει περαστικούς ή μοναχικούς ανθρώπους και εισβάλει σε σπίτια πλουσίων όπου ληστεύει και βανδαλίζει. Ειδικά ο Alex, εκμεταλλεύεται την οικογένεια του, βιάζει κατά συρροή και ασκεί βία μέχρι και στην ομάδα του επιβεβαιώνοντας τις ηγετικές του ικανότητες και την αντικοινωνική του συμπεριφορά. Κάποια στιγμή ο Alex, μετά από ένα ατυχές συμβάν και προδομένος από τους φίλους του που τον εκδικήθηκαν για την συμπεριφορά του, θα συλληφθεί απ’ την αστυνομία και θα καταδικαστεί σε 14 χρόνια φυλάκισης για φόνο. Στη φυλακή, με αντάλλαγμα την σύντομη ελευθέρωση του, θα δεχτεί να συμμετάσχει ως πειραματόζωο (εξού και «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι») σε ένα παβλοφικό πείραμα που εφαρμόζει η κυβέρνηση μέσα στο ευρύτερο της πρόγραμμα κοινωνικού σωφρονισμού που στόχο έχει να δημιουργήσει υπάκουους και καλούς πολίτες. Με τη χορήγηση ουσιών και την υποχρεωτική έκθεση σε σκηνές βίας και σεξ, γιατροί και εκπρόσωποι του νόμου υποχρεώνουν τον εγκέφαλο του Alex να αντιδρά αρνητικά σε κάθε αντίστοιχη πράξη και του αφαιρούν, πρακτικά, την ελεύθερη βούληση. Βγαίνοντας από την φυλακή, «σωφρονισμένος» πλέον, ο Alex επιστρέφει στην οικογένεια του η οποία έχει υιοθετήσει άλλον στην θέση του, συναντά τον ίδιο άστεγο που είχε χτυπήσει και αυτός του ανταποδίδει την βία, ζητάει βοήθεια από κάποιους αστυνομικούς οι οποίοι είναι, όπως αποδεικνύεται, τα μέλη της παλιάς του συμμορίας και οι οποίοι επίσης του ασκούν βία και μπαίνει σε ένα σπίτι για να βρει καταφύγιο που είναι, τελικά, το ίδιο σπίτι που είχε διαπράξει τον φόνο. Ο κάτοχος του σπιτιού, ένας διανοούμενος συγγραφέας ο οποίος ασκεί κριτική στην κυβερνητική καταστολή υποστηρίζοντας την αντιπολίτευση, βρίσκει αρχικά την ευκαιρία να τον εκμεταλλευτεί αντιπολιτευτικά ώσπου καταλαβαίνει ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο που σκότωσε την γυναίκα του. Εντέλει, κι αυτός του ασκεί βία. Σε όλα αυτά ο Alex αδυνατεί να αμυνθεί τον εαυτό του λόγω του επιτυχημένου πειράματος, και τα δέχεται όλα στωικά μη μπορώντας να αντιδράσει. Στο τέλος, σε ημίτρελη κατάσταση πηδάει από το μπαλκόνι υπό την μουσική υπόκρουση του Beethoven. Στο νοσοκομείο έρχεται ο Υπουργός ο οποίος παραδέχεται το λάθος του και του προτείνει να «θεραπεύσει την θεραπεία», δηλαδή να του εφαρμόσουν ένα νέο πειραματικό πρόγραμμα που θα τον κάνει «καλά». Ο Alex συμφωνεί ενώ ταυτοχρόνως φαντασιώνεται σκηνές βίας, όπως έκανε και πριν από την πρώτη «θεραπεία». Τα τελευταία του λόγια, πριν κλείσει η ταινία, είναι: "I was cured, all right"

ΑΝΑΛΥΣΗ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ

   Κατ’ αρχάς ο τίτλος συγκροτείται από έννοιες αντίθετες: το «κουρδιστό» παραπέμπει στον μηχανικισμό ενώ το «πορτοκάλι» στον οργανικισμό. «Κουρδιστό Πορτοκάλι» γίνεται ο άνθρωπος όταν του επιβάλλονται τυποποιημένες διαδικασίες σκέψης και συμπεριφοράς αναιρώντας την ουσία του που δεν είναι άλλη από την «ελεύθερη βούληση». Αλλά την «ελεύθερη βούληση» ο Kubrick δεν την λογίζει θεολογικά ή μεταφυσικά, ήτοι ως ελεύθερη ηθική επιλογή, αλλά μάλλον ψυχοσωματικά: ως αυθόρμητη έκφραση εαυτού. Ο Alex είναι κάτι το επαίσχυντο, ένας σαδιστής που ασκεί βία σε όλους ανεξαιρέτως, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει με έξωθεν παρέμβαση ή, αν αλλάξει, θα έχουμε ασκήσει καταστολή σε τέτοιο βαθμό που θα τον έχει αναιρέσει ως άνθρωπο. Το ερώτημα που απασχόλησε τον συγγραφέα του βιβλίου και τον Kubrick είναι το εξής: μπορεί να εξαναγκαστεί κάποιος να πράττει το καλό και κατά πόσο μπορεί να το κάνει αυτό δίχως να το θέλει ο ίδιος; Απλούστερα διατυπωμένο: γίνεται να κάνουμε κάποιον με το ζόρι «καλό»; Η ταινία επικεντρώνεται ακριβώς στο ότι, αν ο ίδιος ο άνθρωπος δεν θέλει να είναι «καλός», δεν μπορούμε να τον κάνουμε με την βία. Στο έργο του Kubrick πέφτουμε αναπόφευκτα πάνω στο μοτίβο του «φαύλου κύκλου της βίας» και της «αυτό-ανακυκλώμενης βίας». Στο πρώτο μέρος είναι ο Alex αυτός που ασκεί βία σε ανθρώπους της κοινωνίας που την αποφεύγουν ενώ, στο δεύτερο μέρος, οι ίδιοι άνθρωποι, η κοινωνία, του ασκεί βία ενώ ο ίδιος την αποφεύγει. Η τραγική ειρωνεία έγκειται στο ότι εκμηδενίζονται θύτες και θύματα και αντιστρέφονται σατανικά οι ρόλοι τους. Ο ρεβανσισμός της βίας υφίσταται και ατομικά αλλά και κοινωνικά, μέσα από αυτοματισμούς και αλυσιδωτές αντιδράσεις, όπως στην φροϋδική «ψυχολογία της μάζας». Το πρόβλημα όμως δεν εξαντλείται στην «ατομική» και «κοινωνική» βία, αλλά κορυφώνεται στην «θεσμική», ήτοι στην κρατική βία. Εκεί είναι που τίθεται το ζήτημα του «σωφρονισμού» και η επιβολή της «έννομης τάξης» μέσω μίας συγκεκριμένης «ηθικής». Εκεί, πλέον, δεν ασκείται η βία (μόνον) για την ηδονή, αλλά προγραμματικά και με σκοπό την διαμόρφωση συγκεκριμένου «ανθρωπότυπου». Η καταστολή της βίας γίνεται μέσω της βίας. Και το ερώτημα εδώ παίρνει τη μορφή του εξής διλήμματος: «ατομική ελευθερία» VS «έννομη τάξη» που, στην πραγματικότητα, είναι και τα δύο βίαια. Το εκκρεμές του Kubrick ταλαντεύεται διαλεκτικά τα δύο αυτά είδη βίας προσπαθώντας να αποτιμήσει πόση ατομική ελευθερία είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε για την τάξη και πόση τάξη για την ατομική ελευθερία. Το πρόβλημα τίθεται σε αυτή τη μορφή διότι η σημασία του «κακού» και της βίας είναι τόσο θεμελιώδης για τον άνθρωπο όσο και η σημασία του «καλού». Η βία που εκφράζει αυθορμήτως ο Alex είναι αυτό ακριβώς που τον κάνει άνθρωπο. Μόλις, μέσω του παβλοφικού πειράματος, απαλειφθεί αυτή η πτυχή του, παύει αυτομάτως και να είναι άνθρωπος: δεν είναι «αληθινά καλός», από επιλογή, συνειδητά και επειδή αυτό θέλει να είναι, έχει παύσει πλέον να είναι άνθρωπος και έχει γίνει ένα «κουρδιστό πορτοκάλι». Οι βίαιες παρορμήσεις είναι εγγενείς στην ανθρώπινη φύση και δεν γίνεται να απαλειφθούν υπό οιεσδήποτε συνθήκες εκτός κι αν αυτές είναι τόσο ακραίες που θα σε μετατρέψουν σε κάτι μη-ανθρώπινο.
   Το Κουρδιστό Πορτοκάλι απεικονίζει το πόσο βίαιη μπορεί να γίνει η υπερβολική ελευθερία από την μία και η υπερβολική τάξη από την άλλη, χωρίς όμως να ψάχνει για «χρυσή τομή» ανάμεσα τους. Υπάρχει, ωστόσο, μία άλλου είδους συνισταμένη που διατρέχει υπόρρητα το εν λόγω δίλημμα διαποτίζοντας όλη την ταινία: η ανθρώπινη έκφραση, είτε είναι βίαιη είτε όχι, είναι από μόνη της τέχνη. Και ο Alex είναι αναμφισβήτητα ένα μεγάλος καλλιτέχνης: ένας καλλιτέχνης που δημιουργεί καταστρέφοντας. Κι εδώ είναι που ο Kubrick, μέσω του πεσιμισμού του, αναιρεί τον μιλιανό φιλελευθερισμό που μόνον φαινομενικά αφορά το έργο του και γίνεται πιο νιτσεϊκός. Το ότι δημιουργεί ο Alex τέχνη μέσω της βίας που ασκεί καθώς και το ότι του αρέσει ο Beethoven σημαίνει ότι πολιτισμός και βία είναι συμβατά ή, αλλιώς διατυπωμένο: ότι ο πολιτισμός δεν εξασφαλίζει κάποια ηθική βελτίωση.



Φίλιππος Β. Φίλιος